Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Το δακρυσμένο φεγγάρι!


 

Μια φορά κι έναν καιρό εκεί ψηλά στον ουρανό ο Γαλαξίας των αστεριών, ο Ήλιος, το φεγγάρι , η Πούλια και ο Αυγερινός έκαναν ένα πάρτυ. Φαντάζεστε το μεγαλείο;Τα αστέρια έλαμπαν συνεχώς φορώντας τα ασημένια κοστούμια τους, ο Ήλιος είχε φορέσει την πορφυρή του χλαμύδα, η Πούλια σαν μάγισσα της νύχτας είχε ντυθεί ανάλογα και ο Αυγερινός ντυμένος με το σμόκιν του έμοιαζε πολύ επίσημος...!Είχαν πιάσει όλοι θέση στην χρυσοστολισμένη αίθουσα του ουρανού, όταν κάτι ψίθυροι έκαναν όλους να γυρίσουν τα κεφάλια τους. Μα τι να συνέβη άραγε;Το φεγγάρι! Που ήταν το φεγγάρι; Θα έχανε τέτοια φιέστα;  

 

Κι εκεί που αναρωτιόντουσαν ένα κατάλευκο σύννεφο, χωρίς κοιλίτσα, με ένα ροζ φιόγκο στο λαιμό, λίγο κουτσομπόλικο, πλησίασε την αμήχανη παρέα για να τους λύσει την απορία.Εκείνα μόλις το είδαν φοβήθηκαν ότι πάλι κάτι θα σκάρωνε, και τραβήχτηκαν πίσω, αλλά το συννεφάκι ανέβηκε σε ένα τραπέζι και φραπ! Στάθηκε πάνω στο ψηλό κηροπήγιο που ακόμα το κερί δεν το είχαν ανάψει και τους είπε:- Το φεγγάρι είναι δακρυσμένο. Τα ματάκια του είναι κόκκινα και τα χειλάκια του όλο σουφρώνουν...έτοιμο να κλάψει.- Μα γιατί; Γιατί; Αναρωτιόντουσαν όλοι μαζί γεμάτοι περιέργεια.- Που να σας τα λέω! Συνέχισε το συννεφάκι. Η αδελφή μου η Πουπουλένια απέρριψε την πρόταση γάμου που της έκανε και εκείνο έφυγε ένα μακρινό ταξίδι για τη χαμένη Ατλαντίδα. Εγώ το ακολούθησα χωρίς να με καταλάβει και τελικά είδα ότι έφτασε σε ένα ξερονήσι. Κατέβηκε σε ένα παλιό πέτρινο κάστρο. Έβγαλε το καπέλο του, σήκωσε τα μανίκια του από το φαρδύ πουκάμισο και χτύπησε την πόρτα. Ανοιξε μια όμορφη κοπέλα, με μακριά κατάξανθα μαλλιά που όμοιά της δεν έχω ξαναδεί.  



 
Το φεγγάρι τη χαιρέτησε και καθώς η πόρτα ήταν ανοιχτή, πέρασα κι εγώ μέσα. Πήγα γρήγορα γρήγορα και κρύφτηκα πίσω από τις βελουδένιες κουρτίνες που έντυναν τα επιβλητικά παράθυρα. Πιάστηκαν χέρι-χέρι και προχώρησαν σε έναν μακρύ διάδρομο, ώσπου έφτασαν σε ένα σαλόνι πλημμυρισμένο από δυνατό φως. Κάθισαν σε ένα τραπέζι φτιαγμένο από όστρακα και γυαλί, κτύπησε η ξανθομαλλούσα το σήμαντρο και τέσσερις υπηρέτες ντυμένοι στα λευκά, και με ένα παράξενο καπέλο στο κεφάλι παρουσιάστηκαν κρατώντας στα χέρια τους πιατέλες με αχνιστά φαγητά. Σερβίρισαν, και έτσι όπως ξαφνικά ήρθαν έτσι και εξαφανίστηκαν! Σαν απόμειναν μονάχοι, άκουσα το φεγγάρι που είπε: «Καλή μου Σίρλευ, σήμερα ήρθα στο Κάστρο σου κάνοντας αυτό το μακρινό ταξίδι για να σου πω τον πόνο μου».- Και τι έγινε; Ρώτησε η παρέα γεμάτη αγωνία.- Το φεγγάρι άρχισε να διηγείται την απόρριψη της Πουπουλένιας και τον αγιάτρευτο καημό του. Και τότε τα λαμπερά μάτια της Σίρλει, έλαμψαν. Σηκώθηκε, αγκάλιασε το φεγγάρι και τον τράβηξε από το χέρι κι εκείνος την ακολούθησε σε έναν απέραντο κήπο γεμάτο παράξενα δέντρα και λουλούδια. Κάθισαν σε ένα μαρμάρινο πεζούλι, τοποθέτησε τον καθρέπτη της μπροστά τους, κοίταξε μέσα και βλέποντας το φεγγάρι του είπε: «Φίλε μου αγαπημένε κοίταξε τι όμορφος που είσαι; Αν δεν σε θέλει η Πουπουλένια, χρόνια τώρα σε περιμένω εγώ, σαν μια μακρινή ιστορία παραμυθιού. Τι λες;». Το φεγγάρι δάκρυσε. Τι κρίμα...αγαπούσε την Πουπουλένια. Αλλωστε ζούσαν στην ίδια πολιτεία του ουρανού κι έτσι θα μπορούσαν να είναι μαζί, ενώ με τη Σίρλει; Μόνο αν κάποια μάγισσα την έκανε αστέρι και πέταγε μαζί του ψηλά στο ουράνιο στερέωμα...δύσκολο...κι έτσι, το φεγγάρι σηκώθηκε. Έπρεπε να φύγει γιατί είχε μεγάλο ταξίδι να κάνει. Αποχαιρέτησε τη φίλη του και άρχισε να ανεβαίνει για το σπίτι του.- Κι εσύ τι έκανες;- Εγώ την ακολούθησα, συνέχισε το κατάλευκο συννεφάκι και τότε είδα τα δάκρυα που έπεφταν από τα μάτια του Φεγγαριού πάνω στη γη, γεμίζοντάς τη με κάτι όμορφα λουλούδια που τα ονόμασαν νυχτολούλουδα. 




Μυρίζουν μόνο κάθε βράδυ, γεμίζοντας τον τόπο μοσχοβολιά, για να θυμίζουν την όμορφη ιστορία αγάπης του Φεγγαριού που σημάδευε παντοτινά τη ζωή του. 

Photobucket

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me