Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Νίκος Καζαντζάκης - Στὰ Καρούλια.

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.


Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μον
αχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Get More From http://emotionalfool.com


Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.


Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.


Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.


Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:

— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.


Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.

Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:

— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:

— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.

— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.

— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.

— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.

— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.


Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.

— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θε
ὸ, δὲ φταῖ939142με ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Συναισθήματα...



Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα             
τα συναισθήματα.                                                       
Εκεί, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ζούσαν και η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η       
Αγάπη...                                                               
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις
βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.         
Free Animations                              
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την           
τελευταία στιγμή.                                                         
Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη άρχισε να ζητάει βοήθεια.       
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.                   
Η Αγάπη τον ρωτάει:                                                       
- 'Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σ
ου;'      Animated Nature - Flowers                       
-'Όχι, δεν μπορώ' απάντησε ο Πλούτος. 'Έχω ασήμι και χρυσάφι στο       
σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα'.                               
Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης 
περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.                         
-'Σε παρακαλώ, βοήθησέ με' είπε η Αγάπη.                               
-'Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη.. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το
όμορφο σκάφος μου' της απάντησε η Αλαζονεία.                           
                                 
                                         
                                                                           
H Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει απ
ό         
αυτή βοήθεια.                                                             
-'Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου'.                                       
-'Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου' είπε η         
Λύπη.                                                                     
Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε     
σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά     
βοήθεια.                                                               
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:                                               
-'Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!'                       
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν 
γνώριζε, αλλά ήταν   
γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.     
Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.           
Η Αγάπη, γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε,         
ρώτησε τη Γνώση:                                                       
-'Γνώση, ποιος με βοήθησε';           
                                   
-'Ο Χρόνος' της απάντησε η Γνώση.                                         
-'Ο Χρόνος;' ρώτησε η Αγάπη. 'Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;'                 
Τότε η Γνώση χαμογ
έλασε και με βαθιά σοφία της είπε:                   
'Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η ΑΓΑΠΗ!!                                                                            

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΟΛΗ ΜΟΥ Η ΖΩΗ ΕΥΘΥΝΗ - ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ


Στίχοι: Τάσος Βουγιατζής
Μουσική: Μιχάλης Κουμπιός
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού


Πείτε μου γιατί όλη μου η ζωή ευθύνη
μέσα της με κλείνει,χάνομαι
Έρχεσαι κι εσύ όλο απειλές μοιράζεις
πάλι με δικάζεις,ένοχη.

Μες στη βροχή και μες στη σκόνη
αυτός ο δρόμος δεν τελειώνει
Για την παλιά ευχή ψάχνει απ`την αρχή
στιγμή καυτή με την ανάσα
Της νύχτας άναψε τ`άστρα
στου φόβου τα γιατί να είμαι δυνατή.

Πείτε μου γιατί μέσα στη σιωπή οι λέξεις
θέλουν να διαλέξεις τ`άγνωστο
Δάκρυα παντού κλείδωσα του νου την πόρτα
έσβησα τα φώτα κι έφυγα.

AΠΟΨΕ ΠΑΛΙ - ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ

938578

Απόψε πάλι
η νύχτα θά 'ναι πιο πικρή και πιο μεγάλη
κι εσύ ρωτάς χωρίς εσένα τι θα γίνω
απόψε σβήνω

Απόψε πάλι
τα βήματά σου σαν χορός που φέρνει ζάλη
κι εγώ να ψάχνω στου μυαλού τα μονοπάτια
μικρά κομμάτια

Ποιος μας έριξε μια νύχτα
στου εγωισμού τα δίχτυα, σε ρωτώ
φέρε μου το χρόνο πίσω
μόνο να σου ψιθυρίσω, σ' αγαπώ

Ψυχή μου τώρα
που ανάβει σπίρτο η μοναξιά να δει την ώρα
σε είδα πάλι μου φωνάζει ο καθρέφτης
μα βγαίνει ψεύτης

Απόψε πάλι
την απουσία σου θα βάλω προσκεφάλι
και σε μια θάλασσα βαθειά να ταξιδέψω
πώς θα τ' αντέξω

Ποιος μας έριξε μια νύχτα
στου εγωισμού τα δίχτυα, σε ρωτώ
φέρε μου το χρόνο πίσω
μόνο να σου ψιθυρίσω,σ' αγαπώ

Ποιος μας έριξε μια νύχτα
στου εγωισμού τα δίχτυα, σε ρωτώ
φέρε μου το χρόνο πίσω
μόνο να σου ψιθυρίσω, σ' αγαπώ


940424

ΑΝΕΚΔΟΤΑ-ΧΙΟΥΜΟΡ! ΚΑΛΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ!

Ένα κοριτσάκι ρωτάει το μπαμπά της: - Μπαμπά, όλα τα παραμύθια αρχίζουν με το «Μια φορά κι έναν καιρό...»; - Όχι, παιδί μου, λέει ο μπαμπάς. Υπάρχουν πολλά που αρχίζουν με «Όταν εκλεγώ, υπόσχομαι...
Οι ανακαλύψεις του άντρα


Οι ανακαλύψεις του άντρα και της γυναίκας

O άνδρας ανακάλυψε τα ΧΡΩΜΑΤΑ και δημιούργησε την ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ,

Η γυναίκα ανακάλυψε την ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ & δημιούργησε το ΜΑΚΙΓΙΑΖ.


O άνδρας ανακάλυψε τις ΛΕΞΕΙΣ και δημιούργησε την ΣΥΖΗΤΗΣΗ.

Η γυναίκα ανακάλυψε την ΣΥΖΗΤΗΣΗ και δημιούργησε το ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ.


O άνδρας ανακάλυψε το ΠΑΙΧΝΙΔΙ και δημιούργησε τα ΧΑΡΤΙΑ.

Η γυναίκα ανακάλυψε τα ΧΑΡΤΙΑ και δημιούργησε τα TAROT.


941889
Ο άνδρας ανακάλυψε την ΓΗ και δημιούργησε την ΤΡΟΦΗ.

Η γυναίκα ανακάλυψε την ΤΡΟΦΗ και δημιούργησε την ΔΙΑΙΤΑ.
938864


O άνδρας ανακάλυψε τα ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ και δημιούργησε την ΑΓΑΠΗ,

Η γυναίκα ανακάλυψε την ΑΓΑΠΗ και δημιούργησε τον ΓΑΜΟ.


O άνδρας ανακάλυψε την ΓΥΝΑΙΚΑ και δημιούργησε το ΣΕΞ.

Η γυναίκα ανακάλυψε το ΣΕΞ και δημιούργησε τον ΠΟΝΟΚΕΦΑΛΟ.


O άνδρας ανακάλυψε το ΕΜΠΟΡΙΟ και δημιούργησε το ΧΡΗΜΑ,

Η γυναίκα ανακάλυψε το ΧΡΗΜΑ και τα ΓΑΜΗΣΕ ΟΛΑ!!!!!!..
Μπάσκετ.. ξέρεις

Σύζυγος κάθεται στον καναπέ κάνοντας συνεχώς ζάπινγκ ανάμεσα σε δυο κανάλια όταν από το βάθος ακούγεται η φωνή της συζύγου:
- Τι κάνεις εκεί ρε Κώστα, θα την κάψεις την τηλεόραση!
- Τι να κάνω ρε γυναίκα; Αφού βάλανε το μπάσκετ μαζί με την τσόντα..δεν ξέρω ποιο από τα δυο να δω...
Και η γυναίκα:
- Τσόντα δες... Μπάσκετ ξέρεις!
938647
Μετά από είκοσι χρόνια γάμου

Ένα ζευγάρι παντρεμένο είκοσι ολόκληρα χρόνια ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους κουβεντιάζουν.

- "Άντρα μου λέει η γυναίκα αν πεθάνω θα ξαναπαντρευτείς;"

- "Δε νομίζω!" απαντάει εκείνος.

- "Δηλαδή είσαι εναντίον του γάμου;", λέει η γυναίκα.

- "Όχι!", αποκρίνεται εκείνος.

- "Άρα του λέει θα ξαναπαντρευτείς ε;"

- "Ε μάλλον", λέει και εκείνος!

- "Και τι, " του λέει, "θα κοιμάσαι με αυτήν στο ίδιο κρεβάτι που κοιμάσαι μαζί μου;"

- "Ε μάλλον, " λέει αυτός;938458

- "Και θα ακούει και τους δίσκους μου αυτή;"

- "Ε μάλλον" λέει αυτός;

- "Και θα φοράει και τα ρούχα μου;"

- "Ε μάλλον", λέει αυτός;

- "Και τι θα φοράει και τις γόβες μου;"

- "Όχι αγάπη μου αυτή φοράει 39!", αποκρίνεται εκείνος.
938509

Κάπνισμα και χιούμορ

Μετά από μια προσεκτική εξέταση ο γιατρός λέει στον Πόντιο άρρωστο:
-"Για να θεραπευτείτε θα ελαττώσετε το κάπνισμα. Μόνο δέκα τσιγάρα την ημέρα."
Έπειτα από είκοσι μέρες, ο Πόντιος ξαναπηγαίνει στο γιατρό σε κακά χάλια.
-"Μα γιατί;" ρωτά έκπληκτος ο γιατρός, "δε σας ωφέλησε που καπνίζετε μόνο δέκα τσιγάρα την ημέρα;"
-"Όχι, γιατρέ, γιατί πρώτα δεν κάπνιζα!"
**************
Photobucket
Σε μια περιοχή απομακρυσμένη που ήταν γεμάτη από λάβα ένα ηφαίστειο, πολύ ευγενικά, απευθύνεται σ' ένα βουνό και το ρωτάει:
-"Mε συγχωρείτε μπορώ να καπνίσω;".
***************
- Γιατρέ καπνίζω πολύ. Νομίζω ότι θα πεθάνω.
- Ανοησίες! Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα σας συμβεί.
*******************
Το αντίθετο αποτέλεσμα έφερε ο αντικαπνιστικός αγώνας στη χώρα μας, καθώς το 2002 είχαμε αύξηση του καπνίσματος, αντί για μείωση.
*****************
Δύο ποτήρια καλού κόκκινου ελληνικού κρασιού μπορούν να εξουδετερώσουν τις βλαβερές συνέπειες που προκαλεί το κάπνισμα στις αρτηρίες, ανακοίνωσαν οι καθηγητές καρδιολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Λεκάκης και Χρήστος Παπαμιχαήλ, στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρίας στη Βιέννη. Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι συγκεκριμένα στοιχεία του κρασιού και όχι μόνο η αλκοόλη βοηθούν στην ανάπλαση των αρτηριών. Ωστόσο οι δύο επιστήμονες προειδοποίησαν ότι αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε τσιγάρο πρέπει να συνοδεύεται και από δύο ποτήρια μαυροδάφνης ή άλλου κόκκινου κρασιού.
****************
Γιατί καπνίζεις;
-Γιατί ο δρόμος μέχρι τα πνευμόνια είναι μακρύς και πρέπει να τον στρώσω με πίσσα.
*************

Δύο φίλοι συζητούν:
-"Καπνίζω πάρα πολύ παρόλο που διαβάζω ότι το κάπνισμα κάνει κακό στην υγεία. Τι να κάνω;"
-"Κόψε το διάβασμα".
**************
Πάει κάποιος στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα. Παρατηρώντας το κείμενο της
αντικαπνιστικής εκστρατείας που είναι πάνω στο πακέτο:
"Το κάπνισμα προκαλεί στυτικά προβλήματα και κάνει κακό στη σεξουαλική σας
ζωή." λέει στον περιπτερά:
-Δε μου δίνετε καλύτερα κανένα άλλο πακέτο, από αυτά που γράφουν απλώς για
καρκίνο;...
***************
-Γιατρέ τι είπατε ότι έχω στα πνευμόνια, υδροχόο, τοξότη, τι είπατε;
-Καρκίνο κύριέ μου, καρκίνο.
**************
-Ακούστε αγαπητέ μου, πρέπει να κόψετε το κάπνισμα αμέσως.
-Τόσο άρρωστος είμαι γιατρέ μου;
-Όχι αλλά κάθε φορά που έρχεστε στο ιατρείο, μου καίτε το χαλί.
*************
-Αγαπητέ μου με λύπη μου σας ανακοινώνω ότι είστε καρκινοπαθής στους πνεύμονες.
-Γιατρέ θα μπορούσα να έχω και μια δεύτερη γνώμη;
-Βεβαίως αφού το θέλετε. Είστε και πολύ άσχημος.
************
WOMAN
-Μμμ, τι να σας πω αγαπητέ μου, δε βρίσκω σαφή αιτία για τα συμπτώματά σας. Μάλλον θα φταίει το κάπνισμα.
-Τότε γιατρέ να ξανάρθω όταν θα κόψετε το τσιγάρο;
***************
-Α σήμερα βλέπω βήχετε πιο άνετα.
-Μα γιατρέ μου προπονιόμουν όλη τη νύχτα.
***************
-Γιατρέ μου, απ' το κάπνισμα έχω κατακίτρινα δόντια, τι να κάνω;
-Τι να σας πω, φορέστε καφέ γραβάτα.
***********
-Γιατρέ καπνίζω πάρα πολύ, βήχω πάρα πολύ και καρδιά μου γιατρέ, η καρδιά μου χτυπά ακανόνιστα. Αυτό ιδίως το τελευταίο με ανησυχεί πολύ.
-Α μην ανησυχείτε, μπορούμε να θέσουμε τέρμα σ' αυτό.
WOMAN

Μαγκουφιά.

Μόνοι ερχόμαστε και μόνοι φεύγουμε απ΄τη ζωή, ανάμεσα στις δυο αυτές στιγμές, φτιάχνουμε όλων των ειδών τις σχέσεις για να ξεγελάσουμε τη μοναξιά μας.
Οσο εύκολα κάνουμε νέες γνωριμίες, άλλο τόσο εύκολα απορρίπτουμε παλιές , που νοιώθουμε οτι τραβούν χαμηλά τη ψυχή μας, τις αποτινάζουμε, ενω σ΄άλλες, νωπές ακόμα απο συναίσθημα, δίνουμε όλη μας την ύπαρξη.
Το πάρε δώσε του αιώνα μας, που για εύηχους λόγους αποκαλούν φιλία, με αφήνει παγερά αδιάφορη.
Σχέσεις βασισμένες σε ανθρώπινα καλλωπιστικά φκιασιδώματα και επ΄αορίστου χρόνου φληναφήματα προκειμένου να ξορκιστεί ο φόβος της μαγκουφιάς.

Τις “μοναξιασμένες” και ανυποψίαστες πτυχές της ψυχής μου , τις κοινοποιώ μόνο σε ανθρώπους που περπατούν με απόλυτη σαφήνεια στο πλάϊ της δικής μου καρδιάς , με βαθιά επικοινωνία.

...άλλοι....

Μουσική στα αυτιά, εκεί, κολλημένα , δυνατά.
Να δίνει το ρυθμό σε όλα όσα αφόρητα τους λείπει.
Μουσική να σβήνει ήχους και θορύβους, του δρόμου και της ψυχής.
Μέρα ή νύχτα, με φεγγάρι ή χωρίς, λεπτομέρεια ασήμαντη.
Και το κορμί, ασυναίσθητα, να ακολουθεί το ρυθμό, να αρχίζει να κινείται, να πάλλεται, να αφήνεται στο κύμα που το παρασύρει.
Αντί για άσφαλτο βλέπεις κύμα. Αντί για τσιμέντο σκοντάφτεις σε δέντρο. Αντί για πρόβλημα βλέπεις άλμα και όνειρο.
Στους όποιους περαστικούς προκαλεί εντύπωση (εδώ καλά καλά δεν χορεύει ο κόσμος εκεί όπου θεωρητικά γι αυτό ακριβώς το λόγο πηγαίνει), αλλά τελικά χαμογελάνε.
WomanΌχι, δεν είναι γιατί σε περνάνε για τρελό- υπάρχουν και αυτοί. Ούτε γιατί « θέλουν το κακό σου » . Δεν είναι ανάγκη να θέλουν κάτι ή να νομίζουν κάτι. Συμβαίνει απλά να χαίρονται βλέποντας κάποιον να ευχαριστιέται αυτό ακριβώς : τη στιγμή, τη δεδομένη, την απόλυτη, που το γύρω εκμηδενίζεται μπροστά της εμπεριέχοντας τα απολύτως απαραίτητα (για τον καθένα).
Αφού το βλέπεις, και αυτοί χαμογελάνε (δεν γελάνε, αρκετά με τις κακίες).
Κοντοστέκονται και χαζεύουν την ελευθερία και την αλήθεια της στιγμής, σχεδόν ασυναίσθητα. Υπάρχουν ακόμα (και) μη – μικρόψυχοι άνθρωποι που αναγνωρίζουν και χαίρονται με τη στιγμή του άλλου.
Ευτυχώς !!!!!!!!

ΔΑΚΡΥ ΣΤΟ ΦΙΔΙ!

Πατώντας μες στ' αγκάθια, στ' άγρια χόρτα, προχωρούσανε σιωπηλοί, σκεφτικοί με κουρασμένο βήμα. Γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά τής εορτής και οι μυρουδιές των λουλουδιών, των άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα. Κάποτε κοράκι περνούσε με κρωγμό δυνατό από πάνω τους, και τότε σήκωναν το κεφάλι και το κοίταζαν που έφευγε με φτερουγιές μεγάλες, το κοίταζαν ώσπου χανότανε στου γαλάζιου ουρανού το βάθος.

            Μέλισσες, σφήγκες, μύγες χρυσές, μαύρες μεγάλες, τρέχανε, γυρίζανε μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, τρέχανε πάνω στα λουλούδια τα κίτρινα, τα τριανταφυλλιά, στις παπαρούνες, που πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, και κουνιόντουσαν στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε.
            Και κανένα σύννεφο στον ουρανό. Ο ήλιος λαμπερός εφώτιζε και ησυχία απλωνόταν, που μέσα σ΄ αυτή ανάδευε το βουητό τής μέλισσας, των εντόμων.
            -Να το νταμάρι! το βλέπετε; είπε ο ένας και στάθηκε δείχνοντας ένα λόφο κοκκινωπό μακριά. Εκεί τον φύλαξα. Α, ρε, μανία που τον είχα!... Εκεί πίσω, εκεί τον βάρεσα!... Έγινε καλά όμως!... Το σκυλί!... Α, αν τον πετύχω τώρα, καμιά φορά, δεν πιστεύω να ξαναγίνει!...
            -Διπλός ο κόπος γίνεται, Λούκαρή μου, όταν η δουλειά δε γίνει σωστή! του είπε ο δεύτερος με κούνημα του κεφαλιού και σταματώντας, για να δέσει το άσπρο μακρύ ζουνάρι του, που είχε λυθεί και κρεμόταν.
            -Έχεις δίκαιο, έτσι είναι!... Μα δε μου λέτε, δεν καθόμαστε να ξαποστάσουμε λίγο σ΄ αυτή την ελιά;
            -Ακούς λέει!...
            Ο τρίτος άρχισε να βλαστημά κι έσκυψε πιάνοντας το πόδι του.
            -Τι έπαθες, μωρέ Κούρη;
            -Ένα αγκάθι, Σακίδα μου, εν΄ αγκάθι, τ΄ άτιμο, σα μαχαίρι!...
            Και κάθισε κάτω, έβγαλε το παπούτσι του, ένα παλιό λαστιχένιο, κατατρύπιο.
            Αυτοί προχωρήσανε για την ελιά, όπου σε λίγο έφτασε και ο Κούρης.
            Κρότος σιδηρόδρομου ήρθε ίσαμε κει, έπειτα έφυγε, όπως, όταν φυσά άνεμος, φεύγει κουλουριαστά, στριφογυρίζοντας καπνός, που βγαίνει από καπνοδόχο εργοστασίου.
            Πάλι είχανε μείνει σιωπηλοί.
            Χελιδόνια περνούσανε γρήγορα, οι σφήγκες, οι μέλισσες βούιζαν... Ένας χτύπος ερχόταν από το λόφο, ένας χτύπος σίδερου, που κτυπά πέτρα.
            -Είναι το νταμάρι! τους είχε πει ο Λούκαρης.
            Ο Σακίδας έψαχνε την τσέπη του
            -Τι γυρεύεις;
            -Καπνό!... αν έχει τίποτα τρίμματα!... Μπα!... έκανε κοιτάζοντας την τσέπη του, που αναποδογύρισε.
            -Ψίχουλα είναι τα περισσότερα!...
            Έγινε σιωπή! Ο κρότος του λοστού, που χτυπούσε την πέτρα, ακουγόταν κανονικός.
            Σε λίγο μίλησε ο Κούρης:
            -Μωρέ, για βάλτε το και κείνο με το νου σας, που μας είπε κείνη η γυναικούλα στην παραγκούλα! Βάλτε με το νου σας!...
            -Α, έκανε ο Σακίδας, για σπουδαίο το 'χεις; Αυτά γίνονται κάθε μέρα! Στο φτωχό δε δίνουνε καμιά αξία, καμιά!... Αν και ο φτωχός, να σας το πω, έχει πιο πιο πολύ αξία απ΄ τους πλούσιους! Αυτό μπορώ να σας τ΄ αποδείξω, τώρα δα, αν θέλετε!... Για σκεφτείτε λίγο το παιδί πώς γεννιέται! Για βάλτε το, ντε, με το νου σας! Πώς γεννιέται;... Γεννιέται άφκιαχτο ακόμα, δε μοιάζει με το κατσίκι, με το αρνί!... Αλλά το παιδί είναι ένα πράγμα άφκιαχτο και το πλάθει ύστερα η μάνα! Σα να ΄χω δίκαιο λίγο ε; Βάλτε λοιπόν με το νου σας τη φτωχειά!... Τι τυραννία τραβά!...Να ξενυχτά να το κουνά, να το σκουπίζει και να το πλένει και να πλένει και ολόκληρο το σπίτι!... Α, το μωρό δεν έχει ύπνο, α, το μωρό ξερνά, α, το σπουρίζει, και άλλα, άλλα!... Βάσανα και βάσανα! Αμ΄ ώσπου να πάρει τα πόδια του; Ασ΄τα!... Απ΄ την άλλη μεριά παρ΄ την πλούσια. Γεννά, ε; το παιδί θα το πάρει η παραμάνα! Θα της κοιτάξουνε και το γάλα!... Η πλούσια κοιμάται σα να την είχε πιάσει μόνο η κοιλιά της και της πέρασε! Το παιδί το σέρνει η παραμάνα. Αλλά μην κι αυτή τυραννιέται; Άμα μαγαριστεί το παιδί, πετά τα μαγαρισμένα!... Άλλη δούλα τα παίρνει και τα πλένει!... Βλέπετε λοιπόν, πως ο φτωχός είναι πιο ιερός από τον πλούσιο;
            -Μα πού τα έμαθες αυτά, στο Θεό σου, μωρέ Σακίδα; ρώτησε ο Κούρης, άμα ο Σακίδας σταμάτησε να λέει.
      Αυτός τον κοίταξε με χαμόγελο:
 -Πού τα ΄μαθα, ρε Κούρη; Στο πανεπιστήμιο, που μας είχανε κλεισμένους!...
Ο Κούρης έσπρωξε το σκούφο του κι έξυσε το κεφάλι του.
    -Εγώ δεν ξέρω ποιος είναι ιερός και ποιος δεν είναι, μουρμούρισε ο Λούκαρης, εγώ ξέρω πώς όλοι είναι κακοί!.. Για μένα είναι το ίδιο όλοι!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή και δε θα ήμουνα ό,τι είμαι τώρα! που δε θα γλιτώσω και πάλι να χωθώ μέσα. Αυτό ξέρω γω! Όλοι είναι κακοί, κακοί!...
-Άλλο λέω γω! Έκανε να πει ο Σακίδας.
-Ξέρω τι λες εσύ, αλλά ξέρω και τι λέω  γω!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, αν δε με πείραζε, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή!... Θα ΄χα κι εγώ μια καλύβα, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου...
           Έγινε σιωπή. Ο κρότος του λοστού είχε είχε πάψει. Το βουητό των εντόμων, που γυρίζανε      στ΄ άγρια λουλούδια κει κοντά τους, ακουγόταν και φωνές σπουργιτιών.
-Μωρέ, διψώ! έκανε σε λίγο ο Σακίδας.
-Κι εγώ! είπε ο Κούρης.
-Μα πού στο διάολο να βρούμε νερό;
            -Να, εκεί, τους είπε ο Λούκαρης, δείχνοντας το λόφο, εκεί στο νταμάρι κάτω έχει πηγάδι!
      Αυτοί σηκωθήκανε:
-Δε θά ΄ρθεις;
            -Δε διψώ!... Αντίστε!... Γρήγορα λιγάκι!... Ο Λούκαρης τους κοίταξε, που φεύγανε, έπειτα για λίγο έγειρε και ξαπλώθηκε.
-  -Κοίταξε το γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, τα πουλιά, τα χελιδόνια, που περνούσαν όλο κελάδημα, και αργά και πού κανένα κοράκι. Και δε σκεφτόταν τίποτα, ή κάποτε κάποια σκέψη ελαφριά φαινότανε στο νου του κι έσβηνε αμέσως, όπως σε κατακάθαρο ουρανό λίγος καπνός.
            Ξαφνικά πετάχτηκε και κάθισε.
            Πέρα λίγο απ΄ αυτόν, σε μια μεριά μισοκυκλωμένη από χόρτα, ένα φίδι είχε κουλουριαστεί και λιαζότανε με το κεφάλι σα γάτα, ή σκυλί, βαλμένο κάτω...

            Τινάχτηκε. Αλλά και το φίδι ορθώθηκε, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ανοιγόκλεινε το στόμα του με τα μυτερά στριφτά δόντια...
            Χωρίς να το σκεφτεί το χτύπημα με με το καυσόξυλο, που είχε για ραβδί, το χτύπησε με δύναμη... Το φίδι έμεινε ακίνητο.
      Το τράβηξε έξω. Ήταν αστρίτης αρκετά μεγάλος.
            -Γιατί να το σκοτώσω; είπε, αφού στάθηκε, για λίγο, και το κοίταξε. Τι μου έκανε;... Είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!... Όλος ο κόσμος το κυνηγά!...  
Είδε το φίδι να κουνιέται και να φέρνει κοντά την ουρά του και να μένει πάλι ακίνητο.
Λύπη μεγάλη του ήρθε:
καλά!... Και είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!...
Και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο σκοτωμένο φίδι.


Διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά από τη συλλογή Όνειρο που δεν τελειώνει και άλλα διηγήματα)
 

Κοιτάζω τη βροχή, βροχή μου

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Αλκίνοος Ιωαννίδης-Θα΄μαι κοντά σου όταν με θές


Ξύπνησα μες τον ύπνο μου ,κι άκουσα δυο φωνές.
Η μια μου είπε ξέχνα την
κι πάψε πια να κλαις.
Μα η άλλη ήταν η δική σου
μες απ` του ύπνου του εφιάλτη τις γραμμές.
Μου λεγε αγάπη μου κοιμήσου
Θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Τα χρόνια είναι αμέτρητα
μα είν` η ζωή μικρή.
Συνήθισα να σ` αγαπώ
συνήθισες κι εσύ.
Μα είναι τα χρόνια ένα δοχείο
ένα φθηνό ξενοδοχείο για δυο στιγμές.
Για να χωράει κάπου ο πόνος
τις νύχτες όταν μένω μόνος.
Τις σιωπές μου να μετράω
να σε θυμάμαι όταν πονάω να μου λες
Θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Το παραμύθι τέλειωσε
κι αρχίζει η ζωή.
Αχ να ταν η αλήθεια σου
σαν ψέμα αληθινή.
Τι να την κάνω τη ζωή μου
στο παραμύθι θα τη ρίξω να πνιγεί.
Να παραμυθιαστεί η ψυχή μου,
να σε πιστέψει πάλι από την αρχή.
Να σε πιστεύει όταν μ` αγγίζεις,
τις νύχτες όταν ψιθυρίζεις όταν λες
Θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Σώπα, μη μιλάς!

Σώπα, μη μιλάς! του Αζιζ Νεσίν
Photobucket
PhotobucketPhotobucket
Photobucket
PhotobucketΣώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή, κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός, η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα, μου λέγαν: «σώπα!». Στο σχολείο μου κρύψανε την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε: «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!».
PhotobucketΜε φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: «Κοίτα μην πεις τίποτα, σσσ…σώπα!»Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
PhotobucketPhotobucketΚαι αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
PhotobucketΟ λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, «Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,«θα βρεις το μπελά σου, σώπα!». Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι «Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα!»
Photobucket
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, και τα ‘μαθα να σωπαίνουν, η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε: «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες, με συμβουλεύανε: «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα!»Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή, με τους γείτονες, μας ένωνε όμως, το «Σώπα!».
«Σώπα!» ο ένας, «σώπα!» ο άλλος, «σώπα!» οι επάνω, «σώπα!» οι κάτω, «σώπα!» όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. «Σώπα!» οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας… Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα!». Και μαζευτήκαμε πολλοί, μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα, τα πάντα κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «Σώπα!».Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα»!
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν’ την να σωπάσει. Κόψ’την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά. Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά. Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά να μιλάς, χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς! Και δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς, θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
PhotobucketΚόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
Photobucketκαι κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο, με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!!!

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me