Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Αιώνας εμπορίου του Τάσου Λειβαδίτη .

Αιώνας εμπορίου του Τάσου Λειβαδίτη
H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Πόσες φορές μας κράτησε πίσω ένας σκίουρος;

Κάποτε ήταν ένα αλογάκι που ζούσε με την μητέρα του και ποτέ δεν είχε απομακρυνθεί από δίπλα της. Μια μέρα λοιπόν του λέει εκείνη:
«Ήρθε η στιγμή που πρέπει να βγεις έξω μόνος σου και να μάθεις να κάνεις κάποια πράγματα στην θέση μου. Πάρε αυτό το σακί με το σιτάρι κα πήγαινέ το στον μύλο».

Έτσι το αλογάκι φορτωμένο με το σακί και χαρούμενο που ήταν χρήσιμο ξεκίνησε τον δρόμο του προς τον μύλο. Μετά από λίγο όμως συνάντησε μπροστά του έναν ορμητικό ποταμό… «Τι να κάνω; Μπορώ άραγε να διασχίσω το ποτάμι;»

Σταμάτησε στην όχθη και σκεφτότανε… Δεν ήξερε ποιον να συμβουλευτεί… Κοίταξε τριγύρω του και είδε ένα γέρικο βουβάλι… Το αλογάκι πλησίασε και το ρώτησε: «θείε, τι λες, θα καταφέρω να περάσω απέναντι;»
«Και βέβαια» του απάντησε, «δεν είναι βαθύ, εμένα μου φτάνει μέχρι το γόνατο το νερό, προχώρα ήσυχος».

Το αλογάκι ξεκίνησε και μόλις ετοιμαζόταν να βάλει το πόδι του στο νερό ένας σκίουρος έτρεξε κοντά του και το σταμάτησε λέγοντάς του αγχωμένος: «Μη, πρόσεχε! Μη περάσεις! Είναι επικίνδυνο, μπορεί να πνιγείς!»… «Μα είναι τόσο βαθύ;» ρώτησε το αλογάκι μπερδεμένο… «Φυσικά, ένας φίλος μου χτες πνίγηκε!» απάντησε θλιμμένα το σκιουράκι.

Έτσι λοιπόν, μη ξέροντας ποιον να πιστέψει, αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να ρωτήσει την μητέρα του. «Γύρισα γιατί το ποτάμι είναι πολύ βαθύ και δεν μπορώ να το διασχίσω» είπε ταραγμένο… «Είσαι σίγουρος; Εγώ νομίζω ότι δεν είναι δα τόσο βαθύ» απάντησε η μητέρα του… «Το ίδιο μου είπε και το βουβάλι, όμως ο σκίουρος επέμενε ότι είναι επικίνδυνο αφού πνίγηκε χτες ένας άλλος σκίουρος»…

Κινέζικο παραμύθι

Η Μαρίνα των βράχων-Οδυσσέας Ελύτης!

Photobucket
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
....................................................................................
'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
'Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
'Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Photobucket
Οδυσ.Ελύτης

Το Αλφαβητάριο του διαβόλου!

Malaga - Picture for Me
Α
Αλήθεια: Ευφής σύνθεση της επιθυμίας με την πραγματικότητα. Η ανακάλυψη της αλήθειας αποτελεί αποκλειστικό σκοπό της φιλοσοφίας, η οποία είναι η αρχαιότερη δραστηριότητα του ανθρώπινου πνεύματος και έχει βάσιμες ελπίδες πως θα συνεχίσει να είναι μέχρι τέλος του κόσμου
Απαισιοδοξία: Φιλοσοφία, στην οποία εξοκείλει αναγκαστικά κάθε άνθρωπος, όταν απογοητεύεται από την επικράτηση των κακοσουλούπωτων ελπίδων και των αποτρόπαιων χαμόγελων των αισιόδοξων
Αυτοσεβασμός: Μια λανθασμένη αξιολόγηση
Β
Βαρόμετρο: Πανέξυπνο όργανο που δείχνει τι καιρό ήδη έχουμε
Βλακεία: Αυτό το «δώρο εξ' ουρανού», αυτό το «Θείο Χάρισμα» του οποίου η δημιουργική και λογική δύναμη διακατέχει την ανθρώπινη σκέψη, οδηγεί τις πράξεις μας και κοσμεί τη ζωή μας
Γ
Γάμος: Τελετή στην οποία δύο άτομα αναλαμβάνουν την ευθύνη να γίνουν ένα, το ένα τίποτα και το τίποτα ανεκτό
Γέννηση: Η πρώτη και πιο αγαπημένη μας συμφορά
Δ
Διάλογος: Έκθεση επίδειξης δευτερευόντων πνευματικών κατασκευών, στην οποία κάθε συμμετέχων παραείναι απασχολημένος με την παρουσίαση των προϊόντων του για να προσέξει τα προϊόντα του διπλανού
Ε
Εγωιστής: Αυτός που δε μπορεί ν' αντιληφθεί τον εγωισμό των άλλων
Έπαινος: Ο φόρος που καταβάλουμε για τα κατορθώματα που μοιάζουν αλλά δεν είναι ίδια με τα δικά μας
Έρωτας: Παροδική φρενοβλάβεια, η οποία θεραπεύεται με γάμο ή απομάκρυνση του ασθενούς από τους παθογόνους παράγοντες. Η πάθηση αυτή, όπως η τερηδόνα και πολλές άλλες, είναι διαδεδομένη μόνο στους πολιτισμένους λαούς που ζουν σε τεχνητό περιβάλλον, ενώ οι βάρβαροι που αναπνέουν καθαρό αέρα και τρέφονται λιτά, παρουσιάζουν ιδιαίτερη ανοσία. Μερικές φορές, ο έρωτας επιφέρει το θάνατο, κυρίως στους γιατρούς και λιγότερο συχνά στους ίδιους τους ασθενείς
Έτος: Χρονική περίοδος τριακοσίων εξήντα τεσσάρων απογοητεύσεων
Εχθές: Η βρεφική ηλικία της νεότητας, η νεότητα της ωριμότητας, τα πάντα πριν από τα γηρατειά
Η
Ηρεμία: Ασυνήθιστη υπομονή, ενώ καταστρώνεις μιαν αξιόλογη εκδίκηση
Θ
Θαυμασμός: Η ευγενική αναγνώριση του γεγονότος πως κάποιος μας μοιάζει καταπληκτικά
Θρησκεία: Κόρη της Ελπίδας και του Φόβου, που εξηγεί στους αμαθείς τη φύση της αμάθειας
Κ
Καρδιά: Μια αυτόματη μυϊκή αντλία αίματος. Το χρήσιμο αυτό όργανο θεωρήθηκε μεταφορικά ως έδρα των συγκινήσεων και των συναισθημάτων-άποψη εντελώς αβάσιμη, δεδομένου ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια επιβίωση κάποιας παλιάς πανανθρώπινης δοξασίας. Σήμερα είναι γνωστό πως οι συγκινήσεις και τα συναισθήματα εδρεύουν στο στομάχι και πως αναπτύσσονται από τις τροφές με τη χημική δράση του γαστρικού υγρού
Λ
Λατρεύω: Σέβομαι ελπίζοντας
Ληστής: Ένας ειλικρινής επιχειρηματίας
Μ
Ματαιοδοξία: Ο φόρος τιμής του ηλίθιου στον πλησιέστερο γάιδαρο
Μόνος: Με βαρετή παρέα
Ν
Νοέμβριος: Το ενδέκατο δωδέκατο μιας κούρασης
Νύφη: Μια γυναίκα με υπέροχες προοπτικές ευτυχίας πίσω της
Ξ
Ξεκουράζομαι: Σταματάω να ενοχλώ
Ξεπερνώ: Αποκτώ έναν εχθρό
Ο
Οίκτος: Το αίσθημα απαλλαγής, που προκαλείται από μια αποτυχημένη αντιπαράθεση
Π
Πάθος: Το προπαρασκευαστικό στάδιο της προσγείωσης στην πραγματικότητα
Πιάνο: Συσκευή σαλονιού για την καθυπόταξη των επίμονων επισκεπτών. Για να λειτουργήσει, πρέπει να πιέζεις τα πλήκτρα της και τα νεύρα των ακροατών
Ρ
Ρητό: Μια σοφία όλο κόκαλα, σ' ένα στόμα γεμάτο σάπια δόντια
Σ
Συλλογίζομαι: Ζυγίζω τις πιθανότητες στη ζυγαριά της επιθυμίας
Συναναστρέφομαι: Εξαθλιώνω κάποιον
Σχέση: Θεόσταλτο είδος σχέσης στο οποίο οδηγούνται δυο ηλίθιοι, προκειμένου να αλληλοκαταστραφούν
Τ
Τέχνη: Τι είναι αυτό; Δεν υπάρχει ορισμός
Τόλμη: Ένα από τα πιο αξιοζήλευτα χαρακτηριστικά του ασφαλισμένου
Υ
Υπευθυνότητα: Η μάνα της σύνεσης
Υπομονή: Ελάσσων μορφή απελπισίας. Θεωρείται αρετή
Φ
Φιλί: Λέξη που την επινόησαν οι ποιητές για να ομοιοκαταληκτεί με το «Χαρούμενος Πολύ!». Υποτίθεται πως σε γενικές γραμμές σηματοδοτεί ένα είδος τυπικού ή τελετουργίας σχετικής με την απόλυτη κατανόηση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εκτελείται είναι άγνωστος στον λεξικογράφο
Φιλοσοφία: Μια πορεία με πολλούς δρόμους που οδηγούν από το πουθενά στο τίποτε 
Αμπροουζ Μπηρς

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν "Ο Προφήτης, Ο κήπος του Προφήτη".



Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μόλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδώσου, μόλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.
Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψε την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.
Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.
Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο, έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.
Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.
Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.
Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.
Σε αλέθει για να σε λευκάνει.
Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.
Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.
Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.
Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,
τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης. Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.
Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της. Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται, γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.
Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: "Ο Θεός είναι στην καρδιά μου", αλλά μάλλον "Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού".
Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.
Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.
Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.
Να πληγωθείς από την ίδια την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.
Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.
Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο με ευγνωμοσύνη στην καρδιά
Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν "Ο Προφήτης, Ο κήπος του Προφήτη".

Σε σκέφτομαι σημαίνει…


Σε σκέφτομαι σημαίνει…
Σε έχω διαρκώς στο μυαλό μου
Σε έχω διαρκώς στην καρδιά μου
Ό,τι άλλο και να με απασχολεί, με απασχολείς κι εσύ ισότιμα ή και περισσότερο
...στον ίδιο χρόνο
Η μορφή σου υπάρχει παντού…



Σε σκέφτομαι σημαίνει… σε νοιάζομαι
Με νοιάζει αν είσαι λυπημένος και, θέλω να σου πάρω τη λύπη, εσύ να πάψεις να λυπάσαι
Με νοιάζει αν είσαι χαρούμενος και, θέλω να σου χαρίσω ένα χαμόγελο για σου πολλαπλασιάσω τη χαρά

Σε σκέφτομαι σημαίνει…
Ψάχνω διαρκώς να βρω τρόπους να σου δώσω… οτιδήποτε
Ψάχνω διαρκώς τρόπους να βρεθώ κοντά σου σωματικά, ψυχικά, πνευματικά

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

ΤΟ ΚΥΜΑ!!!

Ήταν ένα μικρό κύμα, πολύ λυπημένο και που μονολογούσε: «πόσο δυστυχισμένο είμαι … τα άλλα κύματα είναι τόσο μεγάλα και δυνατά και εγώ είμαι τόσο μικρό και ασήμαντο … γιατί να είναι η ζωή τόσο σκληρή;»
Ένα μεγάλο κύμα που βρισκόταν εκεί κοντά, το άκουσε και αποφάσισε να του απαντήσει: «Τα λες αυτά διότι δεν έχεις κατανοήσει την πραγματική σου φύση. Νομίζεις ότι είσαι ένα κύμα και νομίζεις ότι είσαι μικρό και ασήμαντο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είσαι τίποτα από τα δύο».
Ξαφνιασμένο το μικρό κύμα απαντά: «Πως;! Δεν είμαι κύμα;! Μα, δεν βλέπεις τον κυματισμό μου; Δεν βλέπεις τα απόνερά μου; Αν και μικρό, είμαι κύμα! Τι εννοείς λέγοντας ότι δεν είμαι κύμα;»
Ήρεμα το μεγάλο κύμα αποκρίνεται: «Αυτό που καλείς ‘κύμα’ δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωρινή μορφή σου. Στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά νερό! Όταν κατανοήσεις την βάση της φύσης σου, θα απαλλαχθείς από τη μιζέρια σου και θα δεις ότι εγώ είμαι εσύ, εσύ είσαι εγώ, και οι δύο είμαστε κομμάτι του ιδίου Όλου».

Ιστορίες Ζεν

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Γνωρίζεις ότι κυβερνιόμαστε από την τηλεόραση;


- Do you know that we are ruled by TV?
Γνωρίζεις ότι κυβερνιόμαστε από την τηλεόραση;
(J.Morrison from "An American Prayer")

Από το Λεο Μπουσκάλια!

Αν χρειάζεσαι κάτι, πρέπει να γνωστοποιήσεις την ανάγκη σου στους άλλους, γιατί αλλιώτικα δεν θα την ικανοποιήσεις ποτέ. Ακόμη κι αυτοί που αγαπούν δε διαβάζουν σκέψεις. Συχνά, όταν οι άνθρωποι επιτρέπουν στον εαυτό τους να εκφράσει τις ανάγκες τους, ξαφνιάζονται με την πρόθυμη ανταπόκριση που συναντούν

Από το Λεο Μπουσκάλια (1924-1998), ιταλό παιδαγωγό
Beautiful
"Πρώτα πέθαινα να τελειώσω το σχολείο για να αρχίσω το πανεπιστήμιο.
Μετά πέθαινα να τελειώσω το πανιπιστήμιο για να αρχίσω δουλειά.
Μετά πέθαινα να παντρευτώ και να κάνω παιδιά.
Μετά πέθαινα να μεγαλώσουν τα παιδιά μου αρκετά για να επιστρέψω στη δουλειά.
Μετά πέθαινα για να βγω στη σύνταξη.
Και τώρα, πεθαίνω και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι ξέχασα να ζήσω".

ΑΓΧΟΣ .Κατανοώντας τον εσωτερικό ''εχθρό''

Το άγχος αποτελεί βασικό συστατικό της συναισθηματική μας ζωή και παίζει καθοριστικό-κεντρικό ρόλο στην σκέψη και στην δράση μας. Το άγχος επί της ουσίας είναι πρωταγωνιστικός παράγοντας στην διαμόρφωση της συμπεριφοράς μας. Αν αναλογιστούμε το παρελθόν μας θα δούμε όντως πολλές επιλογές που επηρεάστηκαν και διαμορφώθηκαν από το άγχος, συμπεριφορές και στάσεις ζωής, οι οποίες μπορούν να εξηγηθούν μέσα από το πρίσμα αυτού του συναισθήματος.
Μια βασική παράμετρος που είναι απαραίτητο να υπογραμμίσουμε,  είναι η συναισθηματική υφή του άγχους. Το άγχος είναι σαφώς συναίσθημα δεν ανήκει ούτε στην σκέψη, ούτε στην δράση, είναι μέρος του συναισθηματικού μας κόσμου.
Είναι πάντα αρνητικό το άγχος; είναι ένας εχθρός από τον οποίο απειλούμαστε;
Το άγχος περιγράφει γρήγορες και αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης της πραγματικότητας, άνθρωποι με μεγάλο βαθμό ζωτικής ενέργειας χρησιμοποιούν το άγχος για να οργανώσουν τον εαυτό τους, με τρόπο όμως που να αντιμετωπίζουν όσο πιο τέλεια τα καθήκοντα που προκύπτουν. Το άγχος είναι μια ζωοποιός δύναμη δημιουργίας, που οδηγεί τους ανθρώπους ουσιαστικά στον επιθυμητό στόχο. Το πρόβλημα όμως ξεκινάει όταν το άγχος ξεπερνά τα όρια που μπορεί να αντέξει ο καθένας και γίνονται τροχοπέδη για την καθημερινότητα του, δηλητηριάζοντας στιγμές ηρεμίας, απόλαυσης και ξεκούρασης. Σκεφτείτε έναν άνθρωπο που τρέχει γρήγορα και συνεχώς επιταχύνει, είναι δυνατόν να μην λαχανιάσει; Ο αγχώδης προσπαθεί να τρέχει χωρίς να λαχανιάζει. Φανταστείτε το άγχος σαν ένα θερμοστάτη που τον ανεβάζουμε όταν έχουμε ανάγκη να ζεσταθούμε μα όταν πια η ζέστη γίνετε αφόρητη δεν μπορούμε να τον ελαττώσουμε. Αυτή είναι θεμελιώδης λειτουργία του άγχους, δεν μπορούμε να το καταπολεμήσουμε μπορούμε να το κατανοήσουμε ως σημαντικό συναίσθημα και να το εξελίξουμε προς όφελος των ανθρώπων που το βιώνουν.
 Πέρα από όλα αυτά υπάρχουν πολλές ενέργειες-δραστηριότητες που μπορούν να αποδοθούν στην ύπαρξη του άγχους και στην προσπάθεια καταπολέμησης του. Η υπερβολική χρήση ουσιών, η κατάχρηση αλκοόλ, η πολύωρη ενασχόληση με το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, η ακατάσχετη μανία για φαγητό, η υπερβολική σεξουαλική δραστηριότητα. Όλες αυτές οι δράσεις αποτελούν ισχυρούς δολοφόνους του άγχους και εξηγώντας τες κάτω από το φακό του άγχους θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τους γύρω μας μα και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ποια έννοια θα μπορούσε με σαφήνεια να αποδώσει το αντίθετο του άγχους; Η εμπιστοσύνη, ή ασφάλεια είναι συναισθήματα τα οποία μειώνουν το άγχος και προκαλούν ηρεμία. Ονειρευόμαστε έναν κόσμο ανέμελο, ήρεμο ασφαλή και προστατευμένο χωρίς άγχος.

Οι φοβίες, οι κρίσεις πανικού, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα, οι ψυχαναγκασμοί και οι καταναγκασμοί αποτελούν δημιουργήματα του άγχους και ανήκουν στην οικογένεια των αγχωδών διαταραχών έχοντας σαν βασική πηγή το άγχος. Βασικός στόχος στην θεραπεία είναι η κατανόηση του άγχους, να συναισθανθούμε την λειτουργία του, όχι η καταπολέμηση του, είναι αδύνατον να καταπολεμήσουμε τον εαυτό μας, μπορούμε όμως να ρυθμίσουμε το άγχος να το καταλάβουμε και να δώσουμε έτσι μια οριστική λύση στις ανεπιθύμητες παρενεργειές που μας ταλανίζουν. www.uromed.gr. ..                                     ..

Το αναφιλητό ενός τριαντάφυλλου!Vicky Kostenas Lagdos Zürich 19. Januar 2011

Ο επηρατος ηλιος χαμογελουσε
μ’ ενα ξαστερο ξανθο συναισθημα στη μερα,
οταν των ροδων η πριγκηπισα  αποφασισε
στης αφροκυλιστης ακρογιαλιας τη μπουκα  
 να’ ρθει για να στεργιωσει
της σημυδιας τα ονειρα.

Ειχε τα ματια διαπλατα παραθυροφυλλα
στον ορμο της Κυρα Παναγιας στραμμενα
και στις αναυξητες εκμυστερευσεις του πελαγους
τα μουσικοχορευτικα βηματα
της ψυχης ακολουθουσε.

Στον ανεμο περνουσε κολιε με τα κοχυλια
σαν σφυριζαν στης τρικυμιας τα ναυαγια
και στου Νηρεα τα δωματα διακτινιζονταν
τα νυμφοξορκια για του Πηλεα
και της Θετιδας τ' ονομακλυτο παντρεμα.

Μεσα απο επικηρυγμενους στιχους ταξιδευε
τα Μονογραμματα του ποιητη
στης Καλλονης τον κολπο
κι οταν το βλεμμα της ηλιοβασιλευε
 η Ροδαλινθη εσπερνε ανεσπερα φεγγαρια.

Στης θεισσας τα χναρια περπατουσε,
αχολογωντας το ζεφυρο πανω στα πελαγα
το μεσοδοκι το σκαφτο το εδενε στα ξαρτια
σαν ο ηλιος εβασιλευε
κι αποσκιαζαν οι δρομοι
χαμενος κοπος σταλαζε
ζωης περισσιας φθογγοι.

Val!  
στην υγια σου Ροδαλινθη!

Sei un dono del cielo.
Non dimenticare mai
che io sono sempre qui per te.


Vicky Kostenas Lagdos
Zürich 19. Januar 2011

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ!


Οι καρδιές σας γνωρίζουν σιωπηλά τα μυστικά των ημερών και των νυχτών.
Αλλά τ' αφτιά σας διψούν για τον ήχο της γνώσης της καρδιάς σας.
Θέλετε να γνωρίσετε με λόγια αυτό που γνωρίζετε από πάντα στη σκέψη.
Θέλετε ν' αγγίξετε με τα δάχτυλά σας το γυμνό σώμα των ονείρων σας.
Και είναι καλό που το θέλετε.
Το κρυφό πηγάδι της ψυχής σας πρέπει να αναβλύσει και να τρέξει κελαρύζοντας προς τη θάλασσα.
Και ο θησαυρός του άπειρου βάθους σας πρέπει να αποκαλυφθεί στα μάτια σας.
Δεν πρέπει όμως να υπάρχουν ζυγαριές για να ζυγίζουν τον άγνωστο θησαυρό σας. Και μη μετράτε τα βάθη της γνώσης σας με το βυθομετρικό κοντάρι ή το σχοινί.
Γιατί ο εαυτός είναι μια θάλασσα απεριόριστη και άμετρη.
Μη λέτε, "Βρήκα την αλήθεια", αλλά να λέτε, "Βρήκα μιαν αλήθεια".
Μη λέτε, "Βρήκα το μονοπάτι της ψυχής", αλλά να λέτε, "Συνάντησα την ψυχή που περπατούσε στο μονοπάτι μου".
Γιατί η ψυχή περπατά πάνω σ' όλα τα μονοπάτια.
Η ψυχή δεν περπατά πάνω σε μια γραμμή, ούτε μεγαλώνει σαν καλάμι.
Η ψυχή ξεδιπλώνεται, όπως ο λωτός με τα αναρίθμητα πέταλα.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν "Ο Προφήτης, Ο κήπος του Προφήτη".

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Πώς να παραμείνετε νέοι.......

Μικρές, απλές ιδέες ...

  • Τα δάκρυα τυχαίνουν... Υπομείνετε, πενθήστε, και προχωρήστε παραπέρα. Το μόνο άτομο, που μένει μαζί μας για ολόκληρη τη ζωή μας είναι ο εαυτός μας. Να είστε ΖΩΝΤΑΝΤΟΙ ενόσω είστε εν ζωή. 



  • Photobucket
    1. Πετάξτε τους ασήμαντους αριθμούς .. Αυτό συμπεριλαμβάνει την ηλικία, το βάρος και το ύψος. Αφήστε τους γιατρούς να νοιάζονται γι'αυτά.  Γι'αυτό τους πληρώνετε άλλωστε. 
    2. Κρατήστε μόνον τους ευχάριστους φίλους.  Οι γκρινιάρηδες σας ρίχνουν. 
    3. Να μαθαίνετε συνεχώς! Μάθετε περισσότερα για τους υπολογιστές, τις τέχνες, την κηπουρική, ο,τιδήποτε, ακόμη και για το ραδιόφωνο.  Να μην αφήνετε ποτέ τον εγκέφαλο ανενεργό.  «Ένα ανενεργό μυαλό είναι το εργαστήρι του Διαβόλου».  Και το επίθετο του διαβόλου είναι Αλτζχάιμερ. 
    4. Απολαύστε τα απλά πράγματα. 
    5. Γελάτε συχνά, διαρκώς και δυνατά. Γελάστε μέχρι να σας κοπεί η ανάσα. 
    6. Περιβάλετε τον εαυτό σας με ό,τι αγαπάτε, είτε είναι η οικογένεια, τα κατοικίδια, η μουσική, τα φυτά, τα ενδιαφέροντά σας, ο,τιδήποτε. Το σπίτι σας είναι το καταφύγιό σας. 
    7. Να τιμάτε την υγεία σας : εάν είναι καλή, διατηρήστε την.  Εάν είναι ασταθής, βελτιώστε την. Εάν είναι πέραν της βελτιώσεως, ζητήστε βοήθεια. 
    8. Μην κάνετε βόλτες στην ενοχή. Κάντε μια βόλτα στα μαγαζιά, ακόμη και στον διπλανό νομό ή σε μια ξένη χώρα αλλά ΜΗΝ πηγαίνετε εκεί που βρίσκεται η ενοχή. 
    9. Πείτε στους ανθρώπους που αγαπάτε ότι τους αγαπάτε, σε κάθε ευκαιρία. 
    γιατί : 
    • η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά από τις στιγμές που μας κόβουν την ανάσα
    • το ταξίδι της ζωής δεν είναι για να φθάσουμε στον τάφοSexy Men MySpace Comment με ασφάλεια σ'ένα καλοδιατηρημένο σώμα, αλλά κυρίως για να ξεγλυστρούμε προς όλες τις πλευρές, πλήρως εξαντλημένοι, φωνάζοντας «...ρε γαμώτο.....τί βόλτα!».

    Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΦΙΛΟΣ.

    (Α) λλοιώνει το θυμό σου
    (Β) οηθάει όποτε και όταν τον χρειαστείς
    (Γ) αληνεύει τις ταραχές σου
    (Δ) ωρίζει ακατάπαυστα πράγματα και συναισθήματα
    (Ε) λευθερώνει αισθήματα αγάπης και χαράς
    (Ζ) ωντανεύει την ζωή σου
    (Ή) λιος είναι σε περιόδους θλίψεων
    (Θ) υσίες κάνει για να σ΄έχει στο πλευρό του
    (Ι) λαρότητα εκπέμπει όταν σε κοιτάει
    (Κ) ολυμπάει στις τρικυμίες της ζωής μαζί σου
    (Λ) ιώνει την μοναξιά απο την ζωή σου
    (Μ) οιράζεται τα όνειρα μαζί σου
    (Ν) ιώθει τον πόνο σου
    (Ξ) εχνάει την άσχημη συμπεριφορά σου
    (Ο) ραματίζεται την πληρότητα σου
    (Π) ροσφέρει την καρδιά του
    (Ρ) ωμαλαία σε υπερασπίζεται
    (Σ) υγχωρεί τα λάθη σου
    (Τ) ρέφει το πνεύμα σου
    (Υ) πολογίζει σε εσένα
    (Φ) ωνάζει όταν δεν θέλεις να ακούσεις
    (Χ) αίρεται όταν προοδεύεις
    (Ψ) ηλά κοιτά για να σε συναντήσει
    (Ω) ! φίλε της καρδιάς μου, πόσο στ΄ αλήθεια κοντά Στο Θεό κατοικείς ( ; ) !

    Η Τουρκοκρητικιά!!!!

    Εμεινε βουβή, σαν απολιθωμένη κι ύστερα έβγαλε απ' την τσέπη της τα 20 γρόσια που προορίζονταν για τον Μπεκίρ - Τσαούση και τάχωσε σε μια σχισμή του σακακιού μου, φεύγοντας τρεχάτη για να μη δω πως κι αυτή έκλαιγε...


    «Δε σου φαίνεται Γιαννιό πως κλαίει η χανούμισσα»; Κοίταξα κι εγώ με τρόπο, μα τι να δεις μέσα από ένα δάκτυλο που άφηνε ακάλυπτο το μαντίλι της χανούμισσας.
    Ητανε άνοιξη. Είχαμε κιόλας 7 μήνες αιχμάλωτοι. Εδώ και 2 μήνες είχανε αρχίσει να μας δίνουνε στους χωριάτες για δουλιά παίρνοντας 10 χάρτινα γρόσα απ' αυτούς. Κάθε πρωί στο Τάγμα σωστή αγορά. Εκατοντάδες χωριάτες ψάχνανε να βρούνε τον τεχνίτη ή τον εργάτη που θέλανε: Μαραγκό, χτίστη, σοφατζή. «Μαραγκός κημ - Σοφατζή κημ - Ντεμιρτζή κημ», χαλούσανε τον κόσμο με τις αγριοφωνάρες τους. Κι ο τεχνίτης που άκουγε την ειδικότητά του έβγαινε απ' τη γραμμή, κι αφού ο χωριάτης τον ρωτούσε να βεβαιωθεί ότι ήξερε καλά τη δουλιά. Κοίταζε κιόλας αν είναι δυνατός για να βγάλει πολλή δουλιά.
    Ποιος να γυρίσει να κοιτάξει εμάς, παιδιά μικρά κι αδύνατα; 16 χρονώ εγώ και 15 τ' Αντωνιό! Αυτοί ηθέλανε τεχνίτη ή εργάτη δυνατό που να βγάλει πολλές φορές το φαΐ που θα τον ταΐζανε.
    Ετσι πάντα πικραμένοι μέναμε με τ' Αντωνιό στο Τάγμα που σημαίνει: Αγγαρεία - πείνα και ξύλο!
    Με τ' Αντωνιό στο χωριό είμαστε γειτόνοι, στο «Βατζικάκι». Τα σπίτια μας απέναντι τ' όνα στ' άλλο, σχεδόν μια ηλικία και φίλοι. Αβγαλτο παιδί τ' Αντωνιό σαν έχασε τον πατέρα του στον «Μπαρτσόβα» δε χωρίστηκε από κοντά μου και σαν κατασταλάξαμε στο Σαλιχλή, πολλοί μας νόμιζαν αδέλφια.
    Πάντα μαζί κι ό,τι βρίσκαμε το μοιραζόμαστε. Επτά μήνες αιχμάλωτοι και δεν μπόρεσε να μάθει ούτε μια λέξη τουρκική για να μπορεί να συνεννοηθεί. Εγώ κουτσά - στραβά τα κατάφερνα!..
    Ισκιος μου λοιπόν τ' Αντωνιό! Με κρατούσε πάντα απ' το χέρι: «Καρντάς»; - (Αδελφός;) - ρωτούσανε οι Τούρκοι «Εβετ» - (μάλιστα) - απαντούσα.
    Ετσι κάθε πρωί μετά την «επιλογή» μέναμε πάντα στην ουρά πιασμένοι από το χέρι ως που να μας τις βρέξουνε οι μαφαζάδες. Κι άρχιζε μετά: Σκούπισμα το Τάγμα, τα κουβούσια, την αυλή και τους δρόμους του Σαλιχλή κι όχι λίγες φορές μαζί μ' αυτά και στον «Τμώλο» (βουνό του Σαλιχλή) - για ξύλα, με φαΐ μια κουτάλα «αλαμάν τσορμπασί» το πρωί και μια το βράδυ που για να το πάρεις έπρεπε να φας και το απαραίτητο ξύλο.
    Οταν το βράδυ γυρίζανε οι αιχμάλωτοι από τις ιδιωτικές δουλιές όλο και κάτι φέρνανε: λίγα πράσα - λίγες ελιές, κάνα κρεμμύδι που τ' αλλάζαν μ' ό,τι άλλο θέλανε...
    Κείνο όμως το πρωί τα πράγματα γίνανε κάπως αλλιώτικα, μαζί με τους χωριάτες ήτανε και μια τουρκάλα!.. Μαυροντυμένη, τυλιγμένο το κεφάλι της με μια μαντίλα, άφηνε μόνο μια σχισμή στα μάτια της όσο να βλέπει. Δε φώναζε αυτή, κοίταζε στα μάτια τους αιχμαλώτους σα να 'θελε να γνωρίσει κάποιον. Πέρασε κι από μας, μας κοίταξε... προχώρησε λίγο και ξαναγύρισε, μας ξανακοίταξε και μ' ένα κούνημα του χεριού μούγνεψε να βγω έξω απ' τη γραμμή. Βγήκα κρατώντας απ' το χέρι τ' Αντωνιό! Δε μίλησε, προχώρησε στην έξοδο που περίμενε ο Μπεκίρ - Τσαούσης να μας γράψει τα ονόματα, πέταξε 20 χάρτινα γρόσα στο τραπέζι και στάθηκε στην άκρη «Δημήτρη ογλού - Γιάννης Τσεσμέ», είπα για με, «Νικόλα - ογλού - Αντώνης Τσεσμέ», είπα και για τ' Αντωνιό. Μας ξανακοίταξε άλλη μια φορά η Τουρκάλα και τράβηξε προς το μέρος που 'χε δέσει ένα γαϊδουράκι, καβάλησε και τραβήξαμε για το χωριό!
    Μισή ώρα δρόμο χωρίς να γυρίσει να μας δει, χωρίς να μας πει μια λέξη ώσπου φθάσαμε στο Τσακάλκιοϊ.
    Ενα άθλιο χωριό καμιά εκατοστή σπίτια, καμένα τα πιο πολλά από την υποχώρηση, κι αυτά που μείνανε, χωρίς κεραμίδια, με σκεπές από καλάμια με λίγο «Γκερένι» από πάνω. Παντού ολοφάνερη η δυστυχία κι η φτώχεια. Λίγοι γέροι και γυναίκες περπατούσανε σκυφτοί και μας κοιτάζανε, καθώς περνούσαμε, σαν παράξενα ζώα.
    Φτάσαμε στην άκρη του χωριού σ' ένα χαμηλό σπιτάκι με μεγάλη αυλή και ξεροτρόχαλο τοίχο, η μισή χέρση κι η μισή φυτεμένη. Σκόρδα - κρεμμυδάκια - μαρούλια.
    Ξεπέζεψε η Τουρκάλα και μεις την ακολουθήσαμε μεσ' την αυλή. Αφήσαμε από ένα παλιοτσούβαλο πούχαμε, πάνω στον ξεροτρόχαλο τοίχο και περιμέναμε.
    Μπήκε η Τουρκάλα μέσα σ' ένα χαμηλό οντά και σε λίγο βγήκε κρατώντας μια τσάπα κι ένα φτυάρι, τ' άφησε στα πόδια μας και ξαναχάθηκε στον οντά. Πήραμε ο ένας στην τσάπα κι ο άλλος το φτυάρι και περιμέναμε μη ξέροντας τι θα κάνομε.
    Πέρασε κάμποση ώρα κι η χανούμ φάνηκε στην πόρτα, κρατούσε ένα «Σοφρά» και πάνω σ' αυτόν καμιά δεκαριά «Μπετζιρμέδες» - ψιλές πίτες που τις έχουν για ψωμί στα μέρη εκείνα. «Τσικελέκι» - τρίμματα αποβουτυρωμένου τυριού - ελιές και κρεμμυδάκια, έβαλε τον Σοφρά στην αυλή στον ήλιο και μας φώναξε: «Γκέλγεην ογλούμ» - Ελάτε, φάτε παιδιά μου. Ογλούμ; ακούσαμε καλά; 7 μήνες δεν ακούγαμε άλλο από Κιαφίρ Κιοπέκ - Γκιαούρ, που συνοδευόντανε πάντα από κλοτσιές και τώρα μια Τουρκάλα μας φώναζε: παιδιά μου!..
    Είχαμε πάψει να είμαστε άνθρωποι. Και ψυχικά και σωματικά πονούσαμε στην αρχή στο ξύλο και την κακομεταχείριση, ύστερα συνηθίσαμε. Μια συνήθεια ζώου που αδιαφορεί για όλα αρκεί να βρει κάτι να φάει. Η προσπάθεια του ζώου να κρατηθεί στη ζωή ήτανε το μόνο που μας απόμεινε.
    Η πίκρα, ο πόνος των πρώτων ημερών για τους δικούς μας π' αφήσαμε στην εκκλησιά του χωριού, στα χέρια των Τούρκων, γι' αυτούς που χαθήκανε στο δρόμο, η αλληλεγγύη μεταξύ μας, είχαν χαθεί πια. Τη θέση του ανθρώπου την είχε πάρει το ζώο! Ενα ζώο χωρίς οίκτο για τον άλλον, χωρίς δάκρυ για το δικό του πόνο! Κλέβαμε ο ένας τον άλλον και σπούσε τα μούτρα ο δυνατός του αδύνατου!
    Στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος...
    Και να, μια λέξη αυτής της άγνωστης Τουρκάλας «ογλούμ» έφτασε για να ξυπνήσει μέσα μας, ο άνθρωπος, που τον είχε ναρκώσει ο πόνος κι η πείνα. Θυμηθήκαμε με μιας τη μάνα, τ' αδέλφια, τι να γίνανε; Τον χαμένο πατέρα, ζει; Τους φίλους, τους χαμένους χωριανούς. Τα μάτια μας βουρκώσανε. Κάτσαμε στο φαΐ χωρίς όρεξη και μια ακαταμάχητη όρεξη να μιλήσουμε, να πούμε με τ' Αντωνιό για τα παλιά... Και λέγαμε και λέγαμε και τι δε λέγαμε... και τι δε θυμηθήκαμε... Για θυμήσου Αντωνιό το ξύλο που τρώγαμε με τα κουμπιά που κόβαμε απ' τα σακάκια για να παίζομε! Για θυμήσου Γιαννιό το ξύλο που φάγαμε απ' τον δάσκαλο για τις μυγδαλιές που κόψαμε απ' το περιβόλι του... Τάδε!.. Για θυμήσου Αντωνιό!.. Για θυμήσου Γιαννιό!.. Θυμηθήκαμε τις κουκουβάγιες που πιάναμε. Τις καρακαξοφωλιές, που για να μαζεύουμε σκίζαμε τα ρούχα μας... Ποιος έλεγε πιο καλά το «Ασπιλε» στην εκκλησιά. Το μουλάρι τ' Αντωνιού που δάγκωνε... και τι δε θυμηθήκαμε; και πάλι: Αραγε τι να 'γινε ο πατέρας μου Αντωνιό; Και μένα Γιαννιό; Τι να 'γιναν; αυτοί π' αφήσαμε στο χωριό;.. Και γελούσαμε και κλαίγαμε, πότε θυμούμενοι τους χαμένους δικούς μας και πότε καμιά μας παιδική διαβολιά. Με μια λέξη ξύπνησε μέσα μας ο άνθρωπος, το παιδί!..
    Και για το φαί, πολύ λίγη όρεξη!
    Η Τουρκάλα καθισμένη σε μια «μπαγκέτα» έπλεκε μ' ένα μπλε μίτο τη φτέρνα μιας κάλτσας. Για μια στιγμή τ' Αντωνιό γύρισε και την κοίταξε κι απέ μου 'πε. «Δε σου φαίνεται Γιαννιό πως κλαίει η χανούμισσα»; Δεν μπόρεσα να δω μέσ' απ' τη χαραμάδα π' άφηνε το μαντίλι μπρος απ' τα μάτια της. Ισως και να 'κλαιγε. Τι καλό είχανε κι αυτοί; Καμένες πόλεις και χωριά, φτώχεια, δυστυχία, και χαμένους δικούς τους.
    Η δουλιά ήτανε ν' ανοίξομε ένα μεγάλο λάκκο για βόθρο. Το χώμα σκληρό και τα χέρια μας αδύνατα πονούσανε. Κι η Τουρκάλα όλο: Γιαβάς - Γιαβάς ογλούμ - ουσούλ - ουσούλ. Μα εμείς θέλαμε να την ευχαριστήσουμε γιατί ήτανε καλή και για να μας πάρει κι αύριο. Δουλιά είχε πολλή ως να τελειώσει ο λάκκος.
    Το μεσημέρι τραχανά με πολλές κόκκινες πιπεριές μέσα, και το βράδυ πνηγούρι «τσικελέκι» και πίτες. Κι όταν μας πήρε να γυρίσομε στο Τάγμα μας έδωσε κάμποσες πίτες κι ελιές... Αύριο, μας είπε, να 'σαστε κοντά στην πόρτα να μην ψάχνω να σας βρω, έτσι; Μας χάιδεψε τα μαλλιά και μπήκαμε στο Τάγμα.
    Θέλαμε να πούμε τη χαρά μας, σε κάποιον! Να του πούμε πως σ' ένα χωριό του Σαλιχλή βρήκαμε έναν άνθρωπο! Μια Τουρκάλα που όχι μόνο δε μας έδειρε αλλά μας είπε και παιδιά της! Μα σε ποιον να το πούμε; Μέσα σ' εκείνη την απέραντη καμένη φάμπρικα ένα κοπάδι χαμένοι άνθρωποι ένα μονάχα τους ενδιαφέρει. Να κρατηθούνε στη ζωή με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, κλέβοντας τους συναιχμαλώτους τους από ό,τι είχανε φαγώσιμο και να βρούνε αφορμή για ξύλο!.. Σε ποιον θα μιλούσαμε;
    Απ' τους 16 χωριανούς που είμαστε στην αρχή στο Τάγμα μείναμε εγώ και τ' Αντωνιό. Οι άλλοι είχανε «πεθάνει»!..
    Το πρωί πρώτοι στην παράταξη κοντά στην πόρτα, είδαμε την Τουρκάλα να περιμένει μαζί με τους άλλους χωριάτες. Μας είδε κι αυτή. Είχαμε τη χαρά που νιώθει κανείς σαν δει κάποιον δικό του, ένα φίλο! Σαν άνοιξε η πόρτα, ήρθε και μας πήρε από το χέρι... και η ίδια πάλι διαδικασία: 20 γρόσα στο τραπέζι του Μπεκίρ - Τσαούση γράψιμο τα τουρκοποιημένα ονόματά μας και δρόμο για το Τσακάλκιοϊ.

    Οχτώ μέρες κράτησε αυτή η δουλιά. Ανοίξαμε το λάκκο, βάλαμε κιούγκια για να τρέχουνε τα βρόμικα νερά, σκάψαμε και την υπόλοιπη αυλή και την τελευταία μέρα σχεδόν δεν είχαμε τι να κάνομε. Πετάξαμε λίγα ζεμπίλια χαλίκια που μείνανε στην αυλή και σε μια ώρα είμαστε έτοιμοι.
    «Τώρα κάτσετε να ξεκουραστείτε, να σας δω και να με δείτε, μας είπε» Ελληνικά!.. Τα χάσαμε!.. Οχτώ μέρες ήτανε τόσο καλή αλλά και τόσο λιγομίλητη μαζί μας που τα πιο πολλά που 'θελε να μας πει τα 'λεγε με νοήματα!.. Κι ήξερε Ελληνικά;.. Αφωνοι εγώ και τ' Αντωνιό την κοιτάζαμε σαν χαμένοι. Μήπως είπαμε σ' αυτές τις οχτώ μέρες τίποτε κακό;
    Πολλές φορές στον πόνο μας τα βάλαμε και με το «Μουχαμέτη τους». Η χανούμ σα να κατάλαβε τη σκέψη μας και πιο γλυκά από κάθε άλλη φορά συνέχισε Ελληνικά:
    - Ελάτε, μη φοβάστε, δεν είπατε τίποτε κακό... μα και να πάτε...
    Μας πήρες από το χέρι, μας έβαλε να κάτσομε στο σκαλοπάτι κι αυτή κοντά μας στο σκαμνάκι.
    - Εσένα σε λένε Γιάννη και σένα Αντώνη... καημένα παιδιά!.. Από πού είσαστε; Εχετε μάνα, πατέρα, αδέλφια; Πώς και πού πιαστήκατε αιχμάλωτοι; Είχατε πάει τόσο μικροί στο στρατό;
    Τα δάκρυα μας πνίξανε, η θύμηση της χαμένης μάνας, των αδελφών π' αφήσαμε στο χωριό, τον χαμένο πατέρα που χάσαμε στο δρόμο ήρθε πάλι στο νου μας... Της διηγηθήκαμε το δράμα μας από το χωριό μέχρι το μακρινό Σαλιχλή!.. Τους φόβους μας γι' αυτούς... για τη ζωή μας μέσα στο τάγμα... Και λέγαμε... και λέγαμε!.. Η Τουρκάλα έκλαιγε μαζί μας! Χωρίς μαντίλι βλέπαμε για πρώτη φορά το πρόσωπό της, ένα πρόσωπο χαραγμένο από βαθιές ρυτίδες, που το γέμισε περισσότερο ο πόνος παρά τα χρόνια...
    Μας είπε κι αυτή τα δικά της: Ητανε Κρητικιά. Ενας προηγούμενος πόλεμος τους έριξε από την Κρήτη στις άγονες πλαγιές του «Τμώλου». Πέντε πρόσωπα ήτανε στην αρχή η φαμίλια της. Πατέρας, μάνα, 2 αγόρια και μια μικρούλα η «Γκιουλέ» που πέθανε δυο χρόνια μετά από ελονοσία!.. Την ακολούθησε ο πατέρας. Το πήρε κατάκαρδα που κατάντησε «Ματζούρης», μακριά από κει που γεννήθηκε. Εμεινε αυτή με τα δυο αγόρια, τον «Πετσέτ» που χάθηκε στον πόλεμο και τον πιο μικρό, τον «Αλή» που σκοτώθηκε σε μια μάχη Ελλήνων Χωροφυλάκων και Τσέτηδων του Κορ - Μουσταφά που είχε επιστρατεύση με το ζόρι όλα τα τουρκόπουλα! Μόνο 19 χρονών ήτανε ο άμοιρος «Αλής», θρηνούσε η άτυχη Μάνα!.. «Εσείς θα βρείτε τους δικούς σας! Να μου το θυμηθείτε!.. Μην κλαίτε... θα αγκαλιάσετε πάλι και θα φιλήσετε τη Μάνα σας, τον πατέρα σας, τ' αδέλφια σας!.. Εγώ όμως ποιον περιμένω; Ωσπου να τελειώσει ο πόλεμος περίμενα τον Πετσέτ, τώρα ποιον περιμένω; Είμαι μόνη, μόνη!.. Θρηνούσε η άμοιρη γυναίκα...
    Κουβαλούσε ξύλα απ' τον Τμώλο και τα πουλούσε στο Σαλιχλή για να ζήσει! «Θα σας κρατούσα κι άλλο αλλά δεν έχω άλλα λεφτά να δώσω! Μόλις μαζέψω 20 γρόσια θάρθω να σας πάρω καμιά μέρα. Είσαστε καλά παιδιά και θα σας προστατέψει ο Χριστός σας και ο Αλλάχ... θα το δείτε!.. Και να με θυμόσαστε!».
    Τη θυμάμαι πάντα την καλή Τουρκοκρητικιά - αν πέθανε θεός σχωρέστηνε - αλλά η προφητεία της δε βγήκε ολότελα σωστή. Εγώ είχα την τύχη να φιλήσω και να με φιλήσουν οι δικοί μου, μα τ' Αντωνιό; το άμοιρο Αντωνιό, ο αξέχαστός μου φίλος πέθανε σε λίγο από εξανθηματικό, αφήνοντάς με μόνο στην κόλαση του Σαλιχλή.
    Είχαν περάσει πάνω κάτω δεκαπέντε μέρες απ' το θάνατο τ' Αντωνιού! Κουρέλι ψυχικά και σωματικά, γύριζα μέσα στο Τάγμα σαν αδέσποτο σκυλί.
    Ημουνα τόσο αδύνατος που και οι άπονοι σε όλα μαφαζάδες έπαψαν να με χτυπούν!.. Ο χαμός του φίλου μου μ' έκανε να χάσω ολότελα το θάρρος μου!.. Η ζωή ήταν φρικτή! Αβάσταχτη.
    Δεν έβγαινα πια κάθε πρωί στη γραμμή για την επιλογή από τους χωριάτες. Περίμενα να τελειώσουν και μετά μαζί μ' αυτούς πούμειναν ξεχυνόμαστε στο Σαλιχλή για αγγαρείες. Περίμενα σαν κάτι αναπόφευκτο το θάνατο, χωρίς φόβο!..
    Ενα πρωί καθόμουνα όπως πάντα και ψειριζόμουνα στον ήλιο περιμένοντας να τελειώσει η επιλογή, όταν ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Σήκωσα τα μάτια μου, ήταν η Τουρκάλα!.. Σηκώθηκα. Σήμερα, μου λέει, ήρθα να σας πάρω να φάμε μαζί!.. Δε θα δουλέψετε... Σήμερα είναι το μεγάλο σας «Μπαΐράμι», είναι το Πάσχα σας! Πού είναι τ' Αντωνιό; Δεν μπορούσα να μιλήσω... Πού είναι τ' Αντωνιό; με ξαναρώτησε πιο δυνατά και σαν κάτι να κατάλαβε απ' τη σιωπή μου μ' έπιασε από τους ώμους και με κούνησε για να συνέλθω, ενώ μ' ερωτούσε μ' αγωνία: «Γιαννιό, πού είναι τ' Αντωνιό;»... Πέθανε μπόρεσα να ψελλίσω ενώ με πέρναν τα κλάματα!

    Όσοι Αγαπούν Αληθινά Νίκος Κουρουπάκης.


    Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης
    Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης
    Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Κουρουπάκης


    Μη βάζεις λόγια στο φιλί
    μη βάζεις λόγια στο φιλί
    και μην το συζητάς.

    Όσοι αγαπούν αληθινά
    σμίγουν τα χείλη και μιλούν
    τα λόγια της καρδιάς.

    Κι όσο μακριά με πάει το φιλί
    δε θέλω να γυρίσω.
    Παίρνει φωτιά το πέλαγος
    και ‘γω ή θα καώ ή θα σβήσω.

    Με της αγάπης τη φωνή
    αυτή την κοφτερή σιωπή
    έτσι όπως με τρυπάς

    Στη δίψα του καλοκαιριού
    βρέχεις νεράκι την ψυχή
    βαθιά σαν τριγυρνάς

    Κι όσο μακριά με πάει το φιλί
    δε θέλω να γυρίσω.
    Παίρνει φωτιά το πέλαγος
    και ‘γω ή θα καώ ή θα σβήσω.

    Συνολικές προβολές σελίδας

    Ο Καιρός.

    ....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

    me