Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Μια ιστορία καθημερινότητας

Σχεδόν δεν την άκουσε. Έβαλε το πρόσωπό του στα χέρια ανάμεσα τι θα κάνουμε μουρμούρισε κι άλλο δεν ειπώθηκε από κανένα τους ούτε τότε ούτε το υπόλοιπο της μέρας που κύλησε μες στην αμιλησιά,
μένοντας αυτός με την απελπισμένη έκφραση κι εκείνη με τα φαρδιά παράταιρα ρούχα.
Από τότε του γινε συνήθειο να τριγυρίζει στις λαϊκές, ανάμεσα σε ζαρζαβατικά και φρούτα με τέλειωμα πάντα τους πάγκους με τα ρούχα. Στην αρχή για να σκοτώνει την ώρα περιφερόταν, τριγύριζε αμήχανος μέχρι να γεμίσει δυο σακούλες με άσχετα.
Τα πήγαινε σπίτι, η γυναίκα του τα έπαιρνε και δεν έλεγε τίποτα. Ούτε καλό ούτε κακό.

Στους έξι μήνες επάνω βρήκε δουλειά.
Δουλειά βρήκε, το κουσούρι έμεινε.

Το ανακάτεμα με τα ρούχα, το παζάρι με τις γύφτισσες, το ψάξιμο να βρει το σωστό μέγεθος-εδώ σημείωσε με τον καιρό μεγάλη πρόοδο- του γινε τόσο απαραίτητο σχεδόν μανία, που γρήγορα έμαθε τις πιο καλές λαϊκές, που υπήρχε η πιο πλούσια πραμάτεια, η μεγαλύτερη ποικιλία και τις γύρευε ακόμα κι αν βρίσκονταν σε γύρω πόλεις.
Στην αρχή δίχως να δίδει σημασία στο είδος σαν να ταν το ζητούμενο μόνο ν’ αγοράσει μα βαθμιαία και συν τω χρόνω που λένε, επικεντρώθηκε αποκλειστικά στα ρούχα που αφορούσαν τη γυναίκα του.
Φούστες, μπλούζες, παντελόνια, φορέματα, νυχτικά, μαγιώ, ό,τι μπορούσε να βάλει ο νους, ό,τι μπορούσε να ντύσει ένα θηλυκό σώμα, ερχόταν εδώ, μέσα σε πλαστικές σακούλες μπροστά της.
Ήξερε πια να διαλέγει σωστά. Να επιλέγει ό,τι της ταίριαζε, ό,τι της πήγαινε. Έτσι η γυναίκα του, απ’ τη μια μέρα σχεδόν στην άλλη, βρέθηκε να φοράει στενά τζινς, και εφαρμοστά φουστάνια. Γιατί τα φόραγε. Του γκρίνιαζε λίγο και ωχ πια μη φέρνεις άλλα….. σου είπα δεν έχω που να τα χωρέσω…. μα τα φόραγε. Τα δεχόταν σαν τον τρυφερό λόγο που δυσκολευόταν να αρθρωθεί, την έγνοια που αποτυπωνόταν μ’ αυτό τον τρόπο
Και την ήθελε.

Καθώς περνούσε ο καιρός καθώς τα ρούχα γέμισαν ντουλάπες και ό,τι ελεύθερο συρτάρι υπήρχε, θύμωνε με την αδυναμία της να μην μπορεί να αρνηθεί σταθερά. Όποτε είχε προσπαθήσει να το κάμει, -μα που ξανακούστηκε του έλεγε άντρας να ντύνει τη γυναίκα του- εκείνος γελούσε έλα ….έλα…. καμαρώνεις της έλεγε και κατέληγαν να γελούν και οι δυο.
………………………………………………………………………………………
Και κανείς δεν ήξερε πως θα τέλειωνε αυτή η ιστορία αν δεν καυγάδιζαν στα σοβαρά κείνη τη μέρα.

Ήταν τότε που άρχισαν να της πέφτουν τα μαλλιά. Κάτι στο αίμα της…. χαμηλός αιματοκρίτης μα όχι μόνο έκανε το τρίχωμα του κεφαλιού της να αραιώνει. Της ήρθε βαρύ. Δεν ήθελε να χτενίζεται, να κοιτάζεται σε καθρέφτη…. έτρεμε πως ένα πρωί θα σηκωνόταν με το κεφάλι γυμνό.
Τότε ήταν που ο άντρας έφτασε με μια φούστα που το μάκρος της σταματούσε ελαφρά πάνω απ’ το γόνατο.
Με το που την είδε, ένας κρυμμένος θυμός χείμαρρος ξέσπασε και πήγε να τον πνίξει
Όσα πικρά δεν είχαν ειπωθεί τόσα χρόνια, όσα είχαν στριμωχτεί, πέτρες αιχμηρές με δηλητήριο εκτοξεύτηκαν καταπάνω του.
Εκείνος δεν αντιδρούσε. Κι όσο ανέκφραστος καθόταν, τόσο λύσσαγε. Δίχως να μετρά το μέγεθος της λύπης που τον πότιζε, ούρλιαζε
Ποιος νομίζεις πως είσαι κι έχεις αναλάβει να με ντύνεις…. Τι νομίζεις πως είμαι; Δεν μπορώ να το κάμω εγώ νομίζεις; Αλλά ντρέπεσαι για μένα …. Ντρέπεσαι! Δεν θέλεις να βγαίνω να μη λένε πως … πως έγινα έτσι….. όχι εγώ η γυναίκα σου πως κατάντησε …. Δεν με θέλεις πια! Τι μου την έφερες αυτή τη φούστα; Τι θέλεις να μου πεις; Πώς θέλεις νέα γυναίκα; Να πας να τη βρεις. Να τη βρεις! ……….
Δεν σου ταιριάζω πια ε;…..
Και συνέχισε για ώρα μέχρι που απόκαμε. Το στόμα της φαρμάκι.
……………………………………………………………………………………….
Το βράδυ τους βρήκε και τους δυο να κοιτάζουν το ταβάνι μ’ ένα βάρος να τους πλακώνει το στήθος.
Είχε περάσει κάμποση ώρα με στριφογυρίσματα και μάταιες προσπάθειες να το αποτινάξει καθένας μόνος του όταν εκείνη αποτόλμησε την ερώτηση που νόμιζε πως η απάντησή της θα ξεκλείδωνε την πύλη που έκλεισαν και κλείστηκαν απέξω της
Μ’ αγαπάς; Ρώτησε.Κι ήταν σιγανός ο ήχος της φωνής με μια αγωνία λες ζητούσε επιβεβαίωση αν βρήκε το σωστό κλειδί ν’ ανοίξει την πύλη
Όχι. Ακούστηκε η φωνή του κι ήταν το ίδιο σιγανή.
Σαν να ξαναβρήκε την ενέργεια της όλη
άναψε το φως, στράφηκε προς το μέρος του, μ’ αγαπάς; Τον ξαναρώτησε με ορμή αυτή τη φορά.
Την κοίταξε. Ήταν πολύ αστεία μα την αλήθεια αστεία με τα λιγοστά της μαλλιά να πετούν άτακτα ….
Δεν γέλασε
Αμβλύνθηκαν μόνο οι γραμμές του προσώπου του, ξεσφίχτηκε και τα χείλη του έσπασαν ελαφρά. Πέρασε το χέρι του στο κεφάλι της όχι της είπε πάλι και την πλησίασε………..
…………………….

Ακόμα ο άντρας σου σε ντύνει; Τη ρώτησε η Ελένη μια μέρα.
Μπα….μπα…. πάει του πέρασε πια κι είχε η φωνή κάτι σαν θλίψη ή νοσταλγία….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me