Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Αφιέρωμα '' ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ''

Η νησίδα Σπιναλόγκα (από τις λατινικές λέξεις spina = άκανθα και longa = μακριά) βρίσκεται στην είσοδο του κόλπου της Ελούντας και στο βόρειο μέρος του κόλπου Μιράμπελο. Ο θρύλος λέει ότι η νησίδα πήρε το όνομά της από την ξακουσμένη Αρχοντοπούλα Λόγκα που έμενε μέσα στο φρούριο. Η βραχονησίδα έχει έκτασή 85 στρέμματα και το ύψος της 53 μέτρα, ενώ η ελληνική της ονομασία είναι Καλυδωνία. Κατά την αρχαιότητα, εκεί υπήρχε το φρούριο των Ολουνιτών, το οποίο είχε χτιστεί προκειμένου να προστατεύει το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Το 1579 χτίστηκε από τους Βενετούς ένα ισχυρό φρούριο, πάνω στα ερείπια του αρχαίου φρουρίου, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος. Το φρούριο αυτό ήταν ένα από τα σπουδαιότερα φρούρια του νησιού και θεωρούνταν απόρθητο. Παρέμεινε στην κυριαρχία των Βενετών και μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, το 1669. Την περίοδο αυτή χτίστηκαν εκεί και οι εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου. Την περίοδο του κρητικού πολέμου (1645-1669) η Σπιναλόγκα αποτέλεσε καταφύγιο των προσφύγων και των επαναστατών, των λεγόμενων χαΐνιδων, οι οποίοι έχοντας σαν βάση τους τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους. Η νησίδα της Σπιναλόγκας ήταν το τελευταίο σημείο της μεγαλονήσου που κατάφεραν να καταλάβουν οι Οθωμανοί, μόλις το 1715. Από την περίοδο αυτή και μετά εξελίχθηκε σε ένα αμιγώς οικιστικό κέντρο. Υπολογίζεται ότι το 1834 κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα 80 οικογένειες ενώ το 1881, 227. Σήμερα σώζονται αρκετά κτίσματα από την περίοδο αυτή, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι διώροφες οικίες περιτοιχισμένες από υψηλούς μαντρότοιχους, και εμπορικά καταστήματα με μεγάλες μαγαζόπορτες και τζαμωτά ανοίγματα. Το 1903, με απόφαση της Κρητικής Πολιτείας, ορίστηκε ως τόπος διαμονής των λεπρών της Κρήτης, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν αποτέλεσε τον τόπα απομόνωσης όλων των λεπρών της χώρας. Το Λεπροκομείο που ιδρύθηκε στη Σπιναλόγκα και λειτούργησε μέχρι το 1957, διέθετε διευθυντή ιατρό, νοσηλευτικό προσωπικό, επιστάτη, καθαριστές, οικονομική υπηρεσία και ιερέα. Οι άρρωστοι κατοίκησαν στα κτίρια του τουρκικού οικισμού, αλλά και σε σύγχρονα κτίρια που κατασκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του ΄30. Μεγάλα τμήματα του βενετικού τείχους καταστράφηκαν, το 1939, με δυναμίτιδα προκειμένου να ανοιχθεί ο περιμετρικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα στη νησίδα. Σήμερα, ο επισκέπτης μπορεί να βρεθεί στη νησίδα της Σπιναλόγκας με καραβάκια που φεύγουν από τον Άγιο Νικόλαο, το χωριό της Ελούντας και τον παραλιακό οικισμό της Πλάκας. Ο τελευταίος πιθανολογείται ότι χτίστηκε από μερικούς κατοίκους της περιοχής μετά την ίδρυση του Λεπροκομείου, καθώς η παραλία της Πλάκας ήταν το σημείο απ' όπου περνούσαν τους λεπρούς απέναντι, στο νησί.

Η καθημερινή ζωή των χανσενικών στην Σπιναλόγκα

Οι ασθενείς στην Σπιναλόγκα δικαιούνταν ένα μικρό επίδομα μηνιαίως, που συχνά δεν κάλυπτε τη διατροφή και τα φάρμακά τους. Ηταν μια περίοδος που το ελληνικό κράτος τυραννιόταν από διαδοχικούς πολέμους (Μακεδονικός, Βαλκανικοί, Α’ & Β’ Παγκόσμιοι, Εμφύλιος). Συνεπώς η Ελλάδα προσπαθούσε με δυσκολία να σταθεί οικονομικά στα πόδια της, γεγονός που δυσχέραινε τη θέση των χανσενικών στη Σπιναλόγκα. Οι συνθήκες ζωής των χανσενικών ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Αναφορές μάλιστα λεπρών μιλάνε για εξαθλίωση.
Η σημαντική αλλαγή ήρθε τη δεκαετία του 1930 όταν στην Σπιναλόγκα μεταφέρθηκε ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. Ο Ρεμουνδάκης, που ήταν τριτοετής φοιτητής της Νομικής όταν αρρώστησε, φαίνεται πως ήταν ο άνθρωπος που περιμένανε οι υπόλοιποι μέχρι τότε για να διεκδικήσουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής.
«Ημασταν μαζί. Ηταν σπουδαίος άνθρωπος και η φοβερή αρρώστια τον είχε καταδικάσει σε τύφλωση και αποκοπή του χεριού...» Μανόλης Φουντουλάκης.


«Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Αφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο». Επ. Ρεμουνδάκης
Έτσι τα σπίτια στην Σπιναλόγκα ασβεστώθηκαν μετά από πολλά χρόνια, άνοιξε ο περιμετρικός δρόμος, συστάθηκε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών χώρων, έχτισαν θέατρο, κινηματογράφο και από τα μεγάφωνα του δρόμου ακουγόταν συνεχώς κλασική μουσική.
λεπροι στη σπιναλόγκαΑνθρωποι ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στη Σπιναλόγκα. Εκαναν παιδιά, που μερικά από αυτά μεγάλωσαν μαζί τους χωρίς να αρρωστήσουν ποτέ.
Φρόντιζαν ο ένας τον άλλο, έκαναν όποια δουλειά μπορούσαν για να καλυτερέψουν τη ζωή τους, λειτουργούσαν δικό τους καφενείο και κουρείο, είχαν την εκκλησία τους τον Αγιο Παντελεήμονα, όπου λειτουργούσε ένας γενναίος ιερέας που χωρίς να είναι άρρωστος δέχτηκε εθελοντικά να μοιραστεί τη ζωή του με αυτή των εξόριστων λεπρών.
Η «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας» που ίδρυσε ο Ρεμουνδάκης έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Η ζωή στο νησί των λεπρών άρχισε να θυμίζει κάτι από αυτή που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στα σπίτια τους για να μεταφερθούν στη Σπιναλόγκα.
Από το 1948 και μετά ο αριθμός των λεπρών στη Σπιναλόγκα άρχισε να μειώνεται γιατί τότε ανακαλύφθηκε το πρώτο φάρμακο κατά της φρικτής αυτής αρρώστειας.
Το Λεπροκομείο έμεινε ανοιχτό μέχρι το 1957, οπότε οι τελευταίοι 20 ασθενείς μεταφέρθηκαν σε λεπροκομείο στην Αθήνα. Στο μεταξύ πολλοί είχαν θεραπευτεί και επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Από τότε και στο εξής η Σπιναλόγκα εγκαταλείπεται και λεηλατείται, ενώ πολλά αρχιτεκτονικά μέλη των οικοδομών της στολίζουν τα πολυτελή ξενοδοχεία της περιοχής της Ελούντας.

 Η λέπρα ή νόσος του Χάνσεν

Η νόσος του Χάνσεν εξακολουθεί να ταλαιπωρεί ακόμα και σήμερα τους ανθρώπους. Σε πολλές χώρες, όπως η Ελλάδα, η νόσος έχει εξαφανιστεί, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο στην Ινδία, στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική.
Το 2001 νόσησαν από λέπρα 763.000 άνθρωποι, κυρίως στη νοτιο-ανατολική Ασία (668.000), ενώ ο αριθμός νέων περιστατικών μειώθηκε σε 300.000 το 2005.
Η λέπρα οφείλεται στο Μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (mycobacterium leprae), που είναι  συγγενικό με το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Ο μικροοργανισμός αυτός ανακαλύφθηκε από τον γιατρό G.A.Hansen το 1873, γι αυτό και η λέπρα λέγεται επίσημα Νόσος του Χάνσεν.
Η νόσος είναι μεταδοτική όταν υπάρχει συχνή επαφή με ασθενή, αλλά το μεγαλύτερο μέρος (95%) του πληθυσμού έχει φυσική ανοσία.
Σήμερα υπάρχουν φάρμακα που θεραπεύουν τη λέπρα και όσοι κάνουν την κατάλληλη θεραπεία μπορούν να έχουν μια κανονική ζωή χωρίς να μεταδίδουν την ασθένεια. Ωστόσο η λέξη «λεπρός» εξακολουθεί να αποτελεί κοινωνικό στίγμα και είναι ένας από τους κύριους λόγους που κάποιοι ασθενείς δεν αναζητούν ιατρική βοήθεια στα πρώτα στάδια της ασθένειας.
Η Σπιναλόγκα και η λέπρα. Τι είναι Τι την προκαλεί; Ακούγοντας για λέπρα, το πρώτο που ίσως μας έρθει στο νου είναι παραμορφωμένα πρόσωπα και απομόνωση των αρρώστων σε καλύβες κάπου μέσα στο δάσος, από φόβο μην "κολλήσουν" κι άλλοι. Τάδε έφη η σειρά «Το Νησί» του Mega. Τι είναι όμως η λέπρα;

Λέγεται και λώβη ή λώβα. Υπήρχε στην Αίγυπτο και στις Ινδίες το 1.500 π.Χ. Ήταν αρρώστια γνωστή στους Έλληνες και στους Άραβες.

Μεταφέρθηκε στην Ευρώπη απ' τα ρωμαϊκό στρατεύματα, ξαπλώθηκε όμως επικίνδυνα στην εποχή των σταυροφοριών, οπότε, και πολλοί ευγενείς που είχαν λέπρα ζούσαν ελεύθερα κυρίως στους Άγιους Τόπους.

Τι είναι όμως πραγματικά η λέπρα;

Η λέπρα, αλλιώς ασθένεια του Χάνσεν, είναι μια ασθένεια που προσβάλει το δέρμα και τα νεύρα που βρίσκονται σ' αυτό. Το όνομα της η ασθένεια αυτή, το πήρε από την ελληνική λέξη λεπρός που έχει σχέση με τις αλλαγές που προκαλεί η λέπρα στο δέρμα των ασθενών (ξεφλουδίσματα σαν τα λέπια)

Τα νεύρα απονεκρώνονται, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να χάνουν την αίσθηση του κρύου, της ζέστης και του πόνου στο δέρμα. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο, αφού ασθενείς που πάσχουν από λέπρα πολλές φορές τραυματίζονται χωρίς να το καταλάβουν (αφού δεν νιώθουν πόνο) και έτσι η πληγή κινδυνεύει να μολυνθεί εάν δεν τη φροντίσουν έγκαιρα!

Από έργα ή και βιβλία, αυτό που πιθανότατα να σας έμεινε στη μνήμη για τη λέπρα, είναι πως κάνει τους ανθρώπους άσχημους και τρομακτικούς εξωτερικά.

Ως ένα σημείο αυτό είναι αλήθεια. Το πιο έντονο χαρακτηριστικό της λέπρας είναι η αλλοίωση του δέρματος. Στα αρχικά στάδια σχηματίζονται στο δέρμα μεγάλες κηλίδες κοκκινωπού (στους "ασπρόδερμους" από μας) ή λευκού (στους "σκουρόδερμους" από μας) χρώματος. Οι ασθενείς δεν νιώθουν τίποτε στα σημεία αυτά του δέρματος.

Αν η λέπρα δεν αντιμετωπιστεί σ' αυτό το στάδιο και προχωρήσει, οι κηλίδες αυτές μπορεί να διογκωθούν και στη χειρότερη των περιπτώσεων σχηματίζονται σε όλο το δέρμα μικρoί κόμποι και διογκώσεις.

Οι διογκώσεις και τα στίγματα στο κεφάλι το κάνουν να μοιάζει με κεφάλι λιονταριού (στα λατινικά facies leonina)! Αυτό μπορείτε να το δείτε πιο πάνω στην πρώτη φωτογραφία!

Ο θάνατος δεν προκαλείται από την ίδια την ασθένεια αλλά από μολύνσεις που μπορεί να πάθει ένας ασθενής λόγω της λέπρας.

Τι την προκαλεί;

Η λέπρα προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (mycobacterium leprae). Το βακτηρίδιο αυτό ανακαλύφτηκε από τον Γιατρό G.A.Hansen το 1873.

Το ότι το βακτηρίδιο μεταδίδεται από τον ένα άνθρωπο στον άλλο είναι γνωστό αφού παλαιότερα υπήρξαν σε διάφορες χώρες παγκόσμια, μεγάλες επιδημίες λέπρας που είχαν σαν αποτέλεσμα τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων.

Το πώς αυτό το βακτηρίδιο μεταφέρεται από τον ένα άνθρωπο στον άλλο παραμένει όμως άγνωστο! Προς το παρόν οι επιστήμονες πιστεύουν πως μπορεί να μεταδοθεί όταν υπάρχει στενή και συχνή επαφή ενός ατόμου με ένα άρρωστο.

Πώς αντιμετωπίζεται;

Μετά από όλες αυτές τις πληροφορίες είναι καλά να ξέρουμε κιόλας πως η λέπρα... μπορεί να θεραπευτεί! Ουφφ... (Ανακούφιση!).

Προβληματική είναι η θεραπεία της λέπρας όμως σε χώρες του τρίτου κόσμου, αφού εκεί η φαρμακευτική φροντίδα δεν είναι επαρκής και συχνά δεν υπάρχουν τα απαραίτητα αντιβιοτικά που απαιτούνται για τη θεραπεία.





Για την Σπιναλόγκα έχουν γράψει στο παρελθόν, πριν την Βικτόρια Χίσλοπ, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που δημοσίευσε το 1914 την Άρρωστη Πολιτεία της αφηγούμενη μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στο νησί, και ο Θέμος Κορνάρος, που το 1933 έδωσε στον έξω κόσμο τη δική του καταγγελτική μαρτυρία με τον τίτλο Σπιναλόγκα.
Τα κείμενα αυτά μόλις επανακυκλοφόρησαν σε ένα τόμο από τον Καστανιώτη με τον τίτλο «Θέμος Κορνάρος - Γαλάτεια Καζαντζάκη. Το νησί των σημαδεμένων - Η άρρωστη πολιτεία».
Επίσης στο παρελθόν υπήρξαν και δύο ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ για την Σπιναλόγκα.
Το 1967, ο νεαρός τότε, και πασίγνωστος σήμερα σκηνοθέτης Werner Herzog, γύρισε ένα πειραματικό 12λεπτο ντοκιμαντέρ το Letzte Worte, με θέμα τον καλύτερο λυράρη της Κρήτης που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Σπιναλόγκα, και όταν αυτή καταργήθηκε και έφυγαν από εκεί όλοι οι λεπροί, εκείνος έμεινε μόνος στο νησί αρνούμενος να γυρίσει πίσω . Με αυτό το ντοκυμαντέρ κέρδισε το μεγαλύτερο βραβείο του Oberhausen Film Festival.


ΠΡΟΣΕΥΧΗ Χάρις Αλεξίου


Στίχοι: Χαρούλα Αλεξίου
Μουσική: Χαρούλα Αλεξίου
Πρώτη εκτέλεση: Χαρούλα Αλεξίου


Δώσ' μου ένα σύνορο να περπατώ
Δώσ' μου ένα όνομα να μη χαθώ
Δώσ' μου ένα όνειρο να κρατηθώ
Δώσ' μου ένα όραμα ν'αντισταθώ

Δώσ' μου ένα παιδί να εξομολογηθώ
Δώσ' μου ένα φιλί να πλύνω το κακό
Ξύπνησέ με το πρωί μ'ένα σκοπό
Που να λέει χαλάλι στη ζωή που ζω

Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ-Δε μιλώ για μια νύχτα εγώ




Λοιπόν εδώ είναι το κορμί
λοιπόν εδώ είναι η βραδιά
κάνε τη θάλασσα γραμμή
να περπατήσει η καρδιά
λοιπόν εδώ είναι η στιγμή
λοιπόν εδώ είναι ό,τι αγαπάς
κάνε τον ουρανό γυαλί
μέχρι τ`αστέρια να με πας.

Όχι δε μιλώ για μια νύχτα εγώ
δε μιλώ για ένα βράδυ εγώ
δε μιλώ για ένα χάδι εγώ
για όλη τη ζωή μας εγώ μιλώ.

Όχι δε μιλώ για μια νύχτα εγώ
δε μιλώ για ένα βράδυ εγώ
δε μιλώ για ένα χάδι εγώ
για όλη τη ζωή μας σου μιλώ.

Για μια ολόκληρη ζωή
για μια ολόκληρη χαρά
γι`αυτό γεννιέται το κορμί
γι αυτό ανασταίνεται η καρδιά
για μια δικιά μας αστραπή
μέσα στον ξένο ουρανό
γι αυτό το λίγο που διαρκεί
για την αγάπη σου μιλώ. 
Στίχοι: Μωραΐτης Νίκος
Μουσική: Παραδοσιακό
Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη

''κάθε πέτρα και μια στγμή''

 «Πέτρα ή πιο επιστημονικά πέτρωμα. Υλικό από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης
Μάζευε από μικρός πέτρες ο Αλέξης. Δεν ήταν τυχαίο που ακολούθησε την καριέρα του Μεταλλειολόγου. Είχε τόσες πολλές που είχε γεμίσει όλο το υπόγειο.  Άλλες βρίσκονταν διάσπαρτες μέσα στο σπίτι. Μικρές, μεγάλες, με στρογγυλάδες, ακανόνιστες, καφέ, γκρι, σε κάθε του εξόρμηση   επαγγελματική ή μη, όλο και θα μάζευε μερικές. Ειδικά όταν ήταν μαζί με τη Στέλλα. Κάθε μια και ένα αποδεικτικό στοιχείο από μια  τους Στιγμή. Σήμερα  όμως ξύπνησε κάπως. Όλη αυτή τη περίοδο ξυπνάει κάπως. Κατέβηκε στο υπόγειο και κινήθηκε στο σκοτάδι. Το αναμμένο τσιγάρο έμοιαζε με πυγολαμπίδα.
Άναψε το φως. Μέτρησε  τα κιβώτια. Σε κάθε  κιβώτιο τόσες πέτρες. Κάθε πέτρα τόσες Στιγμές.
Κάθε  πέτρα και μια Στιγμή.
Κάθε Στιγμή βαριά  σαν Πέτρα.

Antimatter "Epitaph" official video clip

Paint me a room where I can dream
Dream of a world that I used to see
Paint me a window, soft and defined
And flood yellow light
Through the open blinds
It's somewhere, hidden from view
A portrait, an epitaph...

???????

1. Ποιος και ποτέ ενημέρωσε τον Ταρζάν ότι τον λένε έτσι;
2. Τι σκατά σημαίνει επιτέλους Ζαβαρακατρανέμια;
3. Μπορεί κάποιος να αποφασίσει οριστικά ότι είναι αναποφάσιστος;
4. Θα είχε διαφορά αν αντί να τραβάει κανείς ένα ζόρι, το έσπρωχνε;
5. Όταν κάποιος με μανία καταδιώξεως, καταδιώκεται πραγματικά, λέμε ότι θεραπεύτηκε;
6. Γιατί τα ντουλάπια στα αστυνομικά τμήματα έχουν κλειδαριές;
7. Οι γοργόνες κάνουν απολέπιση;
8. Τα ΑΤΜ γιορτάζουν της Αναλήψεως;
9. Πώς λέγεται ένα αγριογούρουνο όταν είναι ήρεμο;
10. Ο ΤΕΝ-ΤΕΝ δε θα έπρεπε να λέγεται TWENTY;
12. Γιατί λέγονται πολυ-θρόνες αφού κάθεται μόνο ένας;
13. Το @ σε τι ακριβώς μοιάζει με το παπάκι;
14. Αυτός που βρίσκεται παγιδευμένος ανάμεσα στον ‘γκρεμό’ και στο ‘ρέμα’, έφτασε εκεί κολυμπώντας ή σκαρφαλώνοντας;
15. Αυτό το διαφανές-περιτύλιγμα-με-τις-φουσκάλες-που-κάνουν-τσούκου-τσούκου-και-κάθονται-όλοι-και-τις-σπάνε-σαν-υπνωτισμένοι, ξέρει κανένας πως λέγεται με μία λέξη;
16. Γιατί οι αριθμοί στο κομπιουτεράκι είναι τοποθετημένοι ανάποδα σε σχέση με τους αριθμούς στα τηλέφωνα;
17. Από τι υλικό είναι φτιαγμένο το πελεκούδι και καίγεται συνέχεια;
18. Γιατί ο Donald Duck όταν βγαίνει από το μπάνιο φοράει πετσέτα ενώ κυκλοφορεί τις υπόλοιπες ώρες χωρίς παντελόνι;
19. Με ποια ακριβώς επιχειρήματα έπεισε ο Νώε τα ψάρια να αφήσουν το νερό καινα μπουν στην κιβωτό;
20. Στην ερώτηση “θέλετε να γίνετε δωρητής οργάνων” η απάντηση “πάρτε τα @ρχίδι@ μου”, θεωρείται θετική ή αρνητική;;;;

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Αναζητώντας την Αγάπη......

Ήταν που λες μια φορά ένα κοριτσάκι. Ούτε όμορφο,
ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο
κοριτσάκι ήτανε,που θα έμοιαζε μ' όλα τα άλλα, αν δεν είχε
μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε από
το σπίτι της και πήγαινε και στεκότανε στις παρυφές του

δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα πνεύματα του
δάσους που πήγαιναν να πιούν νερό. Περνούσαν που λέτε 
πανέμορφοι πρίγκηπες και ιππότες ,νεράιδες και ξωτικά.
Το κοριτσάκι ένιωθε πως με όλους έμοιαζε λιγάκι, πως όλοι
τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τους
σταματούσε όλους, τους κοίταζε στα μάτια και ρωτούσε:
- Μπορείς να μ' αγαπάς; Οι πιο πολλοί γελούσαν. Άλλοι δεν
έμπαιναν καν στον κόπο να απαντήσουν. Και άλλοι της
έλεγαν:Δεν έχω χρόνο ή δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς.
Αυτό γινόταν κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα,
ώσπου μια μέρα,το κοριτσάκι ξαναρώτησε κ'ένας πρίγκηπας
χαμογέλασε και του είπε:- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.
- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου, όμως, τι θα πει ν' αγαπη-
θούμε;- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να
καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν' αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα
θα πει να κοιταζόμαστε στα μάτια. Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια
για μερόνυχτα.- Τώρα αγαπιόμαστε; - Όχι βέβαια. Αλίμονο αν
ήταν τόσο απλό.Ν' αγαπηθούμε θα πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενοι!- Τι ωραίο
να σ' αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε; - Όχι ακόμα. Γιατί
ν' αγαπηθούμε θα πει να 'χουμε και κάτι ο ένας απ' τον άλλον.
Δώσε μου λίγο απ’τα πλούσια μαλλιά σου κι εγώ θα σου δώσω
από το γαλάζιο των ματιών μου. Κι έκαναν έτσι. Ο πρίγκηπας
πρόβαρε τα κατάμαυρα μαλλιά του κοριτσιού κ'ύστερα
της χάρισε το πιο όμορφο γαλάζιο των ματιών του.- Τώρα
αγαπιόμαστε; - Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο.
Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να
τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα,
με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί
την αχτίδα.- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεεεεεεεε... ωπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε; - Τώρα!

Και που λέτε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε
και ξεκίνησαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει βροχή, γλυκιά
σα μέλι.Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους. ‘Ετρεχαν δε με τέτοια
ταχύτητα που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ' αστέρια - έγιναν
ένα. Κι ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό, που
όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλω-
θούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ' τα
σύννεφα. Και πέρασε καιρός. Να 'τανε χρόνια,να 'τανε ένα
λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο
χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο πρίγκηπας ψιθύρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί.Μπορεί να ζαλίστηκα
απ' το τρέξιμο. Θα 'θελα να γυρίσω πίσω. -Κουράστηκες;
Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως
που μας κουβαλάει.Δεν είναι κουραστικό. - Για μένα
είναι. Έπειτα το 'χω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν

δεύτερη φορά. Είν' επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω.

Αυτά είπε και με μεγάλη ευκολία, πήδηξε σ' ένα μετεωρίτη

που κατέβαινε στη γη και χάθηκε.- Μη φεύγεις, φώναξε το
κοριτσάκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω πια να σταματήσω,
κι είν' αστείο να τρέχω μόνη μου στον ουρανό. Όμως, τη φωνή
της την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως - δε σας τ' ορκίζομαι
- το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεεε... ωωωωω.. Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να
πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξανα-
γυρίσω πίσω; Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο,
κι έτσι δεν της απάντησε κανένας. - Μου φαίνεται πως τώρα
τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω.Κι αν
τρέχω έτσι μόνη μου για πάντα; Εεεεε... ωωωωωωωωω...
Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ; Τότε, μια μικρή φωνούλα
έφτασε στ' αφτιά της, τόσο γλυκιά και σιγανή σα να 'βγαινε
από μέσα της. - Ψιτ, ψιτ! κοριτσάκι! -Μου μίλησε κανείς;
Τίποτε δεν βλέπω. - Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου.Είμαι
η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον πρίγκηπα βόλτα

στον Γαλαξία.Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Μόνο εγώ
μπορώ να σε γυρίσω πίσω.Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω
από τη γη, ύστερα σιγά-σιγά θα κατέβουμε.Μόνο που 'χω
τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι η ενέργειά μου έχει σχεδόν
εξαντληθεί.Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από
σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου,
να προχωράμε...

- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω; - Ξέρω κι εγώ;. Τα μαλλιά σου,
τις πατούσες σου, ένα κομμάτι από την καρδιά σου ‘ισως;
- Τα μαλλιά μου, οι πατούσες μου, πάρτα δικά σου. Μόνο
που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο πρίγκηπας μαζί του.
Κι αυτό δεν αλλάζει.Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου.
Ελπίζω να μας φτάσουν. Καίω την πρώτη. Μην πονάς πολύ.
Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα.
Αλλάζουμε πορεία. Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά. Το κορι-
τσάκι μ' ένα πόδι, κοίταζε τη γη - τόσο μικρούλα - κι όμως
της φαινότανε πως διέκρινε στο δάσος τον πρίγκηπα της.
Κι ήταν το κέντρο της γης ο πρίγκηπας της. Μόνο εκείνος
μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτε άλλο.-Παρ  άξενο να μπαίνεις σε
τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν' αυτό το κάτι που τρέχεις
γύρω του. Κι όμως είν' άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς
να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ' αυτό. - Σσσσστ! Μη
μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα. Καίω τη δεύτερη
πατούσα. Κατεβαίνουμε. Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν
κάνοντας τούμπες στον αέρα,μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά,
που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε.
Το κοριτσάκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να
μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα,
τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά... Πλατς!.Και μετά τίποτα.

Όταν το κοριτσάκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται,
πόναγε σ'
όλο της το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν
κοντά της και της έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε τις

πληγές για να μην τσούζει, και της έβαζε κομπρέσες κι
επιδέσμους και τη χάιδευε.- Ο πρίγκηπας μου, σκέφτηκε κι
άνοιξε τα μάτια. Όμως, είδε να σκύβει πάνω της ένα ξωτικό.
Ήταν ένα μικρόσωμο ατσούμπαλο ξωτικό με αστείο βλέμμα.
Ηταν όμως τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως
λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του. Κι είχε ένα χαμόγελο
τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το κοριτσάκι ούτε να δακρύσει
από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα
πολλή. Ύστερα, το ξωτικό ρώτησε κάτι που το κοριτσάκι
άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν
ανυποψίαστο για όλα.
- Μπορείς να μ' αγαπάς; Το κοριτσάκι αναστέναξε, χωρίς
καθόλου λύπη. - Φοβάμαι πως δεν μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά
για ν' αγαπήσω. - Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα
κομμάτι απ' τη δικιά μου. – Όμως ν' αγαπηθούμε θα πει να
τρέχουμε μαζί - κι εγώ δεν έχω πόδια. - Να τρέχουμε, έτσι
άσκοπα, γιατί; Ν' αγαπηθούμε θα πει να κάνουμε μαζί μια
διαδρομή, όπως μπορούμε.Το πιο Σπουδαίο είναι να 'μαστε
οι δυο μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε που θα
πάμε.Μικρό μου κοριτσάκι, αν μπορείς να μ' αγαπάς, θα σου
φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες,
θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε
πάρω αγκαλιά και θα 'ναι πιο όμορφα, γιατί θ' ακούω την
ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και
δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, θα 'μαστε εμείς

Τι έγινε μετά, κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα - κι εγώ που να

το ξέρω; Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή,
περπατώντας με τα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε. Ο από-

ηχος απ' το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων



- λένε...Πάντως, ποτέ - μα ποτέ - κανείς πια δεν τους ξανάδε.

Παράφρων.

"Θαρρούσα ώς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρρούσα ώς τώρα...
πώς όλα τα πράματα
βαδίζουν στη γη
με το αληθινό τους χρώμα.
Η Χαρά άσπρη.
Η Θλίψη χλωμή.
Ο Έρωτας ρόδινος.
Ο Θάνατος μαύρος.
Έτσι θαρρούσα...
Και περνούσα τις μέρες μου,
με τα χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα όνειρά μου συγυρισμένα.
Μέ τα ποιήματά μου καθαρογραμμένα...
Γιατί έτσι τά 'βλεπα.
Έτσι νόμιζα...
"
Μ. Λουντέμης

Ποιος είναι στα αλήθεια?

Αυτά τα λόγια

τα δικά μου

τα άλλα

άλλων
αλλού

Οδυσσέας Ελύτης           

                          Τα πιο όμορφα όνειρα είναι ανώνυμα,
στην καρδιά και στον νου μάθανε να χορεύουν ανώδυνα,
πολλές φορές αποβάλλονται επώδυνα,
και τι δεν θα ’δινα...
να μπορούσα να διώξω το γκρίζο που κρύβει τα αστέρια,
απ’ τη στεριά το άπειρο με ελκύει αφάνταστα,
τα χέρια σηκώνω ψηλά,
ποιός είναι στα αλήθεια ο
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

          που αξίζει πραγματικά;

ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ.

META ΑΠΟ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
στο παιχνίδι της
μετενσάρκωσης σε χρώμα.....

αν ήταν να ξαναρχόμουν
στη ζωή σαν χρώμα,
θα διάλεγα
 τι άλλο??
το
ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
εως
ΜΠΟΡΝΤΟ
ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ και ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
3400567-lg.jpg
ΤΗΣ ΑΝΕΜΩΝΑΣ - 
ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ
6129563-md.jpg
ΤΗΣ ΕΥΡΩΣΤΙΑΣ
ΚΑΙ
ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
2679110-md.jpg 
ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ-ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
5600410-lg.jpg 
2331440-md.jpg
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
ΚΑΙ
ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
1790289-md.jpg
ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ
ΚΑΙ
ΤΟΥ ΓΛΕΝΤΙΟΥ
            
3633619-lg.jpg
6359717-md.jpg
ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ-ΤΗΣ ΖΩΗΣ
3073456-lg.jpg
Υ.Γ. παραδόξως το χρώμα αυτό δεν είναι το αγαπημένο μου..δεν είναι η πρώτη μου επιλογή ούτε σε ρούχα, ούτε σε έπιπλα,
ούτε σε αυτοκίνητο ή οτιδήποτε άλλο..
είναι  το χρώμα που θα ήθελα να είμαι
αλλά οχι να φορώ..
οι ψυχολόγοι ας βγάλουν άκρη..

Mελίνα Aσλανίδου ''δεν χάνεται η ψυχή !!


Περπατώ σένα δρόμο σκοτεινό και ξένο.. χωρίς αριθμούς
Ανάμεσα στο άγνωστο πλήθος αόρατη περνώ..
Γερνώ..
Αιώνες περιπλανώμενη στις αβύσσους μου
Οι μνήμες μου φωσφορίζουν σαν άστρα
Στρέφω το βλέμμα κατά κει και αναζητώ το ερημικό ακρογιάλι μου
Με το θαλασσόβραχό μου εκει να στέκει ακλόνητος
με την αλισάχνη πάνω του
και τα κύματα βαρκούλες χιλιάδες να με ταξιδεύουν
να ψιχαλίζει και να περπατώ στην κάταχνη ακρογιαλιά
Ξυπόλητη..
ακολουθώντας τις κραυγές και τα πατήματα των γλάρων
Να νυχτώνει και να κουρνιάζω στον ίσκιο του βράχου μου
να γίνομαι ένα με τη σκιά του...
Και να φυσά εκείνος ο ξέφρενος ξελογιαστής Αιγαιοπελαγίτικος άνεμος
Να με παίρνει μαζί του..
να ονειρεύομαι τον κόσμο πέρα από μένα
Μαζί με μένα..
Και να θησαυρίζει η ψυχή μου..

Κάποια στιγμή στη ζωή σου έρχεται ο αέρας να σου θυμίσει τι καιρό έχει έξω.

Δίπλα σου .Σκουπίζεις τα μάτια σου να φύγει το σκουπιδάκι που σ΄ ενοχλεί απ το πέρασμα του. Τότε ανακαλύπτεις ,τελείως ξαφνικά ότι δίπλα σου υπάρχουν υπάρξεις που κάτι έχουν να σου πουν ,καθώς σε πλησιάζουν σαν μόρια της φύσης, σαν αιωρούμενα του αγέρα μηνύματα ανθρώπινης υπόστασης .Ένα τυχαίο συμβάν, ένα τυχαίο κλικ στο pc σου δεν ξέρεις ποτέ τι αποτέλεσμα μπορεί να φέρει. Δεν ξέρεις που μπορεί να σε ταξιδέψει. Τι μέρη μπορεί να φέρει στην άκρη του ταλαιπωρημένου μυαλού. Φευγάτες εικόνες κάνουν αλισβερίσι στις περιπλανώμενες ζητιάνες λέξεις σου που ψάχνουν στασίδι για να ξεκουραστούν. Ψάχνουν τον βράχο τον απάνεμο ,
ν' αράξουν ,να προφυλάξουν την ευαίσθητη επιδερμίδα των συναισθημάτων τους.
Εσύ αφέντης τους αναρωτιέσαι πότε κάνει πιο πολύ κρύο.
Όταν ο δείκτης του θερμόμετρου του γήινου δείχνει μείον βαθμούς Κελσίου ή μήπως ριγείς και κουλουριάζεσαι παγωμένος όταν αποκαλύπτεσαι, όταν βγάζεις την ψυχή σου γυμνή μπροστά στην αλήθεια ,μπροστά στο μεγάλο ζητούμενο της ζωής.
Την Ζωή που σαν πενίας απλώνει συνέχεια το χέρι και ζητιανεύει συνεχώς ,αδιάκοπα ζητά την μετοχή σου, την αρωγή σου , την ώθηση σου προς την έναστρη νύχτα του  θεϊκού ουρανού.
Οι στιγμές εκείνες οι τυχαίες που μια αόριστη δύναμη σε σπρώχνει στο κλικ της αποκάλυψης ,δεν μου φαίνονται καθόλου τυχαίες, μάλλον ορισμένες είναι ,ορισμένες από του θεού την προσμονή. Μια προσμονή αιώνια αφημένη στη στάση μιας διαδρομής αγάπης & δικαίου με το λεωφορείο της ΖΩΗΣ να είναι εκει περιμένοντας και τον τελευταίο να ανέβει.
Και εσύ καθώς φτάνεις κοιτάς της τσέπες του σώματος σου και τότε μπροστά στη φυσουνα  του αληθινού ,μπροστά στην πόρτα της ΖΩΗΣ διαπιστώνεις ότι έχεις τρύπια τσέπη και κατά συνέπεια άδεια.
ο εισιτήριο μάλλον χάθηκε ή μήπως το εξαργύρωσες με τα πάθη και τις εμμονές σου.
Αλλά ευτυχώς για σένα φρόντισε κάποιος να σε βάλει σε ένα άλλο ταξίδι ,σ΄ ενα ταξίδι μνήμης ,θύμησης .Ένα χέρι , ανθρώπινο, συνανθρώπου φωνή σε αγκάλιασε και φιλικά χτυπώντας την πλάτη σε παρηγορεί τονίζοντας σου ότι το ταξίδι δεν το έχασες, απλά πρέπει να το κερδίσεις ξανά.
Εκείνη τη μέρα θα τη θυμάμαι σαν ένα ωραίο ,ανεκτίμητης αξίας μάθημα. Το περίφημο εκείνο κλικ στο pc μου έμαθε ότι το εισιτήριο της ζωής πρέπει κάθε μέρα να το ανανεώνεις .Δεν μπορείς φίλε μου με το ίδιο απόκομμα ταξιδιωτικού σημειώματος να την βγάλεις καθαρή. Πρέπει να ιδρώνεις κάθε μέρα.
Ο ιδρώτας σου φίλε πρέπει να είναι τίμιος και ποτισμένος από την καλοσύνη ,την αγαθότητα ,την αγάπη της ψυχής σου .Και μην τον μαζεύεις σε ποτήρι , ούτε να τον σκουπίζεις. Αστον να πέφτει και να ποτίζει τις ψυχές τις διψασμένες για ζωή ,για αγάπη .
Εκείνη τη μέρα θα τη θυμάμαι ως τη πιο ζεστή.
Τόλμησα και βγήκα γυμνός και το κρύο ευθύς με ένα κλικ έγινε δροσερό αεράκι στην αρχή και στη συνέχεια μια ζεστή αγκαλιά προερχόμενη από ψυχές γεμάτες αγάπη.
Οι ψυχές αυτές μεγάλωσαν το παράθυρο της ζωής μου και μπαίνει περισσότερο φώς .Περισσότερες ακτίνες του θεϊκού ήλιου πλέον ζεσταίνουν και τα πιο απόκρυφα σημεία της καρδιάς μου.
Εκείνη την ημέρα την ημέρα φύτεψα ένα δένδρο. Το βάφτισα .Λυγερή το όνομα της. Όνομα για μένα αντιπροσωπευτικό της ανήσυχης μάνας, της αρπάχτρας μάνας ,της μάνας που αναζητά την τροφή που θα μεγαλώσει τις ρίζες της με ένα σκοπό. Την γιατρειά. Την γιατρειά μου σου -της &την γιατρειά των ψυχών μας..

Λοιπόν δέντρο που τα φύλλα σου φτερουγίζουν στο φύσημα τ΄ αγέρα
Ευχή οι σπόροι σου να καλοταξιδέψουν στην αγκαλιά τ΄ ανέμου και να φυτρώσουν στη γης τα απέραντα και ακαλλιέργητα χωράφια, στης γης τα πιο απόκρυφα μέρη να ανθίσει κι άλλη Λυγερή και οι καρποί σου να γίνουν τροφή για κάθε πεινασμένη ψυχή

Το Απέραντο Γαλάζιο

Μια ιστορία καθημερινότητας

Σχεδόν δεν την άκουσε. Έβαλε το πρόσωπό του στα χέρια ανάμεσα τι θα κάνουμε μουρμούρισε κι άλλο δεν ειπώθηκε από κανένα τους ούτε τότε ούτε το υπόλοιπο της μέρας που κύλησε μες στην αμιλησιά,
μένοντας αυτός με την απελπισμένη έκφραση κι εκείνη με τα φαρδιά παράταιρα ρούχα.
Από τότε του γινε συνήθειο να τριγυρίζει στις λαϊκές, ανάμεσα σε ζαρζαβατικά και φρούτα με τέλειωμα πάντα τους πάγκους με τα ρούχα. Στην αρχή για να σκοτώνει την ώρα περιφερόταν, τριγύριζε αμήχανος μέχρι να γεμίσει δυο σακούλες με άσχετα.
Τα πήγαινε σπίτι, η γυναίκα του τα έπαιρνε και δεν έλεγε τίποτα. Ούτε καλό ούτε κακό.

Στους έξι μήνες επάνω βρήκε δουλειά.
Δουλειά βρήκε, το κουσούρι έμεινε.

Το ανακάτεμα με τα ρούχα, το παζάρι με τις γύφτισσες, το ψάξιμο να βρει το σωστό μέγεθος-εδώ σημείωσε με τον καιρό μεγάλη πρόοδο- του γινε τόσο απαραίτητο σχεδόν μανία, που γρήγορα έμαθε τις πιο καλές λαϊκές, που υπήρχε η πιο πλούσια πραμάτεια, η μεγαλύτερη ποικιλία και τις γύρευε ακόμα κι αν βρίσκονταν σε γύρω πόλεις.
Στην αρχή δίχως να δίδει σημασία στο είδος σαν να ταν το ζητούμενο μόνο ν’ αγοράσει μα βαθμιαία και συν τω χρόνω που λένε, επικεντρώθηκε αποκλειστικά στα ρούχα που αφορούσαν τη γυναίκα του.
Φούστες, μπλούζες, παντελόνια, φορέματα, νυχτικά, μαγιώ, ό,τι μπορούσε να βάλει ο νους, ό,τι μπορούσε να ντύσει ένα θηλυκό σώμα, ερχόταν εδώ, μέσα σε πλαστικές σακούλες μπροστά της.
Ήξερε πια να διαλέγει σωστά. Να επιλέγει ό,τι της ταίριαζε, ό,τι της πήγαινε. Έτσι η γυναίκα του, απ’ τη μια μέρα σχεδόν στην άλλη, βρέθηκε να φοράει στενά τζινς, και εφαρμοστά φουστάνια. Γιατί τα φόραγε. Του γκρίνιαζε λίγο και ωχ πια μη φέρνεις άλλα….. σου είπα δεν έχω που να τα χωρέσω…. μα τα φόραγε. Τα δεχόταν σαν τον τρυφερό λόγο που δυσκολευόταν να αρθρωθεί, την έγνοια που αποτυπωνόταν μ’ αυτό τον τρόπο
Και την ήθελε.

Καθώς περνούσε ο καιρός καθώς τα ρούχα γέμισαν ντουλάπες και ό,τι ελεύθερο συρτάρι υπήρχε, θύμωνε με την αδυναμία της να μην μπορεί να αρνηθεί σταθερά. Όποτε είχε προσπαθήσει να το κάμει, -μα που ξανακούστηκε του έλεγε άντρας να ντύνει τη γυναίκα του- εκείνος γελούσε έλα ….έλα…. καμαρώνεις της έλεγε και κατέληγαν να γελούν και οι δυο.
………………………………………………………………………………………
Και κανείς δεν ήξερε πως θα τέλειωνε αυτή η ιστορία αν δεν καυγάδιζαν στα σοβαρά κείνη τη μέρα.

Ήταν τότε που άρχισαν να της πέφτουν τα μαλλιά. Κάτι στο αίμα της…. χαμηλός αιματοκρίτης μα όχι μόνο έκανε το τρίχωμα του κεφαλιού της να αραιώνει. Της ήρθε βαρύ. Δεν ήθελε να χτενίζεται, να κοιτάζεται σε καθρέφτη…. έτρεμε πως ένα πρωί θα σηκωνόταν με το κεφάλι γυμνό.
Τότε ήταν που ο άντρας έφτασε με μια φούστα που το μάκρος της σταματούσε ελαφρά πάνω απ’ το γόνατο.
Με το που την είδε, ένας κρυμμένος θυμός χείμαρρος ξέσπασε και πήγε να τον πνίξει
Όσα πικρά δεν είχαν ειπωθεί τόσα χρόνια, όσα είχαν στριμωχτεί, πέτρες αιχμηρές με δηλητήριο εκτοξεύτηκαν καταπάνω του.
Εκείνος δεν αντιδρούσε. Κι όσο ανέκφραστος καθόταν, τόσο λύσσαγε. Δίχως να μετρά το μέγεθος της λύπης που τον πότιζε, ούρλιαζε
Ποιος νομίζεις πως είσαι κι έχεις αναλάβει να με ντύνεις…. Τι νομίζεις πως είμαι; Δεν μπορώ να το κάμω εγώ νομίζεις; Αλλά ντρέπεσαι για μένα …. Ντρέπεσαι! Δεν θέλεις να βγαίνω να μη λένε πως … πως έγινα έτσι….. όχι εγώ η γυναίκα σου πως κατάντησε …. Δεν με θέλεις πια! Τι μου την έφερες αυτή τη φούστα; Τι θέλεις να μου πεις; Πώς θέλεις νέα γυναίκα; Να πας να τη βρεις. Να τη βρεις! ……….
Δεν σου ταιριάζω πια ε;…..
Και συνέχισε για ώρα μέχρι που απόκαμε. Το στόμα της φαρμάκι.
……………………………………………………………………………………….
Το βράδυ τους βρήκε και τους δυο να κοιτάζουν το ταβάνι μ’ ένα βάρος να τους πλακώνει το στήθος.
Είχε περάσει κάμποση ώρα με στριφογυρίσματα και μάταιες προσπάθειες να το αποτινάξει καθένας μόνος του όταν εκείνη αποτόλμησε την ερώτηση που νόμιζε πως η απάντησή της θα ξεκλείδωνε την πύλη που έκλεισαν και κλείστηκαν απέξω της
Μ’ αγαπάς; Ρώτησε.Κι ήταν σιγανός ο ήχος της φωνής με μια αγωνία λες ζητούσε επιβεβαίωση αν βρήκε το σωστό κλειδί ν’ ανοίξει την πύλη
Όχι. Ακούστηκε η φωνή του κι ήταν το ίδιο σιγανή.
Σαν να ξαναβρήκε την ενέργεια της όλη
άναψε το φως, στράφηκε προς το μέρος του, μ’ αγαπάς; Τον ξαναρώτησε με ορμή αυτή τη φορά.
Την κοίταξε. Ήταν πολύ αστεία μα την αλήθεια αστεία με τα λιγοστά της μαλλιά να πετούν άτακτα ….
Δεν γέλασε
Αμβλύνθηκαν μόνο οι γραμμές του προσώπου του, ξεσφίχτηκε και τα χείλη του έσπασαν ελαφρά. Πέρασε το χέρι του στο κεφάλι της όχι της είπε πάλι και την πλησίασε………..
…………………….

Ακόμα ο άντρας σου σε ντύνει; Τη ρώτησε η Ελένη μια μέρα.
Μπα….μπα…. πάει του πέρασε πια κι είχε η φωνή κάτι σαν θλίψη ή νοσταλγία….

ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ "Οι αδερφοφάδες". Ολο το μυστικό είναι ετούτο.

25 του Μάρτη. Χλιό αγεράκι φύσηξε, έβγαλε χλόη το μυαλό μου, γέμισαν τα σπλάχνα μου ανεμώνες. Σήμερα, εθνική γιορτή, ο λοχαγός μας έβγαλε λόγο· κρέμασε ένα χάρτη της Ελλάδας στον τοίχο του στρατώνα, μας έδειξε τα βόρεια σύνορα, μας εξήγησε πώς και γιατί θέλουν οι αντάρτες να δώσουν τη Βόρεια Ήπειρο και τη Μακεδονία στους Αρβανίτες και στους Σλάβους. Τα μάτια του έκαιγαν έτρεμε το δάχτυλο του σημαδεύοντας τα σύνορα της Ελλάδας· πάτησε με δύναμη την απαλάμη του στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, σα να 'κανε κατοχή:

- Τα χώματα αυτά, φώναξε αγριεμένος, είναι ζυμωμένα, τώρα και χιλιάδες χρόνια, μ' ελληνικό αίμα και μ' ελληνικόν ιδρώτα και δάκρυο, είναι δικά μας, δε θ' αφήσουμε κανένα να τα πατήσει. Καλύτερα θάνατος! Γι αυτό, παιδιά, ανεβήκαμε εδώ στα ηπειρώτικα βουνά, και πολεμούμε· θάνατος στους προδότες! Κανένα έλεος! Κάθε αντάρτης που πέφτει στα χέρια μας, μαχαίρι! Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα· σκοπός μας είναι η σωτηρία της Ελλάδας!
Ποτέ δε μου στάθηκε συμπαθητικός ο άνθρωπος αυτός· μονόχνωτος, σκληρός, στενοκέφαλος· μια δύναμη σκοτεινή κι απάνθρωπη τον κυβερνάει· ένα θεριό μουγκρίζει μέσα του πληγωμένο και περήφανο. Μια γυναίκα κάποτε το 'χε χαδέψει το θεριό αυτό, του 'πε ένα καλό λόγο, άρχισε να μερώνει· μα η γυναίκα έφυγε, και το θεριό έβαλε πάλι τα μουγκρητά με μιαν καινούρια πληγή. Όμως ένιωθα γι' αυτόν σέβας ανεξήγητο· σέβας και φόβο και συμπόνια. Ήταν γενναίος, τίμιος, φτωχός, πίστευε στον αγώνα του, ήταν έτοιμος κάθε στιγμή να σκοτωθεί για την Ελλάδα. Στο λόχο του δεν είσαι καθόλου σίγουρος πως δε θα σκοτωθείς, είσαι όμως σίγουρος πως δε θα ντροπιαστείς. Είναι ο λοχαγός μας από τους ανθρώπους, τόσο σπάνιους στην αποσύνθεση του καιρού μας, που απάνω από το ατομικό τους συφέρο και την ατομική τους ευτυχία τοποθετούν μιαν ιδέα σωστή μπορεί, στραβή μπορεί · το σπουδαίο είναι πως για την Ιδέα αυτή θυσιάζουν τη ζωή τους. «Η Ελλάδα κιντυνεύει» φώναξε τελειώνοντας το λόγο του «η Ελλάδα έσυρε φωνή και μας κράζει· όσοι πιστοί, παιδιά, όλοι μαζί, παιδιά, να τη σώσουμε!» Η φωνή του είχε βραχνιάσει κι ένα δάκρυο πετάχτηκε από τα μικρά. βουλιαγμένα στις κόχες τους, μάτια.
Κοίταξα γύρα μου· πολλοί φαντάροι έκλαιγαν ο Λουκάς έστριβε το ρουμελιώτικο μουστάκι του κι ο Πάνος κοίταζε το χάρτη της Ελλάδας, όπως κοιτάζουν οι πιστοί τα θαματουργά ακονίσματα. Ο Στρατής πίσω μου ξερόβηχε κοροϊδευτικά, κι ο Λεβής, κίτρινος, σουρωμένος, αλλήθωρος, χαμογελούσε με κακία.
Τυλίχτηκα στο μαντύα μου και ξάπλωσα με τις αρβύλες μου, με το τουφέκι και τα φυσεκλίκια, μαζί με τους άλλους φαντάρους, τη νύχτα, κι έκλεισα τα μάτια· μα που να με πάρει ύπνος! Έχει δίκιο ο λοχαγός, συλλογιζόμουν, όλο το μυστικό είναι ετούτο: να μπορέσεις να βρεις μιαν ιδέα, να τη θρονιάσεις απάνω από τον εαυτό σου, να βάλεις πια σκοπό σου να ζεις και να πεθάνεις γι' αυτή. Έτσι η πράξη παίρνει ευγένεια κι η ζωή σου ενότητα· κι ο θάνατος σου γίνεται στα μάτια σου αθανασία, γιατί σμίγεις, είσαι βέβαιος, με μιαν πνοή αθάνατη. Μπορείς να ονοματίσεις την ιδέα αυτή Πατρίδα, μπορείς να την ονοματίσεις Θεό ή Ποίηση ή Λευτεριά ή δικαιοσύνη. Ένα έχει σημασία: να την πιστέψεις και να μπεις στη δούλεψη της.
Αυτό δεν είπε ο Σολωμός; «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα -ή ό,τι άλλο- και θα αισθανθείς να λαχταρίζει μέσα σου κάθε είδος μεγαλείου»· αυτό το «ό,τι άλλο» που πρόσθεσε δείχνει πόσο ο νους του μεγάλου ποιητή μας ξεπερνούσε την εποχή του.
Αγαπημένη μου, δεν μπόρεσα εγώ ακόμα να βρω για ποιαν ιδέα να δώσω κι εγώ την ασήμαντη ζωή μου· παραδέρνω εδώ κι εκεί, πότε η ποίηση με μαυλίζει, πότε η επιστήμη, πότε η πατρίδα... Ίσως γιατί 'μαι ακόμα πολύ νέος κι αμέστωτος· ίσως και δε θα βρω ποτέ μου· τότε είμαι χαμένος.
Τίποτα γενναίο δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάμει στον κόσμο αν δεν υποτάξει τη ζωή του σ' ένα Αφέντη ανώτερο του.


Feelings - Morris Albert

ONDE O AMOR ME LEVA...!!!.

ΔΙΗΓΗΜΑ- Τα ξερά βύσσινα.

Ο άγριος χειμώνας του '41-'42. Κατοχή, τρόμος, πείνα, απλυσιά. Νεκρώσανε οι δρόμοι. Νέκρωσε η αγορά. Χάθηκε η επικοινωνία. Ο θάνατος σέρνεται σαν ένα εφιαλτικό ερπετό στις παγωμένες αυλές, στους άδειους δρόμους, στους έρημους σταθμούς. Τα σχολειά κλειδομαντάλωσαν. Τα βιβλία κλείσανε και γίνανε προσάναμμα σε φευγαλέα φωτιά. Το παιχνίδι χάθηκε κάτω από την ανημπόρια της παιδικής αδυναμίας.Τώρα κυκλοφορούμε με το τενεκάκι στο χέρι και τ' άπλυτο κουτάλι στη συρμάτινη βρακοζώνη. Τώρα κυκλοφορούμε με την ξεχειλωμένη κάλτσα στο κουρεμένο μας κεφάλι και τη λινάτσα στα ποδάρια. Δεν τρέχουμε, δεν κυνηγάμε τα τραμ. Δεν καυγαδίζουμε. Περνάμε την ώρα μας στην ουρά περιμένοντας το συσσίτιο. Δε μιλάμε, δεν αντιδικούμε, δεν έχουμε κουράγιο. Μόνο περιμένουμε. Με μια ευχή να φτάσει λίγο ζουμί ως εμάς. Λίγος χυλός από μπομπότα. Πέντε φασόλια σε μια κουταλιά νερόβραστο ζουμί. Λίγο πλιγούρι.
Ενα πράγμα μόνο έχει σημασία για μας. Μήπως λίγο και καταφέρουμε να χορτάσουμε. Μήπως και λίγο γεμίσει τ' αντεράκι με φουσκωμένο αγέρα! Αρπαζόμαστε από τα ξεραμένα χορτάρια, την τσουκνίδα, τη μολόχα, τ' αγριόχορτο.
Ξεθάβουμε ρίζες με τα νύχια, με τα δόντια, μ' ό,τι βρούμε, για μια παραπούλα, για ένα κοτσάνι, για ένα φύλλο από ρεπάνι. Χωνόμαστε στα σκουπίδια και σκαλίζουμε για μια φλούδα από πατάτα ή πορτοκάλι.
Η πείνα όλο και αυγατίζει, η πείνα γεννοβολά την πείνα. Λιανίζει τα πόδια και πρήζει την κοιλιά. Βαθαίνει τη σάρκα στα εξογκωμένα κόκαλα. Βγάζει ένα παχύ χνούδι στο κιτρινισμένο δέρμα, γιομίζει με ρυτίδες και σχισίματα το πρόσωπο και κάνει γέρο εκατό χρονών ένα αγόρι στα επτά του.
***
Μέσα σ' αυτήν την κοσμοχαλασιά, της πείνας, της τρομοκρατίας και της ανημπόριας, η Μάνα μάς έπαιρνε από το χέρι, εμένα και τη μικρή μου αδελφή, την Αλεξάνδρα, και τραβούσαμε με τα πόδια από του Χαροκόπου στον Κοπανά (σημερινό Βύρωνα) να πάμε στην αδελφή της, τη θεία Σταυρούλα και τη μάνα της, τη γιαγιά Αλεξάνδρα. Πήγαινε κατά κει η Μάνα να πει τον πόνο και τον καημό της και μια μικρή μικρή ελπίδα μήπως μας τραπεζώσουνε ή εξοικονομήσουμε κάτι για φαγητό, κάτι να βάλουμε στο στόμα μας.
Εκείνοι τη βολεύανε καλύτερα. Ο θείος Χαράλαμπος - ο αδελφός της Μάνας - δούλευε στους Γερμανούς στο Χασάνι και πολλές φορές έφερνε από αποφάγια κομμάτια κουραμάνας κι άλλα μαγειρέματα. Ο θείος Κώστας (ο άντρας της θείας Σταυρούλας) ήτανε στην Τροχαία και όλο και κάτι κουβαλούσε. ΄Η του στέλνανε από το χωριό τραχανά και χυλοπίτες.
Βρήκε την ευκαιρία κάποιας γιορτής η Μάνα και μας κουβάλησε από το πρωί στη γιαγιά μήπως συμβεί το τυχερό.
Η γιαγιά μόλις μας είδε κατέβασε τα μούτρα. Μήτε να μας καλωσορίσει μήτε να μας χαϊδέψει. Σαν να 'χε μέσα της θυμό.
Πέρασε πολλή ώρα και δεν έλεγε να μας κεράσει, ούτε για να πει για τα μάτια τίποτα. Μας έκοβε μια πείνα που δε λεγότανε.
Σε λίγο η μάνα και η γιαγιά βγήκαν από την κάμαρα και πήγανε στο διπλανό που έμενε η θεία Σταυρούλα να τα πούνε.
Η Αλεξάνδρα κι εγώ μείναμε μόνοι μέσα στην κάμαρη, όταν άρχισε το έργο του ψαξίματος, μήπως και βρούμε τίποτα φαγώσιμο. Ψάχνουμε στα ράφια, στα ντουλάπια, στο φανάρι. Σκαλίζουμε τα μαχαιροπίρουνα και την πιατοθήκη. Τίποτα. Υστερα, επιστρατεύοντας το ένστικτό μας, ψάχνουμε κάτω από τα κρεβάτια και ω..! του μεγάλου θαύματος, ανακαλύπτουμε το «θησαυρό», ένα πανεράκι με ξερά βύσσινα. Βαθυκόκκινα και ζαρωμένα σαν ελιές θρούμπες, όπως κι έτσι τις νομίζαμε. Δεν πολυπανηγυρίσαμε. Είπαμε να πάρουμε από μια ελιά να γευτούμε στη μεγάλη μας πείνα την αλμυροπικράδα της. Μα αυτό που βάλαμε στο στόμα μας δεν είχε τη γεύση της ελιάς, αλλά μια θεία αρωματική γλυκόξινη γεύση που αναστάτωσε τις αισθήσεις και που μας άνοιγε την επιθυμία να τις καταβροχθίσουμε όλες. Τώρα πανηγυρίσαμε. Είπαμε να πάρουμε από ένα ακόμη κι ύστερα πάλι από ένα ακόμη, Τις κάναμε να... κι αδειάσαμε το πανεράκι.
Η γιαγιά όμως όταν ήρθε σαν κάτι να ψυλλιάστηκε, μια και μας είδε ζαρωμένα και φοβισμένα στη γωνιά κι αμέσως κοίταξε κάτω από το κρεβάτι..!
Ποιος είδε το Θεό και δε φοβήθηκε!
Τραβολογιότανε και σκουπιζότανε με τη μαύρη της μαντίλα.
«Α... γιου Μαυρομοίρικα πανάθεμά σας. Η ώρα και η στιγμή. Κακό χρόνο να μην έχετε... Πανάθεμά σας. Τα είχα για γλυκό και τίποτα δε μου αφήσατε».
Στρίγκλιζε και κοκκίνισε από το κακό της. Τα 'βαλε με τη μάνα πως μας έχει κακομαθημένα, με τον αχαΐρευτο τον πατέρα μας, τον ντεμπελχανά που δε δουλεύει και μας έχει ψόφια στην πείνα, φτωχά και ρημαδιασμένα..!
Η Μάνα πικράθηκε. Είδα ένα δάκρυ να κυλά στο χλωμό της πρόσωπο. Δεν είπε τίποτα απολύτως. Μήτε μια κουβέντα παράπονου, μήτε και μας μάλωσε για ό,τι κάναμε.
Μόνο μας πήρε και φύγαμε. Από το ένα χέρι εμένα, από το άλλο την Αλεξάνδρα κι ότι είχε αρχίσει να ψιλοχιονίζει.
Εκανε τρεις μήνες να ξαναπάει...

Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ

Céline Dion - I Drove All Night

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me