Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Πώς να παραμείνετε νέοι.......

Μικρές, απλές ιδέες ...

  • Τα δάκρυα τυχαίνουν... Υπομείνετε, πενθήστε, και προχωρήστε παραπέρα. Το μόνο άτομο, που μένει μαζί μας για ολόκληρη τη ζωή μας είναι ο εαυτός μας. Να είστε ΖΩΝΤΑΝΤΟΙ ενόσω είστε εν ζωή. 



  • Photobucket
    1. Πετάξτε τους ασήμαντους αριθμούς .. Αυτό συμπεριλαμβάνει την ηλικία, το βάρος και το ύψος. Αφήστε τους γιατρούς να νοιάζονται γι'αυτά.  Γι'αυτό τους πληρώνετε άλλωστε. 
    2. Κρατήστε μόνον τους ευχάριστους φίλους.  Οι γκρινιάρηδες σας ρίχνουν. 
    3. Να μαθαίνετε συνεχώς! Μάθετε περισσότερα για τους υπολογιστές, τις τέχνες, την κηπουρική, ο,τιδήποτε, ακόμη και για το ραδιόφωνο.  Να μην αφήνετε ποτέ τον εγκέφαλο ανενεργό.  «Ένα ανενεργό μυαλό είναι το εργαστήρι του Διαβόλου».  Και το επίθετο του διαβόλου είναι Αλτζχάιμερ. 
    4. Απολαύστε τα απλά πράγματα. 
    5. Γελάτε συχνά, διαρκώς και δυνατά. Γελάστε μέχρι να σας κοπεί η ανάσα. 
    6. Περιβάλετε τον εαυτό σας με ό,τι αγαπάτε, είτε είναι η οικογένεια, τα κατοικίδια, η μουσική, τα φυτά, τα ενδιαφέροντά σας, ο,τιδήποτε. Το σπίτι σας είναι το καταφύγιό σας. 
    7. Να τιμάτε την υγεία σας : εάν είναι καλή, διατηρήστε την.  Εάν είναι ασταθής, βελτιώστε την. Εάν είναι πέραν της βελτιώσεως, ζητήστε βοήθεια. 
    8. Μην κάνετε βόλτες στην ενοχή. Κάντε μια βόλτα στα μαγαζιά, ακόμη και στον διπλανό νομό ή σε μια ξένη χώρα αλλά ΜΗΝ πηγαίνετε εκεί που βρίσκεται η ενοχή. 
    9. Πείτε στους ανθρώπους που αγαπάτε ότι τους αγαπάτε, σε κάθε ευκαιρία. 
    γιατί : 
    • η ζωή δεν μετριέται από τον αριθμό των αναπνοών που παίρνουμε, αλλά από τις στιγμές που μας κόβουν την ανάσα
    • το ταξίδι της ζωής δεν είναι για να φθάσουμε στον τάφοSexy Men MySpace Comment με ασφάλεια σ'ένα καλοδιατηρημένο σώμα, αλλά κυρίως για να ξεγλυστρούμε προς όλες τις πλευρές, πλήρως εξαντλημένοι, φωνάζοντας «...ρε γαμώτο.....τί βόλτα!».

    Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΦΙΛΟΣ.

    (Α) λλοιώνει το θυμό σου
    (Β) οηθάει όποτε και όταν τον χρειαστείς
    (Γ) αληνεύει τις ταραχές σου
    (Δ) ωρίζει ακατάπαυστα πράγματα και συναισθήματα
    (Ε) λευθερώνει αισθήματα αγάπης και χαράς
    (Ζ) ωντανεύει την ζωή σου
    (Ή) λιος είναι σε περιόδους θλίψεων
    (Θ) υσίες κάνει για να σ΄έχει στο πλευρό του
    (Ι) λαρότητα εκπέμπει όταν σε κοιτάει
    (Κ) ολυμπάει στις τρικυμίες της ζωής μαζί σου
    (Λ) ιώνει την μοναξιά απο την ζωή σου
    (Μ) οιράζεται τα όνειρα μαζί σου
    (Ν) ιώθει τον πόνο σου
    (Ξ) εχνάει την άσχημη συμπεριφορά σου
    (Ο) ραματίζεται την πληρότητα σου
    (Π) ροσφέρει την καρδιά του
    (Ρ) ωμαλαία σε υπερασπίζεται
    (Σ) υγχωρεί τα λάθη σου
    (Τ) ρέφει το πνεύμα σου
    (Υ) πολογίζει σε εσένα
    (Φ) ωνάζει όταν δεν θέλεις να ακούσεις
    (Χ) αίρεται όταν προοδεύεις
    (Ψ) ηλά κοιτά για να σε συναντήσει
    (Ω) ! φίλε της καρδιάς μου, πόσο στ΄ αλήθεια κοντά Στο Θεό κατοικείς ( ; ) !

    Η Τουρκοκρητικιά!!!!

    Εμεινε βουβή, σαν απολιθωμένη κι ύστερα έβγαλε απ' την τσέπη της τα 20 γρόσια που προορίζονταν για τον Μπεκίρ - Τσαούση και τάχωσε σε μια σχισμή του σακακιού μου, φεύγοντας τρεχάτη για να μη δω πως κι αυτή έκλαιγε...


    «Δε σου φαίνεται Γιαννιό πως κλαίει η χανούμισσα»; Κοίταξα κι εγώ με τρόπο, μα τι να δεις μέσα από ένα δάκτυλο που άφηνε ακάλυπτο το μαντίλι της χανούμισσας.
    Ητανε άνοιξη. Είχαμε κιόλας 7 μήνες αιχμάλωτοι. Εδώ και 2 μήνες είχανε αρχίσει να μας δίνουνε στους χωριάτες για δουλιά παίρνοντας 10 χάρτινα γρόσα απ' αυτούς. Κάθε πρωί στο Τάγμα σωστή αγορά. Εκατοντάδες χωριάτες ψάχνανε να βρούνε τον τεχνίτη ή τον εργάτη που θέλανε: Μαραγκό, χτίστη, σοφατζή. «Μαραγκός κημ - Σοφατζή κημ - Ντεμιρτζή κημ», χαλούσανε τον κόσμο με τις αγριοφωνάρες τους. Κι ο τεχνίτης που άκουγε την ειδικότητά του έβγαινε απ' τη γραμμή, κι αφού ο χωριάτης τον ρωτούσε να βεβαιωθεί ότι ήξερε καλά τη δουλιά. Κοίταζε κιόλας αν είναι δυνατός για να βγάλει πολλή δουλιά.
    Ποιος να γυρίσει να κοιτάξει εμάς, παιδιά μικρά κι αδύνατα; 16 χρονώ εγώ και 15 τ' Αντωνιό! Αυτοί ηθέλανε τεχνίτη ή εργάτη δυνατό που να βγάλει πολλές φορές το φαΐ που θα τον ταΐζανε.
    Ετσι πάντα πικραμένοι μέναμε με τ' Αντωνιό στο Τάγμα που σημαίνει: Αγγαρεία - πείνα και ξύλο!
    Με τ' Αντωνιό στο χωριό είμαστε γειτόνοι, στο «Βατζικάκι». Τα σπίτια μας απέναντι τ' όνα στ' άλλο, σχεδόν μια ηλικία και φίλοι. Αβγαλτο παιδί τ' Αντωνιό σαν έχασε τον πατέρα του στον «Μπαρτσόβα» δε χωρίστηκε από κοντά μου και σαν κατασταλάξαμε στο Σαλιχλή, πολλοί μας νόμιζαν αδέλφια.
    Πάντα μαζί κι ό,τι βρίσκαμε το μοιραζόμαστε. Επτά μήνες αιχμάλωτοι και δεν μπόρεσε να μάθει ούτε μια λέξη τουρκική για να μπορεί να συνεννοηθεί. Εγώ κουτσά - στραβά τα κατάφερνα!..
    Ισκιος μου λοιπόν τ' Αντωνιό! Με κρατούσε πάντα απ' το χέρι: «Καρντάς»; - (Αδελφός;) - ρωτούσανε οι Τούρκοι «Εβετ» - (μάλιστα) - απαντούσα.
    Ετσι κάθε πρωί μετά την «επιλογή» μέναμε πάντα στην ουρά πιασμένοι από το χέρι ως που να μας τις βρέξουνε οι μαφαζάδες. Κι άρχιζε μετά: Σκούπισμα το Τάγμα, τα κουβούσια, την αυλή και τους δρόμους του Σαλιχλή κι όχι λίγες φορές μαζί μ' αυτά και στον «Τμώλο» (βουνό του Σαλιχλή) - για ξύλα, με φαΐ μια κουτάλα «αλαμάν τσορμπασί» το πρωί και μια το βράδυ που για να το πάρεις έπρεπε να φας και το απαραίτητο ξύλο.
    Οταν το βράδυ γυρίζανε οι αιχμάλωτοι από τις ιδιωτικές δουλιές όλο και κάτι φέρνανε: λίγα πράσα - λίγες ελιές, κάνα κρεμμύδι που τ' αλλάζαν μ' ό,τι άλλο θέλανε...
    Κείνο όμως το πρωί τα πράγματα γίνανε κάπως αλλιώτικα, μαζί με τους χωριάτες ήτανε και μια τουρκάλα!.. Μαυροντυμένη, τυλιγμένο το κεφάλι της με μια μαντίλα, άφηνε μόνο μια σχισμή στα μάτια της όσο να βλέπει. Δε φώναζε αυτή, κοίταζε στα μάτια τους αιχμαλώτους σα να 'θελε να γνωρίσει κάποιον. Πέρασε κι από μας, μας κοίταξε... προχώρησε λίγο και ξαναγύρισε, μας ξανακοίταξε και μ' ένα κούνημα του χεριού μούγνεψε να βγω έξω απ' τη γραμμή. Βγήκα κρατώντας απ' το χέρι τ' Αντωνιό! Δε μίλησε, προχώρησε στην έξοδο που περίμενε ο Μπεκίρ - Τσαούσης να μας γράψει τα ονόματα, πέταξε 20 χάρτινα γρόσα στο τραπέζι και στάθηκε στην άκρη «Δημήτρη ογλού - Γιάννης Τσεσμέ», είπα για με, «Νικόλα - ογλού - Αντώνης Τσεσμέ», είπα και για τ' Αντωνιό. Μας ξανακοίταξε άλλη μια φορά η Τουρκάλα και τράβηξε προς το μέρος που 'χε δέσει ένα γαϊδουράκι, καβάλησε και τραβήξαμε για το χωριό!
    Μισή ώρα δρόμο χωρίς να γυρίσει να μας δει, χωρίς να μας πει μια λέξη ώσπου φθάσαμε στο Τσακάλκιοϊ.
    Ενα άθλιο χωριό καμιά εκατοστή σπίτια, καμένα τα πιο πολλά από την υποχώρηση, κι αυτά που μείνανε, χωρίς κεραμίδια, με σκεπές από καλάμια με λίγο «Γκερένι» από πάνω. Παντού ολοφάνερη η δυστυχία κι η φτώχεια. Λίγοι γέροι και γυναίκες περπατούσανε σκυφτοί και μας κοιτάζανε, καθώς περνούσαμε, σαν παράξενα ζώα.
    Φτάσαμε στην άκρη του χωριού σ' ένα χαμηλό σπιτάκι με μεγάλη αυλή και ξεροτρόχαλο τοίχο, η μισή χέρση κι η μισή φυτεμένη. Σκόρδα - κρεμμυδάκια - μαρούλια.
    Ξεπέζεψε η Τουρκάλα και μεις την ακολουθήσαμε μεσ' την αυλή. Αφήσαμε από ένα παλιοτσούβαλο πούχαμε, πάνω στον ξεροτρόχαλο τοίχο και περιμέναμε.
    Μπήκε η Τουρκάλα μέσα σ' ένα χαμηλό οντά και σε λίγο βγήκε κρατώντας μια τσάπα κι ένα φτυάρι, τ' άφησε στα πόδια μας και ξαναχάθηκε στον οντά. Πήραμε ο ένας στην τσάπα κι ο άλλος το φτυάρι και περιμέναμε μη ξέροντας τι θα κάνομε.
    Πέρασε κάμποση ώρα κι η χανούμ φάνηκε στην πόρτα, κρατούσε ένα «Σοφρά» και πάνω σ' αυτόν καμιά δεκαριά «Μπετζιρμέδες» - ψιλές πίτες που τις έχουν για ψωμί στα μέρη εκείνα. «Τσικελέκι» - τρίμματα αποβουτυρωμένου τυριού - ελιές και κρεμμυδάκια, έβαλε τον Σοφρά στην αυλή στον ήλιο και μας φώναξε: «Γκέλγεην ογλούμ» - Ελάτε, φάτε παιδιά μου. Ογλούμ; ακούσαμε καλά; 7 μήνες δεν ακούγαμε άλλο από Κιαφίρ Κιοπέκ - Γκιαούρ, που συνοδευόντανε πάντα από κλοτσιές και τώρα μια Τουρκάλα μας φώναζε: παιδιά μου!..
    Είχαμε πάψει να είμαστε άνθρωποι. Και ψυχικά και σωματικά πονούσαμε στην αρχή στο ξύλο και την κακομεταχείριση, ύστερα συνηθίσαμε. Μια συνήθεια ζώου που αδιαφορεί για όλα αρκεί να βρει κάτι να φάει. Η προσπάθεια του ζώου να κρατηθεί στη ζωή ήτανε το μόνο που μας απόμεινε.
    Η πίκρα, ο πόνος των πρώτων ημερών για τους δικούς μας π' αφήσαμε στην εκκλησιά του χωριού, στα χέρια των Τούρκων, γι' αυτούς που χαθήκανε στο δρόμο, η αλληλεγγύη μεταξύ μας, είχαν χαθεί πια. Τη θέση του ανθρώπου την είχε πάρει το ζώο! Ενα ζώο χωρίς οίκτο για τον άλλον, χωρίς δάκρυ για το δικό του πόνο! Κλέβαμε ο ένας τον άλλον και σπούσε τα μούτρα ο δυνατός του αδύνατου!
    Στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος...
    Και να, μια λέξη αυτής της άγνωστης Τουρκάλας «ογλούμ» έφτασε για να ξυπνήσει μέσα μας, ο άνθρωπος, που τον είχε ναρκώσει ο πόνος κι η πείνα. Θυμηθήκαμε με μιας τη μάνα, τ' αδέλφια, τι να γίνανε; Τον χαμένο πατέρα, ζει; Τους φίλους, τους χαμένους χωριανούς. Τα μάτια μας βουρκώσανε. Κάτσαμε στο φαΐ χωρίς όρεξη και μια ακαταμάχητη όρεξη να μιλήσουμε, να πούμε με τ' Αντωνιό για τα παλιά... Και λέγαμε και λέγαμε και τι δε λέγαμε... και τι δε θυμηθήκαμε... Για θυμήσου Αντωνιό το ξύλο που τρώγαμε με τα κουμπιά που κόβαμε απ' τα σακάκια για να παίζομε! Για θυμήσου Γιαννιό το ξύλο που φάγαμε απ' τον δάσκαλο για τις μυγδαλιές που κόψαμε απ' το περιβόλι του... Τάδε!.. Για θυμήσου Αντωνιό!.. Για θυμήσου Γιαννιό!.. Θυμηθήκαμε τις κουκουβάγιες που πιάναμε. Τις καρακαξοφωλιές, που για να μαζεύουμε σκίζαμε τα ρούχα μας... Ποιος έλεγε πιο καλά το «Ασπιλε» στην εκκλησιά. Το μουλάρι τ' Αντωνιού που δάγκωνε... και τι δε θυμηθήκαμε; και πάλι: Αραγε τι να 'γινε ο πατέρας μου Αντωνιό; Και μένα Γιαννιό; Τι να 'γιναν; αυτοί π' αφήσαμε στο χωριό;.. Και γελούσαμε και κλαίγαμε, πότε θυμούμενοι τους χαμένους δικούς μας και πότε καμιά μας παιδική διαβολιά. Με μια λέξη ξύπνησε μέσα μας ο άνθρωπος, το παιδί!..
    Και για το φαί, πολύ λίγη όρεξη!
    Η Τουρκάλα καθισμένη σε μια «μπαγκέτα» έπλεκε μ' ένα μπλε μίτο τη φτέρνα μιας κάλτσας. Για μια στιγμή τ' Αντωνιό γύρισε και την κοίταξε κι απέ μου 'πε. «Δε σου φαίνεται Γιαννιό πως κλαίει η χανούμισσα»; Δεν μπόρεσα να δω μέσ' απ' τη χαραμάδα π' άφηνε το μαντίλι μπρος απ' τα μάτια της. Ισως και να 'κλαιγε. Τι καλό είχανε κι αυτοί; Καμένες πόλεις και χωριά, φτώχεια, δυστυχία, και χαμένους δικούς τους.
    Η δουλιά ήτανε ν' ανοίξομε ένα μεγάλο λάκκο για βόθρο. Το χώμα σκληρό και τα χέρια μας αδύνατα πονούσανε. Κι η Τουρκάλα όλο: Γιαβάς - Γιαβάς ογλούμ - ουσούλ - ουσούλ. Μα εμείς θέλαμε να την ευχαριστήσουμε γιατί ήτανε καλή και για να μας πάρει κι αύριο. Δουλιά είχε πολλή ως να τελειώσει ο λάκκος.
    Το μεσημέρι τραχανά με πολλές κόκκινες πιπεριές μέσα, και το βράδυ πνηγούρι «τσικελέκι» και πίτες. Κι όταν μας πήρε να γυρίσομε στο Τάγμα μας έδωσε κάμποσες πίτες κι ελιές... Αύριο, μας είπε, να 'σαστε κοντά στην πόρτα να μην ψάχνω να σας βρω, έτσι; Μας χάιδεψε τα μαλλιά και μπήκαμε στο Τάγμα.
    Θέλαμε να πούμε τη χαρά μας, σε κάποιον! Να του πούμε πως σ' ένα χωριό του Σαλιχλή βρήκαμε έναν άνθρωπο! Μια Τουρκάλα που όχι μόνο δε μας έδειρε αλλά μας είπε και παιδιά της! Μα σε ποιον να το πούμε; Μέσα σ' εκείνη την απέραντη καμένη φάμπρικα ένα κοπάδι χαμένοι άνθρωποι ένα μονάχα τους ενδιαφέρει. Να κρατηθούνε στη ζωή με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, κλέβοντας τους συναιχμαλώτους τους από ό,τι είχανε φαγώσιμο και να βρούνε αφορμή για ξύλο!.. Σε ποιον θα μιλούσαμε;
    Απ' τους 16 χωριανούς που είμαστε στην αρχή στο Τάγμα μείναμε εγώ και τ' Αντωνιό. Οι άλλοι είχανε «πεθάνει»!..
    Το πρωί πρώτοι στην παράταξη κοντά στην πόρτα, είδαμε την Τουρκάλα να περιμένει μαζί με τους άλλους χωριάτες. Μας είδε κι αυτή. Είχαμε τη χαρά που νιώθει κανείς σαν δει κάποιον δικό του, ένα φίλο! Σαν άνοιξε η πόρτα, ήρθε και μας πήρε από το χέρι... και η ίδια πάλι διαδικασία: 20 γρόσα στο τραπέζι του Μπεκίρ - Τσαούση γράψιμο τα τουρκοποιημένα ονόματά μας και δρόμο για το Τσακάλκιοϊ.

    Οχτώ μέρες κράτησε αυτή η δουλιά. Ανοίξαμε το λάκκο, βάλαμε κιούγκια για να τρέχουνε τα βρόμικα νερά, σκάψαμε και την υπόλοιπη αυλή και την τελευταία μέρα σχεδόν δεν είχαμε τι να κάνομε. Πετάξαμε λίγα ζεμπίλια χαλίκια που μείνανε στην αυλή και σε μια ώρα είμαστε έτοιμοι.
    «Τώρα κάτσετε να ξεκουραστείτε, να σας δω και να με δείτε, μας είπε» Ελληνικά!.. Τα χάσαμε!.. Οχτώ μέρες ήτανε τόσο καλή αλλά και τόσο λιγομίλητη μαζί μας που τα πιο πολλά που 'θελε να μας πει τα 'λεγε με νοήματα!.. Κι ήξερε Ελληνικά;.. Αφωνοι εγώ και τ' Αντωνιό την κοιτάζαμε σαν χαμένοι. Μήπως είπαμε σ' αυτές τις οχτώ μέρες τίποτε κακό;
    Πολλές φορές στον πόνο μας τα βάλαμε και με το «Μουχαμέτη τους». Η χανούμ σα να κατάλαβε τη σκέψη μας και πιο γλυκά από κάθε άλλη φορά συνέχισε Ελληνικά:
    - Ελάτε, μη φοβάστε, δεν είπατε τίποτε κακό... μα και να πάτε...
    Μας πήρες από το χέρι, μας έβαλε να κάτσομε στο σκαλοπάτι κι αυτή κοντά μας στο σκαμνάκι.
    - Εσένα σε λένε Γιάννη και σένα Αντώνη... καημένα παιδιά!.. Από πού είσαστε; Εχετε μάνα, πατέρα, αδέλφια; Πώς και πού πιαστήκατε αιχμάλωτοι; Είχατε πάει τόσο μικροί στο στρατό;
    Τα δάκρυα μας πνίξανε, η θύμηση της χαμένης μάνας, των αδελφών π' αφήσαμε στο χωριό, τον χαμένο πατέρα που χάσαμε στο δρόμο ήρθε πάλι στο νου μας... Της διηγηθήκαμε το δράμα μας από το χωριό μέχρι το μακρινό Σαλιχλή!.. Τους φόβους μας γι' αυτούς... για τη ζωή μας μέσα στο τάγμα... Και λέγαμε... και λέγαμε!.. Η Τουρκάλα έκλαιγε μαζί μας! Χωρίς μαντίλι βλέπαμε για πρώτη φορά το πρόσωπό της, ένα πρόσωπο χαραγμένο από βαθιές ρυτίδες, που το γέμισε περισσότερο ο πόνος παρά τα χρόνια...
    Μας είπε κι αυτή τα δικά της: Ητανε Κρητικιά. Ενας προηγούμενος πόλεμος τους έριξε από την Κρήτη στις άγονες πλαγιές του «Τμώλου». Πέντε πρόσωπα ήτανε στην αρχή η φαμίλια της. Πατέρας, μάνα, 2 αγόρια και μια μικρούλα η «Γκιουλέ» που πέθανε δυο χρόνια μετά από ελονοσία!.. Την ακολούθησε ο πατέρας. Το πήρε κατάκαρδα που κατάντησε «Ματζούρης», μακριά από κει που γεννήθηκε. Εμεινε αυτή με τα δυο αγόρια, τον «Πετσέτ» που χάθηκε στον πόλεμο και τον πιο μικρό, τον «Αλή» που σκοτώθηκε σε μια μάχη Ελλήνων Χωροφυλάκων και Τσέτηδων του Κορ - Μουσταφά που είχε επιστρατεύση με το ζόρι όλα τα τουρκόπουλα! Μόνο 19 χρονών ήτανε ο άμοιρος «Αλής», θρηνούσε η άτυχη Μάνα!.. «Εσείς θα βρείτε τους δικούς σας! Να μου το θυμηθείτε!.. Μην κλαίτε... θα αγκαλιάσετε πάλι και θα φιλήσετε τη Μάνα σας, τον πατέρα σας, τ' αδέλφια σας!.. Εγώ όμως ποιον περιμένω; Ωσπου να τελειώσει ο πόλεμος περίμενα τον Πετσέτ, τώρα ποιον περιμένω; Είμαι μόνη, μόνη!.. Θρηνούσε η άμοιρη γυναίκα...
    Κουβαλούσε ξύλα απ' τον Τμώλο και τα πουλούσε στο Σαλιχλή για να ζήσει! «Θα σας κρατούσα κι άλλο αλλά δεν έχω άλλα λεφτά να δώσω! Μόλις μαζέψω 20 γρόσια θάρθω να σας πάρω καμιά μέρα. Είσαστε καλά παιδιά και θα σας προστατέψει ο Χριστός σας και ο Αλλάχ... θα το δείτε!.. Και να με θυμόσαστε!».
    Τη θυμάμαι πάντα την καλή Τουρκοκρητικιά - αν πέθανε θεός σχωρέστηνε - αλλά η προφητεία της δε βγήκε ολότελα σωστή. Εγώ είχα την τύχη να φιλήσω και να με φιλήσουν οι δικοί μου, μα τ' Αντωνιό; το άμοιρο Αντωνιό, ο αξέχαστός μου φίλος πέθανε σε λίγο από εξανθηματικό, αφήνοντάς με μόνο στην κόλαση του Σαλιχλή.
    Είχαν περάσει πάνω κάτω δεκαπέντε μέρες απ' το θάνατο τ' Αντωνιού! Κουρέλι ψυχικά και σωματικά, γύριζα μέσα στο Τάγμα σαν αδέσποτο σκυλί.
    Ημουνα τόσο αδύνατος που και οι άπονοι σε όλα μαφαζάδες έπαψαν να με χτυπούν!.. Ο χαμός του φίλου μου μ' έκανε να χάσω ολότελα το θάρρος μου!.. Η ζωή ήταν φρικτή! Αβάσταχτη.
    Δεν έβγαινα πια κάθε πρωί στη γραμμή για την επιλογή από τους χωριάτες. Περίμενα να τελειώσουν και μετά μαζί μ' αυτούς πούμειναν ξεχυνόμαστε στο Σαλιχλή για αγγαρείες. Περίμενα σαν κάτι αναπόφευκτο το θάνατο, χωρίς φόβο!..
    Ενα πρωί καθόμουνα όπως πάντα και ψειριζόμουνα στον ήλιο περιμένοντας να τελειώσει η επιλογή, όταν ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Σήκωσα τα μάτια μου, ήταν η Τουρκάλα!.. Σηκώθηκα. Σήμερα, μου λέει, ήρθα να σας πάρω να φάμε μαζί!.. Δε θα δουλέψετε... Σήμερα είναι το μεγάλο σας «Μπαΐράμι», είναι το Πάσχα σας! Πού είναι τ' Αντωνιό; Δεν μπορούσα να μιλήσω... Πού είναι τ' Αντωνιό; με ξαναρώτησε πιο δυνατά και σαν κάτι να κατάλαβε απ' τη σιωπή μου μ' έπιασε από τους ώμους και με κούνησε για να συνέλθω, ενώ μ' ερωτούσε μ' αγωνία: «Γιαννιό, πού είναι τ' Αντωνιό;»... Πέθανε μπόρεσα να ψελλίσω ενώ με πέρναν τα κλάματα!

    Όσοι Αγαπούν Αληθινά Νίκος Κουρουπάκης.


    Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης
    Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης
    Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Κουρουπάκης


    Μη βάζεις λόγια στο φιλί
    μη βάζεις λόγια στο φιλί
    και μην το συζητάς.

    Όσοι αγαπούν αληθινά
    σμίγουν τα χείλη και μιλούν
    τα λόγια της καρδιάς.

    Κι όσο μακριά με πάει το φιλί
    δε θέλω να γυρίσω.
    Παίρνει φωτιά το πέλαγος
    και ‘γω ή θα καώ ή θα σβήσω.

    Με της αγάπης τη φωνή
    αυτή την κοφτερή σιωπή
    έτσι όπως με τρυπάς

    Στη δίψα του καλοκαιριού
    βρέχεις νεράκι την ψυχή
    βαθιά σαν τριγυρνάς

    Κι όσο μακριά με πάει το φιλί
    δε θέλω να γυρίσω.
    Παίρνει φωτιά το πέλαγος
    και ‘γω ή θα καώ ή θα σβήσω.

    Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης Πρώτη εκτέλεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης


     Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης
    Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης
    Πρώτη εκτέλεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης


    Ήρθε ένας μάγος που έβγαζε ήλιους απ' τα μανίκια
    κι απ' το καπέλο του έπεφταν νησιά
    έκλεισε μες στη χούφτα σου θαλασσινά χαλίκια
    άνοιξες και πέταξαν πουλιά

    Κι έγινα κι εγώ ένα λαμπάκι πάνω απ' την υδρόγειο
    φεγγάρι να βουτήξω στη Μεσόγειο

    Ύστερα ο μάγος έσπασε δυο γυάλινα ποτήρια
    κι έφτιαξε από τα θρύψαλα νερό
    θα κόβεσαι είπε αν μόνη σου το ακουμπάς στα χείλια
    θα ξεδιψάς αν πίνετε κι οι δυο

    Κι έγινα κι εγώ ένα λαμπάκι πάνω απ' την υδρόγειο
    φεγγάρι να βουτήξω στη Μεσόγειο

    ΜΗ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ-ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΙΔΑΚΗΣ



    Αχ των χειλιών σου τη γραμμή,
    ποιος έχει ζωγραφίσει, ποιος έχει ζωγραφίσει,
    και των ματιών σου τη σιωπή,
    ποιος θα την τραγουδήσει, ποιος θα την τραγουδήσει.

    Μη με κοιτάς, μη με τρυπάς,
    μ' αυτά τα μάτια αφέντες,
    γιατί η σιωπή καμιά φορά,
    λέει βαριές κουβέντες.

    Απ' των χειλιών σου τον γκρεμό,
    κάποιος να με γκρεμίσει, κάποιος να με γκρεμίσει,
    κι εκεί που κρύβεις τον καημό,
    για πάντα να με κλείσει, για πάντα να με κλείσει.

    Μη με κοιτάς, μη με τρυπάς,
    μ' αυτά τα μάτια αφέντες,
    γιατί η σιωπή καμιά φορά,
    λέει βαριές κουβέντες.

    Η ΑΥΛΗ ΜΕ ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ (απόσπασμα) του Βασίλη Κολοβού

    Πραματευτάδες διαλαλούν την πραμάτεια τους. Ένας φωνάζει "Γαλατάς, γιαουρτάς", στο 'να χέρι κρατεί μεταλλικό γκιουμί με γάλα και στ' άλλο την οκά, στον ώμο έχει ζυγιασμένα, στις άκρες δίπηχου στειλιαριού, κλειστά συρματόπλεχτα ντουλάπια και μέσα αραδιασμένες στη σειρά πήλινες τσουκάλες της μισής και της μιας οκάς γιαούρτι. Περνάει σπίτι το σπίτι, χτυπάει πόρτες και παραθύρια, πουλάει την πραμάτεια του σε κυράδες και υπηρέτριες. Άλλος με τρίτροχο ποδήλατο, που το μπροστινό του μέρος είναι σαν τετράγωνο τραπέζι με τζάμι απάνω και γύρω γύρω. Σ' ένα συρτάρι έχει φωτιά. Φοράει άσπρο αλλόκοτο σακάκι, φωνάζει ότι έχει τυρόπιτες που καίνε ζεματάνε και καλεί τους ανθρώπους να τις φάνε. Άλλος με λεπτολαμάρινο ταψί στο κεφάλι περπατάει ανάμεσα στον κόσμο και πουλάει κουλούρια. Άλλος περίεργα ντυμένος, μυτερό σκαρπίνι, ζωνάρι στη μέση ριχτό ως το γόνατο, καβουράκι, βραχνή φωνή και μαγκιά που σέρνεται στο δρόμο, όλα τα πουλάει και όλα τ' αγοράζει με τάλαρα. Άλλος φορτωμένος στον ώμο σκουτιά χρωματιστά, λέει ότι είναι δοσάς. Πολλών ειδών γυρολόγοι περνοδιαβαίνουν φορτωμένοι τα χρειαζούμενα, χαλκωματάδες, γανωτές, τροχιστές-ακονιστές, φαναρτζήδες, καρεκλάδες, σταθεροί και περιπλανώμενοι μικροί και μεγάλοι λούστροι. Ντουνιάς ολόκληρος στο μεροκάματο του δρόμου.


    Αποφασισμένος κόκκινος, σκληρός και φωτογόνος ξεπρόβαλε ο χιλιάκτινος δίσκος του ήλιου, διέλυσε το σκοτάδι φέρνοντας το φως και μαζί σαϊτεύοντας πάθια, καημούς, αγωνίες, βάσανα, παράπονα και προσδοκίες των ανθρώπων. Μια νέα μέρα ερχόταν να προστεθεί στην ατέλειωτη σειρά της ζωής. Για μένα ήταν μια μέρα γέννας καινούριας πορείας και έσερνε μαζί της πρωτάκουστα και πρωτοφανέρωτα πράματα και θάματα.
    Ξύπνησα από περίεργα ακούσματα, οχλοβοή, ανακατεμένα αγκομαχητά. Ντόρος πολύς, κου΄ρσες κάθε λογιώ και άλλα αυτοκίνητα, ανατρεπόμενα, λεωφορεία, τρίκυκλα, τρακτέρ, βόγγαγαν κατά τον ανήφορο και κορνάριζαν στη στροφή, μουρμουρητά και φωνές ανθρώπων που διαλαλούσαν αγαθά για τη ζωή, καλημερίσματα, μαλώματα, όλα ανακατεμένα, ένα κοπάδι ψυχές και μηχανές. Τι ζωή είναι τούτη; Ολόκληρη νύχτα πέρασε κι ούτε ένα αλύχτισμα σκυλιού, ένα βέλασμα, ένα γκάρισμα, ένα κυπροκούδουνο, έστω ένα απαλό θρόισμα στα κλαδιά, τίποτα. Ήμασταν στο έμπα του χιονόπωρου, πρώιμα κιτρινισμένα φύλλα έστρωναν τα περάσματα ανακατωμένα, παραδομένα στον αγέρα που είχε μια μπασταρδεμένη μυρωδιά, κάπνα, μπιτζίνα, πετρέλαιο, ανθρώπινος ιδρώτας - όλα ένα.
    Στην ατμόσφαιρα μια γκρίζα θολούρα απλωνόταν σαν αόρατο πέπλο, λες κι είναι αρρωστημένη η πολιτεία και η ελπίδα θανατηφόρα για τους ανθρώπους. Ο ήλιος έρχεται και ζυγιάζεται από ψηλά, οι ακτίνες του, σκορπισμένες ανάμεσα στα τσιμεντένια σπίτια, ορμάνε κάθετα προς τη γη, πεισμωμένες και αποφασισμένες να δείξουν το λαμπερό πρόσωπο της μέρας, που η αφροσύνη των ολίγων ανθρώπων το σκυθρωπιάζει, όπως σκυθρωπιάζει και τα μάτια των πολλών. Εδώ λείπει το καθάριο φως, λείπει η αντανάκλαση του βουνού, η λαμπεράδα του απέραντου ανοιχτού ορίζοντα που ταξιδεύει ελεύθερη τη σκέψη, μακριά, πέρα από το ορατό σημείο, και αναζητά την αληθινή, την ανθρώπινη ζωή, εκεί, στο μυστήριο της απεραντοσύνης του ουρανού και της γης στη ρίζα του σύμπαντος, εκεί που οι άνθρωποι ανακάλυψαν τη δική τους ευτυχία και τη δική τους λύτρωση.
    Λογιώ λογιώ άνθρωποι περπατάνε σε τούτη την πολιτεία, πολλοί είναι σκυφτοί σαν να ψάχνουν κάτι που έχασαν αποβραδίς περνώντας από την ίδια στράτα, πολλών με ργατική φορεσιά τα πρόσωπα είναι ηλιοκαμένα, βασανισμένα, σαν να κάθισε πάνω τους όλη η σκληράδα της ζωής, τα χέρια τους ροζιασμένα, αργασμένα, μοιάζουν περήφανοι άνθρωποι, το δείχνει η κορμοστασιά τους, αλλά έχουν σκυφτό το κεφάλι. Άλλοι κουστουμάτοι, γραβατωμένοι, σοβαροί, κυρίαρχοι, και άλλοι χωριάτικα ντυμένοι, απλοί, καθημερινοί διαβατάρηδες της πολιτείας, που όλο τρέχουν αλαφιασμένοι να προλάβουν τις δουλειές.

    τι ξέρεις?

    ξέρω...
    ...πως είναι να κρατάς ένα κερί και να φοβάσαι ότι άνα πάσα στιγμή θα ανοίξει το
    παράθυρο και θα στο σβήσει.
    ...πως είναι να κοιτάς ένα λουλούδι και να ζηλέυεις τις δροσοσταλίδες που χορεύουν στα πέταλά του.
    ...πως είναι να προσπαθείς να διαβάσεις το ποίημά σου στο σκοτάδι.
    ...πως είναι να στέκεσαι στη πόρτα και να σκέφτεσαι τι θα γίνει εάν βγείς έξω.
    ...πως είναι να ακουμπάς το κεφάλι σου πάνω στον ώμο κάποιου που αγαπάς και να κλαίς μετά από καιρό.



    ξέρω...
    ...πως είναι να κοιτούν αλλού όταν ανοίγεις τα μάτια.
    ...πως είναι να κοιτάς στο καθρέφτη και να μην ξέρεις τι να του πείς.
    ...πως είναι να κάθεσαι μέχρι το πρωί στο παραθύρο και να ακούς τον άνεμο που ψιθυρίζει το άρωμά του.
    ...πως είναι να ψάχνεις απεγνωσμένα το δρομάκι κοντά στο αδιέξοδο που βρίσκεσαι.
    ...πως είναι να πείθεις τον εαυτό σου ότι οι άλλοι είναι τρελοί και όχι εσύ.

    ξέρω...
    ...πως είναι να φοράς ένα πουλόβερ επειδή ακόμα μυρίζει ένα άρωμα από το παρελθόν.
    ...πως είναι να περιμένεις από τους άλλους να δούν τα χρώματα που βλέπεις ενώ επιμένουν να βλέπουν μάυρο.
    ...πως είναι να περπατάς για να πας εκεί που πρέπει και στο δρόμο ν' ανακαλύπτεις αυτό που θέλεις.
    ...πως είναι να γίνεται η απουσία του δική σου παρουσία.
    ...πως είναι να στέκεσαι και να κοιτάς αυτόν που έκανες να κλαίει και να κλείνεις τα μάτια.

    ξέρω...
    ...πως είναι να θέλεις να πείς την αλήθεια και να σου ζητάνε το ψέμα.
    ...πως είναι να επιμένεις να προσπαθείς αυτό που σου επιβάλλουν.
    ...πως είναι να αφήνεις το χέρι σου στο χέρι που σου έδωσε κάποιος για να σε σηκώσει.
    ...πως είναι να νομίζουν ότι είσαι κάποιος που δεν είσαι.
    ...πως είναι να παίρνεις μία βαθιά αναπνοή και να χτυπάς μία πόρτα που ξέρεις πως δεν θα ανοίξει.

    ...τι ξέρεις...;


    123tagged.Com

    123Tagged.com - More Flowers Comments

    Νίκος Καζαντζάκης - Στὰ Καρούλια.

    Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.


    Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μον
    αχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

    Get More From http://emotionalfool.com


    Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.


    Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.


    Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.


    Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:

    — Καλῶς τον!
    Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
    — Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

    Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.


    Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.

    Ἀποκότησα τέλος:
    — Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
    — Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
    — Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
    — Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
    — Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
    — Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
    — Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
    — Ἕνας μονάχα δρόμος.
    — Πῶς τὸν λέν;
    — Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
    — Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
    Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
    — Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
    Ἀνατρίχιασα.
    — Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
    — Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

    Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:

    — Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
    Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
    — Ὄχι! φώναξα.
    — Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
    — Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

    Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:

    — Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
    — Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
    — Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
    — Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
    Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

    Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.

    — Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

    Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.

    — Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
    Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
    — Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

    Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.

    — Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
    —Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
    Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
    Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
    — Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
    — Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

    Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.

    — Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
    — Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

    Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.


    Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.

    — Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου.
    Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
    — Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
    — Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θε
    ὸ, δὲ φταῖ939142με ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

    Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

    Συναισθήματα...



    Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα             
    τα συναισθήματα.                                                       
    Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η       
    Αγάπη...                                                               
    Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις
    βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.         
    Free Animations                              
    Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την           
    τελευταία στιγμή.                                                         
    Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη άρχισε να ζητάει βοήθεια.       
    Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.                   
    Η Αγάπη τον ρωτάει:                                                       
    - 'Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σ
    ου;'      Animated Nature - Flowers                       
    -'Όχι, δεν μπορώ' απάντησε ο Πλούτος. 'Έχω ασήμι και χρυσάφι στο       
    σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα'.                               
    Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης 
    περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.                         
    -'Σε παρακαλώ, βοήθησέ με' είπε η Αγάπη.                               
    -'Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη.. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το
    όμορφο σκάφος μου' της απάντησε η Αλαζονεία.                           
                                     
                                             
                                                                               
    H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει απ
    ό         
    αυτή βοήθεια.                                                             
    -'Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου'.                                       
    -'Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου' είπε η         
    Λύπη.                                                                     
    Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε     
    σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά     
    βοήθεια.                                                               
    Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:                                               
    -'Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!'                       
    Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν 
    γνώριζε, αλλά ήταν   
    γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.     
    Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.           
    Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε,         
    ρώτησε τη Γνώση:                                                       
    -'Γνώση, ποιος με βοήθησε';           
                                       
    -'Ο Χρόνος' της απάντησε η Γνώση.                                         
    -'Ο Χρόνος;' ρώτησε η Αγάπη. 'Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;'                 
    Τότε η Γνώση χαμογ
    έλασε και με βαθιά σοφία της είπε:                   
    'Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η ΑΓΑΠΗ!!                                                                            

    Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

    ΟΛΗ ΜΟΥ Η ΖΩΗ ΕΥΘΥΝΗ - ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ


    Στίχοι: Τάσος Βουγιατζής
    Μουσική: Μιχάλης Κουμπιός
    Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού


    Πείτε μου γιατί όλη μου η ζωή ευθύνη
    μέσα της με κλείνει,χάνομαι
    Έρχεσαι κι εσύ όλο απειλές μοιράζεις
    πάλι με δικάζεις,ένοχη.

    Μες στη βροχή και μες στη σκόνη
    αυτός ο δρόμος δεν τελειώνει
    Για την παλιά ευχή ψάχνει απ`την αρχή
    στιγμή καυτή με την ανάσα
    Της νύχτας άναψε τ`άστρα
    στου φόβου τα γιατί να είμαι δυνατή.

    Πείτε μου γιατί μέσα στη σιωπή οι λέξεις
    θέλουν να διαλέξεις τ`άγνωστο
    Δάκρυα παντού κλείδωσα του νου την πόρτα
    έσβησα τα φώτα κι έφυγα.

    AΠΟΨΕ ΠΑΛΙ - ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ

    938578

    Απόψε πάλι
    η νύχτα θά 'ναι πιο πικρή και πιο μεγάλη
    κι εσύ ρωτάς χωρίς εσένα τι θα γίνω
    απόψε σβήνω

    Απόψε πάλι
    τα βήματά σου σαν χορός που φέρνει ζάλη
    κι εγώ να ψάχνω στου μυαλού τα μονοπάτια
    μικρά κομμάτια

    Ποιος μας έριξε μια νύχτα
    στου εγωισμού τα δίχτυα, σε ρωτώ
    φέρε μου το χρόνο πίσω
    μόνο να σου ψιθυρίσω, σ' αγαπώ

    Ψυχή μου τώρα
    που ανάβει σπίρτο η μοναξιά να δει την ώρα
    σε είδα πάλι μου φωνάζει ο καθρέφτης
    μα βγαίνει ψεύτης

    Απόψε πάλι
    την απουσία σου θα βάλω προσκεφάλι
    και σε μια θάλασσα βαθειά να ταξιδέψω
    πώς θα τ' αντέξω

    Ποιος μας έριξε μια νύχτα
    στου εγωισμού τα δίχτυα, σε ρωτώ
    φέρε μου το χρόνο πίσω
    μόνο να σου ψιθυρίσω,σ' αγαπώ

    Ποιος μας έριξε μια νύχτα
    στου εγωισμού τα δίχτυα, σε ρωτώ
    φέρε μου το χρόνο πίσω
    μόνο να σου ψιθυρίσω, σ' αγαπώ


    940424

    Συνολικές προβολές σελίδας

    Ο Καιρός.

    ....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

    me