Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Η ΑΥΛΗ ΜΕ ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ (απόσπασμα) του Βασίλη Κολοβού

Πραματευτάδες διαλαλούν την πραμάτεια τους. Ένας φωνάζει "Γαλατάς, γιαουρτάς", στο 'να χέρι κρατεί μεταλλικό γκιουμί με γάλα και στ' άλλο την οκά, στον ώμο έχει ζυγιασμένα, στις άκρες δίπηχου στειλιαριού, κλειστά συρματόπλεχτα ντουλάπια και μέσα αραδιασμένες στη σειρά πήλινες τσουκάλες της μισής και της μιας οκάς γιαούρτι. Περνάει σπίτι το σπίτι, χτυπάει πόρτες και παραθύρια, πουλάει την πραμάτεια του σε κυράδες και υπηρέτριες. Άλλος με τρίτροχο ποδήλατο, που το μπροστινό του μέρος είναι σαν τετράγωνο τραπέζι με τζάμι απάνω και γύρω γύρω. Σ' ένα συρτάρι έχει φωτιά. Φοράει άσπρο αλλόκοτο σακάκι, φωνάζει ότι έχει τυρόπιτες που καίνε ζεματάνε και καλεί τους ανθρώπους να τις φάνε. Άλλος με λεπτολαμάρινο ταψί στο κεφάλι περπατάει ανάμεσα στον κόσμο και πουλάει κουλούρια. Άλλος περίεργα ντυμένος, μυτερό σκαρπίνι, ζωνάρι στη μέση ριχτό ως το γόνατο, καβουράκι, βραχνή φωνή και μαγκιά που σέρνεται στο δρόμο, όλα τα πουλάει και όλα τ' αγοράζει με τάλαρα. Άλλος φορτωμένος στον ώμο σκουτιά χρωματιστά, λέει ότι είναι δοσάς. Πολλών ειδών γυρολόγοι περνοδιαβαίνουν φορτωμένοι τα χρειαζούμενα, χαλκωματάδες, γανωτές, τροχιστές-ακονιστές, φαναρτζήδες, καρεκλάδες, σταθεροί και περιπλανώμενοι μικροί και μεγάλοι λούστροι. Ντουνιάς ολόκληρος στο μεροκάματο του δρόμου.


Αποφασισμένος κόκκινος, σκληρός και φωτογόνος ξεπρόβαλε ο χιλιάκτινος δίσκος του ήλιου, διέλυσε το σκοτάδι φέρνοντας το φως και μαζί σαϊτεύοντας πάθια, καημούς, αγωνίες, βάσανα, παράπονα και προσδοκίες των ανθρώπων. Μια νέα μέρα ερχόταν να προστεθεί στην ατέλειωτη σειρά της ζωής. Για μένα ήταν μια μέρα γέννας καινούριας πορείας και έσερνε μαζί της πρωτάκουστα και πρωτοφανέρωτα πράματα και θάματα.
Ξύπνησα από περίεργα ακούσματα, οχλοβοή, ανακατεμένα αγκομαχητά. Ντόρος πολύς, κου΄ρσες κάθε λογιώ και άλλα αυτοκίνητα, ανατρεπόμενα, λεωφορεία, τρίκυκλα, τρακτέρ, βόγγαγαν κατά τον ανήφορο και κορνάριζαν στη στροφή, μουρμουρητά και φωνές ανθρώπων που διαλαλούσαν αγαθά για τη ζωή, καλημερίσματα, μαλώματα, όλα ανακατεμένα, ένα κοπάδι ψυχές και μηχανές. Τι ζωή είναι τούτη; Ολόκληρη νύχτα πέρασε κι ούτε ένα αλύχτισμα σκυλιού, ένα βέλασμα, ένα γκάρισμα, ένα κυπροκούδουνο, έστω ένα απαλό θρόισμα στα κλαδιά, τίποτα. Ήμασταν στο έμπα του χιονόπωρου, πρώιμα κιτρινισμένα φύλλα έστρωναν τα περάσματα ανακατωμένα, παραδομένα στον αγέρα που είχε μια μπασταρδεμένη μυρωδιά, κάπνα, μπιτζίνα, πετρέλαιο, ανθρώπινος ιδρώτας - όλα ένα.
Στην ατμόσφαιρα μια γκρίζα θολούρα απλωνόταν σαν αόρατο πέπλο, λες κι είναι αρρωστημένη η πολιτεία και η ελπίδα θανατηφόρα για τους ανθρώπους. Ο ήλιος έρχεται και ζυγιάζεται από ψηλά, οι ακτίνες του, σκορπισμένες ανάμεσα στα τσιμεντένια σπίτια, ορμάνε κάθετα προς τη γη, πεισμωμένες και αποφασισμένες να δείξουν το λαμπερό πρόσωπο της μέρας, που η αφροσύνη των ολίγων ανθρώπων το σκυθρωπιάζει, όπως σκυθρωπιάζει και τα μάτια των πολλών. Εδώ λείπει το καθάριο φως, λείπει η αντανάκλαση του βουνού, η λαμπεράδα του απέραντου ανοιχτού ορίζοντα που ταξιδεύει ελεύθερη τη σκέψη, μακριά, πέρα από το ορατό σημείο, και αναζητά την αληθινή, την ανθρώπινη ζωή, εκεί, στο μυστήριο της απεραντοσύνης του ουρανού και της γης στη ρίζα του σύμπαντος, εκεί που οι άνθρωποι ανακάλυψαν τη δική τους ευτυχία και τη δική τους λύτρωση.
Λογιώ λογιώ άνθρωποι περπατάνε σε τούτη την πολιτεία, πολλοί είναι σκυφτοί σαν να ψάχνουν κάτι που έχασαν αποβραδίς περνώντας από την ίδια στράτα, πολλών με ργατική φορεσιά τα πρόσωπα είναι ηλιοκαμένα, βασανισμένα, σαν να κάθισε πάνω τους όλη η σκληράδα της ζωής, τα χέρια τους ροζιασμένα, αργασμένα, μοιάζουν περήφανοι άνθρωποι, το δείχνει η κορμοστασιά τους, αλλά έχουν σκυφτό το κεφάλι. Άλλοι κουστουμάτοι, γραβατωμένοι, σοβαροί, κυρίαρχοι, και άλλοι χωριάτικα ντυμένοι, απλοί, καθημερινοί διαβατάρηδες της πολιτείας, που όλο τρέχουν αλαφιασμένοι να προλάβουν τις δουλειές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me