Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

....βροχοσταλίδες.....

Στάθηκα κοιτάζοντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να δακρύζει, 


123tagged.Com
μπλεγμένο στα βρόχια του γιασεμιού, που σκόρπιζε μυρωδιές κι αρώματα .... 




 123tagged.Com

   
να σμίξουν με τις μυρωδιές απ’ το βρεγμένο χώμα του κήπου.
Σ’ είδα να φεύγεις καθώς δυνάμωνε η βροχή και τα άνθη του γιασεμιού
γέρνανε ελαφρά για να χαρούν το χάδι απ’ τις βροχοσταλίδες ,
που πέφτανε ασταμάτητα μουσκεύοντας τα πάντα. 

 123tagged.Com

Κουρτίνα οι βροχοσταλίδες αστράφτανε πάνω στ’ ανθισμένο γιασεμί  


 

κι έμενα να σε κοιτώ καθώς η βροχή μούσκευε τα μαλλιά , 
  
  
  

κυλούσε στα μάγουλα, έσμιγε με τα δάκρυα και κατέβαιναν μαζί
στο στήθος να πετρώσουν την καρδιά. 

 
Η βροχή δυνάμωνε μα έμεινα καρφωμένος να κοιτώ .... 

 
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο να παίζει με τις βροχοσταλίδες .... 
  


όπως έπαιζε η ματιά σου στο πρώτο μας αντάμωμα κάτω απ’ ένα ουράνιο τόξο....                      


Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

''Ενας γαμπρός για την Μιρελίνα (ιστορίες)...ατελές.



«Κραταιά ως θάνατος η αγάπη»


Γέλασε η Μιρελίνα όταν πρωτάκουσε το στίχο του ποιητή. Γέλασε με την καρδιά της . Αυτή τα χε όλα ξεκαθαρίσει, όλα τακτοποιήσει μέσα της. Αγάπη! Σιγά! Σεξ ναι. Αλλά…… άλλο σεξ….. άλλο αγάπη


Free Image HostingΚάτι ήξερε ο πατέρας της

Αγάπη….η αγάπη είναι μόνο για τα δεκατετράχρονα άντε ως τα δεκαπέντε και μετά….

Και συμπλήρωνε η νόνα της

….μετά μάτια… δεν αγαπιούνται πλιο…. Δαγκάνονται…. Μπαίνει ο γωισμός στη μέση…


Αλλά το σεξ….. το σεξ είναι ανάγκη βιολογική σαν την πείνα και τη δίψα. Το σώμα σου λαχταρά ένα άλλο σώμα. Ένα Σώμα!

Ψυχή και αηδίες που θα λεγε και η μάνα της πως της ήρθε και τη θυμήθηκε τώρα…..

Ναι. Ένα άλλο σώμα ….. ανάγκη ή μπορεί να φταιγε ένα απομεινάρι θύμησης που θέλει έναν άντρα να κοιμάται στο μαξιλάρι ….


Μπλεκότανε καμιά φορά με κάποιον αλλά

Η φιλία φιλία το σύνορο στη γκορτσιά

Που πάει να πει τα μέσα της τα χε φυλαμένα


Μιρελίνα δε σκέβγεσαι εσύ για παντρειά; Να κάνεις ένα παιδί δε σκέβγεσαι; Έτσι θα πορευτείς μωρέ τσιούπρα μ’; Μπιτ δε σου παένει το μυαλό;


Τ’ άκουγε και γέλαγε. Στην αρχή μάλιστα ξεκαρδιζότανε

Η γιαγιά απτόητη. Ειδικά όταν πρωτόπιασε δουλειά στο νοσοκομείο


Κανα γιατράκο μάτια….. κανένας καλός δεν είναι για τ’ εσένα;


Την άκουγε και έκλαιγε απ’ τα γέλια η ξανθιά ακόμα απ’ τη μάνα της Μιρελίνα.

Αχ, μωρέ γιαγιά μου…. γιαγιά μου…. να ξερες πως τους βλέπω τους γιατρούς μες στο χειρουργείο … βουτηγμένους στο αίμα το ξένο και τον ιδρώτα. και στο φόβο τους….. άσε που νομίζουν πως είναι Μικροί θεοί….. σε βλέπουν…. Μυρμήγκι και χειρότερα….


Κι ύστερα …..

Στην αρχή μια φορά χάθηκε μια ασθενής εκεί πάνω στο τραπέζι μια γυναίκα νέα ήταν γύρω στα 30 από ατύχημα και δεν τα κατάφερε κι ο γιατρός νέος κι αυτός δεν άντεξε τη μάχη με το θάνατο, τον βρήκε να κάνει εμετό κι όπως τον ακούμπησε στην πλάτη την έστησε στον τοίχο και μπήκε μέσα της χωρίς άλλο λόγο, ν’ αδειάσει την έντασή του


Όρκο έκανε να μην ξαναμπλεχτεί μαζί τους


Έτσι πήρε σβάρνα όλες τις επαγγελματικές τάξεις αποφεύγοντας κύκλους με διανοούμενους ή με πολλά πτυχία. Αυτή τους άντρες τους ήθελε να πατούν στη γη. Ν’ αγγίζουν το σώμα της με τα χέρια. Και το μυαλό τους να ναι εκεί κι όχι αλλού. Να την ζητούν στο φως της μέρας δίχως ατμόσφαιρες, φτιαχτά σκηνικά. Ήθελε να πατά στη γη μέσα από άντρες ωμούς

Με τους χασάπηδες είχε πολύ πάρε δώσε και με κάτι εκδορείς…. Την ανατρίχιαζε η ιδέα πως τα χέρια που την αγκάλιαζαν αφαιρούσαν χωρίς σκέψη τη ζωή….

Κι αφού περιόδευσε σε χειρώνακτες, εξέπεσε σε σώματα ασφαλείας, πορτιέρηδες, μπάρμαν και γκαρσόνια σε νησιά τους μήνες του καλοκαιριού. Ύστερα ήρθανε μήνες στερημένοι με το ντόπιο στοιχείο να φυραίνει και στράφηκε σε αλλοεθνείς

Κόντευε τα πενήντα. Ακόμα το νοιωθε το σώμα της. Είχε καταφέρει να κρατήσει το χρόνο μακριά μα πόσο ακόμα………


Ένα παιδί ωρή τσιούπρα μ’

Άρχισε να της γίνεται εμμονή. Ένα παιδί. Ήθελε ένα παιδί.

…………………………………………………………………………………………


Νομίζω πάντα φεύγαμε από τον τόπο μου. Ήταν η φτώχεια που μας έδιωχνε. Πρώτα πηγαίναμε σε γειτονικά μέρη μα ο πόλεμος φούσκωσε τη θάλασσα και μπήκαμε όλοι μέσα κι έπρεπε να φύγουμε μακριά. 




Άκουγα να μιλάνε για περάσματα, για δυσκολίες, για θανάτους, για χρήματα. Κι όσο πιο πολλά λέγανε, όσο πιο δύσκολα τα παράσταιναν, τόσο όλοι κάναμε αμάν να φύγουμε. Να φύγουμε!

Μιλάγανε και για χρήματα. Όλοι κάνανε οικονομίες ακόμα κι οι γέροι να τις δώσουν στους πιο νέους και να φύγουν…. να φύγουν

Ήτανε κι οι ταραχές….. κι άμα είσαι νέος έρχεται ο ορίζοντας και κλείνει μπαίνει μες στο σπίτι σου και μια μέρα λες αέρα μωρέ! Αέρα!

………………………………………………………………………………………………….

Εγώ την Ελλάδα δεν την ήξερα, δεν την είχα ακούσει…. Αμερική λέγανε, μα ήτανε μακριά κι έμενε η Ευρώπη.

Ευρώπη! Γυναίκες αμάξια λεφτά! Λεφτά!

Ποιος είχε λεφτά; Μα τι να έκανα;

Το αίμα του διπλανού ήρθε αυλάκι μέχρι το σπίτι μου κι έτρεξα παρακαλώντας. Αμάν! Πάρε με να φύγω! Μόνο να φύγω!

…………………………………………………………………………………………

Γιε μου μουρμούραγε η μάνα και τον κοίταξε

Βιαστικά έδωσε απαντήσεις σε ερωτήσεις που κανείς δεν άκουσε


Μη φοβάσαι μάνα. Μη φοβάσαι! Ο άνθρωπος τα ξέρει τα περάσματα τα σίγουρα. Εκείνοι που χάνονται είναι όσοι δεν ξέρουν. Μα αυτός, όλοι το λένε είναι ο καλύτερος. Τα χει όλα μελετημένα. Θα μπούμε στην Τουρκία από μέρος αφύλαχτο που δεν το ξέρουνε πολλοί κι οι συνοριοφύλακες είναι μιλημένοι και ύστερα μάνα μου…. Ύστερα… άνθρωποι δικοί του θα μας πάνε στην Ελλάδα. 
 


Και τι είναι η Ελλάδα μάνα; Η πόρτα της Ευρώπης είναι! Κι όλοι οι δρόμοι ανοιχτοί! Τι να κάνω εδώ μάνα; Τι με θέλεις εδώ; Αν μείνω θα κλάψεις…..


Σώπα! Είπε και σκέπασε το πρόσωπό της με το βαρύ της πέπλο, το μαύρο. Χήρα η Φατίμα, αυτόν τον γιο καμάρωνε. Ο ήλιος της ήταν κι αν χανόταν….

Δεν του μίλησε του βαλε μόνο στη χούφτα όσα λεφτά είχε μαζεμένα απ’ τον καιρό που ζούσε ο άντρας της κι ύστερα μ’ ένα μικρό δισταγμό έβγαλε απ’ το χέρι της το δαχτυλίδι με το μεγάλο πράσινο σμαράγδι

Πάρτο! Βρες μια γυναίκα να σ’ αγαπά και φέρε την. Μπορεί το κισμέτ σου να ναι πέρα από τη θάλασσα.

Της το χε δώσει ο πατέρας του και σε κείνον ο δικός του. Μετρούσε γενιές πίσω το δαχτυλίδι με το μεγάλο πετράδι, σε δυο φίδια ανάμεσα 


Buenos momentos.




………………………………………………………………………………………


Τελευταία την είχε πιάσει μανία με τα γυμναστήρια. Πάντα της ενεργητική ήταν δε στεκόταν πουθενά όλο κίνηση μα τώρα με λύσσα καταπονούσε το κορμί της. Καμάρωνε που οι άλλοι θαύμαζαν την αντοχή και τη δύναμή της. Κι όσο την κοίταζαν τόσο χτυπιόταν πάνω από τα μηχανήματα η Λίνα. Ποιος να τη φώναζε πια Μιρελίνα; Μόνο η νόνα. Οι άλλοι νωρίς νωρίς φύγανε δίχως να προλάβουν τις αθλητικές της επιδόσεις


Κοίτα μπράτσα γιαγιά! Κι έφερνε τα χέρια μπροστά στα μάτια της γριάς μα εκείνη


Έστριψες μάτια! Έναν άντρα ορή τσούπρα μ’ κι ας τα πιγνίδια!

Θα πάω μι του μαράζ’ ορή κοπέλα μ’


Δεν ήταν που έψαχνε για άντρα η Μιρελίνα, ήταν που ήθελε το παιδί. Ένα παιδί. Της είχε κολλήσει Και γι’ αυτό της ήταν αναγκαίος.


………………………………………………………………………………………….

Τον Χατούν τον συνάντησε στο γυμναστήριο. Αυτός δούλευε εκεί. Αυτό το μαθε μετά

Στην αρχή πρόσεξε τα μάτια του. Πράγμα εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς πως τόσον καιρό μούσκουλα και πισινούς κοίταζε (το πρόσωπο το άφηνε για το τέλος)

Πρόσεξε τα μάτια του αθώα και ντροπαλά της φάνηκαν.

Ανατρίχιασε

Λιονταρίνα ήταν. Βρήκε το θήραμά της.

…………………………………………………………………………………………

Τον οδήγησε στο σπίτι της. Τον κράτησε μια νύχτα, δυο, την τρίτη έφυγε και τον έχασε κάμποσες μέρες. Τον ξαναβρήκε τυχαία

Χάθηκες κι απ’ το γυμναστήριο….

….. με πιάσουν…… της είπε

Μάθαινε γρήγορα μα τα λεγε μισά ακόμα

Ποιοι; Λήστεψες τράπεζα; Του είπε και γέλασε δυνατά.

Πάνε πίσω εμένα. Πίσω. Εγώ όχι. Εγώ πάω Ιταλία

Πάμε σπίτι. Έλα πάμε σπίτι…..Θα μείνεις μαζί μου. Θα σε προσέξω εγώ.

Σχεδόν τον απήγαγε …..

Πέρασαν οι μέρες που τον μελέταγε κι ένα βράδυ του το είπε ήσυχα ήσυχα

Θα παντρευτούμε. Κι ύστερα καθώς εκείνος έμενε αμίλητος συνέχισε παιχνιδιάρικα…. Δε σ’ αρέσω;

Αρέσεις… ….

Δεν ήξερε τι να πει….. τι να της πει

Την κοίταξε.

Δικοί σου; Είπε μόνο. Δεν ήθελε να ρωτήσει αυτό μα κάτι έπρεπε να πει

Οι γονείς μου έχουν πεθάνει θα σε πάω στο χωριό να δεις τη γιαγιά μου


Το χωριό της ήταν μέσα σε βουνά. Δεν το περίμενα. Την έβλεπα καλοντυμένη όλο αρώματα και τώρα ένα χωριό κλεισμένο. … κόντεψα να βάλω τα κλάματα όταν το δα…. Μικρό πολύ μικρό μόνο γέροι και γριές. Οι γριές φορούσαν στο κεφάλι μαντίλι. Στην αρχή έτσι όπως τους είδα….. πολλοί δίχως δόντια, ζαρωμένα πρόσωπα, σκούρα ρούχα …. Να! Λίγο πιο καλυμμένο να ταν το πρόσωπο θα νόμιζα πως ήμουν…

Μου ήταν -έτσι μου φάνηκε- γνωστό μέρος.

Η γιαγιά της ήταν γριά και μαυροντυμένη. Ένας άνθρωπος μια σταλιά. Η Λίνα τη φώναξε κι εκείνη βγήκε στην αυλή γκρινιάζοντας. Δεν ήξερα τι έλεγε μα φαινόταν από τον τρόπο

Όταν μας είδε χύθηκε κι αγκάλιασε την εγγονή της. Εκείνη γελούσε νευρικά με έδειξε και κάτι της είπε που δεν άκουσα.

Η γριά με κοίταξε πολύ σοβαρά. Ύστερα έπιασε το κεφάλι μου και το πλησίασε στο πρόσωπό της. Μουρμούριζε σιγανά σιγανά κι όλο με κοίταζε στα μάτια. Στο τέλος σαν να πήρε πια απόφαση με φίλησε στο μέτωπο
From My Home to Yours

Να στε ευτυχισμένοι γιε μου είπε και το κατάλαβα γιατί το πε πολύ καθαρά και μετά πρόσθεσε και με γιους

Ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Αυτή η γυναίκα μύριζε λίγο ….. όπως οι δικές μας μυρωδιά από ζώα. Όχι, τόσο ταγκιά μυρωδιά- η γριά σίγουρα θ’ άλλαζε συχνά τα ρούχα της-, μα …. Λίγο και θα λεγα πως ήταν συγγένισσα μου που χε μόλις πλυθεί.

Μωρέ γιαγιά και σου χω πει πως δεν αντέχεται η μυρωδιά είπε η Λίνα . Και μού λειπε πολύ η μάνα μου γιατί αλλιώς δε θα ρχιζα να κλαίω στη μέση μέση ενός ξένου σπιτιού. Μου λειπεν η μάνα μου, η έννοια της, τα μουρμουρητά και οι προσευχές της να είμαι καλά, να βρω μια καλή γυναίκα, να μην ξεχνώ να μην ξεχνώ….

Με χάιδευεν η γριά, η Λίνα, δεν καταλάβαινε τι είχα πάθει μα όσο έβλεπα το πρόσωπό της τόσο ερχόμουνα στη γη, την άλλη γη, την ξένη απ’ τη δική μου. Με τα σπίτια τα άλλα. Πώς μπόρεσα να μπερδευτώ…. 

art, autumn, beautiful, blur, bokeh, book



συνεχίζεται......

Καλημέρα!!!!...καλή κυριακή......

 ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΤΟ ΧΑΟΣ... ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΓΙΟΡΤΗ ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΗ ΖΗΣΕΙΣ, ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΝΟΙΩΘΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΑΝΕ ΟΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΘΕΛΟΥΝ!!!

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

τα όνειρα μου είσαι εσύ....


Eισαι το δακρυ στην ματια μου
Εισαι ο χτυπος μες στην καρδια μου
Εισαι η ζωη μου και ο θανατος μου
Εισαι το πιο ομορφο ονειρο μου

Μες στην καρδια μου στα ονειρα μου
Εσυ υπαρχεις μοναχα ομορφια μου
Δεν με πιστευεις πως σ'αγαπαω
Μα εγω αγαπη μου για σενα ποναω

Εγω σ'αγαπαω μωρο μου το λεω
Μα εσυ σαν φιλη σου με βλεπεις και κλαιω
Δως μου λιγακι σημασια
Η αγαπη σου για μενα εχει αξια

Σε θελω κοντα μου στα ονειρα μου
Ζωη μου αγαπη μου κρυφε ερωτα μου
Για σενα πονω και υποφερω
Πως σ'αγαπω δεν θα παψω να λεω

Κλαιω ποναω για σενα οπου παω
Στα ψεματα κανω οτι γελαω
Γιατι μου λειπεις σε θελω κοντα μου
Ποναω πολυ που δεν σ'εχω ομορφια μου

Εισαι για μενα ολη η ζωη μου
Μες στην καρδια μου ανοιχτη πληγη μου
Που αιμοραγη οσο εισαι μακρια μου
Αγαπη μου φως μου ζωη μου καρδια μου...

Αν χρειαστείς ποτέ καρδιά.....η φώς η οξυγόνο....έλα κοντά μου μα εγώ...τα δίνω εσένα μόνο......


Αν χρειαστείς ποτέ καρδιά.....η φώς η οξυγόνο....έλα κοντά μου μα εγώ...τα δίνω εσένα μόνο......
ΠΟΙΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΜΟΥ...ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΜΟΝΑΧΑ ΤΗΝ ΜΙΛΙΑ ΜΟΥ..
ΕΓΩ ΠΟΝΩ ΟΜΩΣ ΓΕΛΩ ΝΑ ΞΕΓΕΛΩ ΕΣΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΠΕΡΝΩ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ...

Απαντώντας τα βασανιστικά ερωτήματα της ζωής......

 
Ολα τα ερωτήματα  ΕΔΩ !!!!



Απλά ένας σκύλος!

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjLl_iGSjpMiOi-IYcpmcwLgDFnh28f5oOeBzo2cFYZ-f7LbnSyWDLfQMaVvXw0m_6sfcVtTryKD_lEB6QfsN1cMZU9qaHBxI_CET1SEKcmoER3J2mauFEiMaPPAbRaoyfDmY-fDl_NHlQ/s1600/justadog.jpg

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΛΑΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ!!!


Το κορμί σου κ η καρδιά, διψούν για αιωνιότητα...
Λαέ βασιλιά!
Πίστεψες πως το ψωμί σου το χρωστούσαν,
και πως έδιναν καλοπροαίρετα τα όπλα,
για να σώσουν την τιμή, να εδραιώσουν τον νόμο...
Λαέ απελπισμένε!
Μόνο τα δικά σου όπλα να εμπιστεύεσαι...
Σου τα έκαναν ελεημοσύνη...
Κάνε εσύ τα ελπίδα κ ύψωσέ τα ψηλά,
αντίκρυ στο μαύρο φως, στον ανελέητο θάνατο,
που δεν χωράει ο τόπος σου!
Λαέ απελπισμένε...κι όμως Λαέ Ηρώων!!
Λαέ πεινασμένε... κ όμως αχόρταγε για την πατρίδα σου!
Μικρέ κ μαζί Μεγάλε,
στα μέτρα της εποχής σου!
Λαέ της Ελλάδος,
παντοτινέ κυρίαρχε τών πόθων σου!
Ζευγαρωμένη η σάρκα, με το ιδανικό τής σάρκας!
Οι γήινοι πόθοι, το ψωμί, η Ελευθερία...
Ίδιο με τους θεούς το ψωμί...
με τους θεούς, που ενώνουν τους ανθρώπους!
Ίδια με θάλασσα στον ΗΛΙΟ η ΛΕΥΤΕΡΙΑ!!!
Η ΚΑΛΗ ΠΡΑΞΗ, εμφανίζεται πιο δυνατή από όλα!
ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΗ ΑΠ' ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΑΣ!

Inspirational e-mails.....



 Fascinaţia Lacurile Plitvice. Croaţia


Ένας πατέρας με οικονομική άνεση, θέλοντας να διδάξει στο γιο του τι σημαίνει φτώχεια, τον πήρε μαζί του για να περάσουν λίγες μέρες στο χωριό, σε μια οικογένεια που ζούσε στο βουνό.
Πέρασαν τρεις μέρες και δυο νύχτες στην αγροικία. Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο πατέρας ρώτησε το γιο του:



«Πώς σου φάνηκε η εμπειρία;»
«Ωραία» απάντησε ο γιος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
«Και τι έμαθες;» συνέχισε με επιμονή ο πατέρας.
Ο γιος απάντησε:
- Εμείς έχουμε έναν σκύλο, ενώ αυτοί τέσσερις.
- Εμείς διαθέτουμε μια πισίνα που φτάνει μέχρι τη μέση του κήπου, ενώ αυτοί ένα ποτάμι δίχως τέλος, με κρυστάλλινο νερό, μέσα και γύρω από το οποίο υπάρχουν και άλλες ομορφιές.
- Εμείς εισάγουμε φαναράκια από την Ασία για να φωτίζουμε τον κήπο μας, ενώ αυτοί φωτίζονται από τα αστέρια και το φεγγάρι.
- Η αυλή μας φτάνει μέχρι το φράχτη, ενώ η δική τους μέχρι τον ορίζοντα.
- Εμείς αγοράζουμε το φαγητό μας· αυτοί πάλι, σπέρνουν και θερίζουν γι αυτό.
- Εμείς ακούμε CDs. Αυτοί απολαμβάνουν μια απέραντη συμφωνία από πουλιά, βατράχια, και άλλα ζώα. Και όλα αυτά διακόπτονται που και που από το ρυθμικό τραγούδι του γείτονα που εργάζεται στο χωράφι.
- Εμείς μαγειρεύουμε με ηλεκτρική κουζίνα. Αυτοί ό,τι τρώνε έχει αυτή τη θεσπέσια γεύση, μια και μαγειρεύουν στα ξύλα.
- Εμείς, για να προστατευθούμε, ζούμε περικυκλωμένοι από έναν τοίχο με συναγερμό. Αυτοί ζουν με τις ορθάνοιχτες πόρτες τους, προστατευμένοι από τη φιλία των γειτόνων τους.
- Εμείς ζούμε «καλωδιωμένοι» με το κινητό, τον υπολογιστή, την τηλεόραση. Αυτοί, αντίθετα, «συνδέονται» με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, το πράσινο του βουνού, τα ζώα τους, τους καρπούς της γης τους, την οικογένειά τους. 


  


 

Ο πατέρας έμεινε έκθαμβος από τις απαντήσεις του γιου του.

Και ο γιος ολοκλήρωσε με τη φράση:

«Σ'ευχαριστώ, μπαμπά, που μας δίδαξες πόσο φτωχοί είμαστε.»

 

 

 Μέσα σε όλη Cascade. Parcul National Lacurile Plitvice. IIτη σαβούρα των spam που λαμβάνουμε κάθε μέρα, υπάρχουν μερικά μηνύματα που θέλουμε να τα προωθήσουμε. Αληθινή ή ψεύτικη, η ιστορία παραπάνω, μας κάνει να θυμόμαστε ότι οι άνθρωποι έχουν και μια καλή πλευρά. Ή μάλλον, τα παιδιά έχουν μια υπέροχη πλευρά που μεγαλώνοντας ξεχνιέται. Ας τη θυμηθούμε έστω και μόνο για όσο θα κρατήσει η ανάγνωση...


...είπε ένας μικρός ήρωας....

Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια  
μια τελευταία τους επιθυμία.  Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.  




Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.”

ΠΟΙΗΣΗ!

Είδα κι απόειδα πηρά το δίκαννο και κατέβηκα να κάνω επανάσταση… Κατέβηκα αποφασισμένος να σκοτώσω! …αλλά δεν ήξερα ποιον! Ρωτάω έναν: «ρε φίλε ποιος είναι ο εχθρός;…»… «μπορεί η κυβέρνηση» μου λέει… «ίσως οι Αμερικάνοι… μπορεί να είναι και η γριά που τους ψήφισε… ο γέρος που είναι κολλημένος … ο υπάλληλος που βολεύτηκε… αυτός που τον λάδωσε… ο εκδότης που τον στήριξε… ο εργολάβος που τα άρπαξε… ποιος ξέρει;…» Σοκαρίστηκα …και πάτησα τη σκανδάλη!… τώρα πως βρέθηκα σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο δεν ξέρω… 
 

Ποίηση: Χάρης Καφετζόπουλος

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

.....είπαν....

Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Κάθε άνθρωπος
έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,
κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Μια φορά κι έναν καιρό......ΓΚΡΑΝΤ ΜΑΡΣΙΑ!

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια χρυσομαλλούσα βασιλοπούλα που την έλεγαν Βικτόρια. 
Η βασιλοπούλα αυτή πίστευε μ’ όλη της την καρδιά ότι τα παραμύθια βγαίνουν αληθινά κι ότι οι πριγκίπισσες ζουν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα.        




Πίστευε στη μαγεία των ευχών, στο θρίαμβο του Καλού ενάντια στο Κακό, στη δύναμη της αγάπης να νικάει τα πάντα, και, γενικά, σε φιλοσοφίες καλά θεμελιωμένες στη σοφία των παραμυθιών
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, η βασιλοπούλα, ροδοκόκκινη και ζεστούλα μετά το βραδινό της αφρόλουτρο, χωνόταν μέσα σε χνουδωτά ροζ παπλώματα και στοίβες από πουπουλένια μαξιλάρια, κι άκουγε τα παραμύθια που της διάβαζε η βασίλισσα για ωραίες, λυπημένες κυράδες. 
Στο τέλος, πάντα, η ωραία δεσποσύνη, πότε ρακένδυτη, πότε καταραμένη να κοιμάται για εκατό χρόνια, πότε παγιδευμένη σε κάποιον πύργο, σωζόταν από κάποιον γενναίο και γοητευτικό πρίγκιπα.
Η βασιλοπούλα απολάμβανε κάθε λέξη που της διάβαζε η μητέρα της, και κάθε βράδυ γλιστρούσε στον ύπνο καθώς ύφαινε δικά της, υπέροχα παραμύθια
. «Θα ’ρθει ποτέ ο πρίγκιπάς μου;» ρώτησε ένα βράδυ τη βασίλισσα, με τα γλυκά, κεχριμπαρένια μάτια της όλο απορία κι αθωότητα. 
«Ναι, αγάπη μου» απάντησε η βασίλισσα.
«Μια μέρα...» 
«Και θα ’ν’ ψηλός και δυνατός κι όμορφος και γενναίος;» ρώτησε η βασιλοπούλα
. «Βέβαια! Θα ’χει όλα όσα ονειρεύεσαι, κι ακόμα πιο πολλά. Θα ’ναι το φως της ζωής σου, ο λόγος της ύπαρξής σου. Έτσι είναι γραφτό να γίνει.»
«Και θα ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα, όπως στα παραμύθια;» ρώτησε μ’ ένα ύφος ονειροπόλο, γέρνοντας το κεφάλι πάνω στα πλεγμένα της δάχτυλα. 
Η βασίλισσα πέρασε το χέρι της απαλά πάνω απ’ τα μαλλιά τής βασιλοπούλας και τα χάιδεψε με αργές, μαλακές κινήσεις.
«Ακριβώς όπως στα παραμύθια» απάντησε, «τώρα, όμως, είναι ώρα για ύπνο.» 
Φίλησε απαλά τη βασιλοπούλα στο μέτωπο, κι ύστερα βγήκε απ’ το δωμάτιο, κλείνοντας σιγανά πίσω της την πόρτα.  

«Μπορείς να βγεις τώρα – δεν υπάρχει κίνδυνος» ψιθύρισε η βασιλοπούλα.
Έσκυψε κάτω απ’ το κρεβάτι της και ανασήκωσε το στρώμα. 
«Έλα, αγόρι μου!»
Ο Τίμοθι Βάντενμπεργκ ο Τρίτος έδωσε ένα σάλτο κι έπιασε τη συνηθισμένη του θέση δίπλα της. 
Δεν έμοιαζε καθόλου με Τίμοθι Βάντενμπεργκ Τρίτο. 
Πιο πολύ έμοιαζε με τσοπανόσκυλο.
Όμως, η βασιλοπούλα τον αγαπούσε σαν να ’ταν ο βασιλικότερος σκύλος του κόσμου.
Τον αγκάλιασε χαρούμενη. Ευχαριστημένοι, αποκοιμήθηκαν κι οι δυο
. Συχνά, η βασιλοπούλα έβαζε την πούδρα της βασίλισσας από βότανα και το βραδινό της φόρεμα με τα ψηλοτάκουνα παπούτσια τού χορού που της θύμιζαν τα γυάλινα γοβάκια του παραμυθιού. 
Σηκώνοντας τους εντυπωσιακούς ποδόγυρους για να μην ακουμπήσουν στο πάτωμα, περπατούσε χαριτωμένα μέσα στο δωμάτιο ανοιγοκλείνοντας ντροπαλά τις βλεφαρίδες της, αναστενάζοντας σεμνά και λέγοντας:
«Το ’ξερα πως θα ’ρχόσουν, πρίγκιπα μου» και: «Μα βέβαια! Τιμή μου να γίνω γυναίκα σου!» 
Κατόπιν, έπαιζε τις σκηνές απ’ τ’ αγαπημένα της παραμύθια όπου σωζόταν η πριγκίπισσα, έχοντας μάθει τα λόγια απ’ έξω.
Η βασιλοπούλα προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη μέρα που θα ’ρχόταν ο πρίγκιπας της, και δε βαριόταν ποτέ να παίζει το ρόλο της.
Έτσι, έγινε πολύ καλή στο ν’ ανοιγοκλείνει τις βλεφαρίδες της, ν’ αναστενάζει και να δέχεται προτάσεις γάμου.  

Photobucket


Το βράδυ των έβδομων γενεθλίων της, αφού η πριγκίπισσα έκανε τη μυστική της ευχή κι έσβησε τα κεράκια της σοκολατένιας τούρτας της, η βασίλισσα σηκώθηκε και την πλησίασε, κρατώντας ένα δέμα τυλιγμένο φανταχτερά.
«Ο πατέρας σου κι εγώ πιστεύουμε ότι είσαι πια αρκετά μεγάλη για να εκτιμήσεις αυτό το ξεχωριστό δώρο. 
Πηγαίνει από μητέρα σε κόρη εδώ και πολλές γενιές. Ήμουν ακριβώς στην ηλικία σου όταν μου το ’δωσε η μητέρα μου στα γενέθλιά μου. Κι ελπίζουμε, μια μέρα, να το δώσεις κι εσύ στη δική σου κόρη.» Η βασίλισσα απίθωσε το δέμα πάνω στα απλωμένα χέρια της κόρης της. 
Η βασιλοπούλα φλεγόταν από ανυπομονησία, αλλά, όπως το συνήθιζε, έλυσε το φιόγκο και ξετύλιξε την κορδέλα αργά αργά, για να τα προσθέσει άθικτα στη συλλογή της. 
Ύστερα, με αργές κινήσεις, προσέχοντας μη σκίσει το χαρτί περιτυλίγματος, έβγαλε ένα παλιό μουσικό κουτί, πάνω στο οποίο δύο κομψά αγαλματάκια παρίσταναν ένα ζευγάρι που χορεύει βαλς.
«Κοιτάξτε!» φώναξε, ακουμπώντας απαλά τ’ αγαλματάκια με τις άκρες των δακτύλων της.
«Μια ωραία δεσποσύνη και ο πρίγκιπας της!» 
«Κούρδισε το, πριγκίπισσα» είπε ο βασιλιάς. 
Εκείνη γύρισε πολύ προσεκτικά το κλειδάκι. 
Αμέσως πήρε ν’ ακούγεται η γλυκιά μελωδία του τραγουδιού:
Μια μέρα θα ’ρθει ο πρίγκιπας μου, και το κομψό ζευγάρι άρχισε να στροβιλίζεται.  


Romance Scraps and Graphics



«Αχ, το αγαπημένο μου τραγούδι!» φώναξε η βασιλοπούλα.
Η βασίλισσα καταχάρηκε. «Είναι σαν να σου μιλάει για το μέλλον σου... σαν να σου λέει πώς θα ’ναι...» «Μ’ αρέσει πολύ!» είπε η βασιλοπούλα, ζαλισμένη από τη μουσική και τ’ αγαλματάκια που χόρευαν. «Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ!» 

Εκείνο το βράδυ, η Βικτόρια δεν έβλεπε την ώρα ν’ ανέβει στο δωμάτιό της για να παίξει μόνη με το μουσικό κουτί, να κάνει σχέδια και να ονειρευτεί με τη Βίκι – την αόρατη καλύτερη φιλενάδα της, που ο βασιλιάς και η βασίλισσα επέμεναν ότι ήταν φανταστική.

«Κάνε γρήγορα, Βικτόρια!» είπε με λαχτάρα
η Βίκυ  μόλις έκλεισε η πόρτα του δωματίου. «Άνοιξέ το!» «Κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ» απάντησε η Βικτόρια, βάζοντας το μουσικό κουτί πάνω στην τουαλέτα της και γυρνώντας το κλειδί.

Η Βίκυ άρχισε να σιγοτραγουδάει καθώς η μελωδία τού Μια μέρα θα ’ρθει ο πρίγκιπας  μου πλημμύριζε το δωμάτιο.

«Έλα, Βικτόρια, θέλω να χορέψω!» 
«Δεν ξέρω αν κάνει... Νομίζω...»
«Πολλά νομίζεις. Έλα.» 
Η βασιλοπούλα πήγε και στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη που ήταν στη γωνία της ροζ και άσπρης κρεβατοκάμαρας της.
Κάθε φορά που κοιταζόταν σ’ αυτόν τον καθρέφτη, το είδωλό της την έκανε να νιώθει τόσο όμορφη, που ήθελε να χορέψει.
Ειδικά τώρα, με τη μουσική, δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί, κι έπιασε να χορεύει με μια χάρη και μια ζωηράδα που θαρρείς κι έβγαιναν από κάπου μέσα της, βαθιά.
Μαζί της χόρευε κι ο Τίμοθι Βάντενμπεργκ ο Τρίτος, αν μπορούμε να πούμε «χορό» το ότι στριφογύριζε ασταμάτητα.
Όταν ήρθε η καμαριέρα των επάνω ορόφων για να φτιάξει το κρεβάτι, έμεινε να καμαρώνει τον χαρούμενο χορό της βασιλοπούλας, κι έκανε πολύ περισσότερη ώρα να τελειώσει απ’ ό,τι συνήθως. Ξαφνικά, εμφανίστηκε στην πόρτα η βασίλισσα. 
Η καμαριέρα ταράχτηκε που η βασίλισσα την είχε πιάσει να χαζεύει τη βασιλοπούλα αντί να κάνει τη δουλειά της.
Ο Τίμοθι, που είχε αμέσως διαισθανθεί την παρουσία της βασίλισσας, έτρεξε και κρύφτηκε κάτω απ’ το κρεβάτι.
Όμως, η βασιλοπούλα ήταν τόσο απορροφημένη στο χορό της, που δεν πρόσεξε τη βασίλισσα, ώσπου την άκουσε να διατάζει την καμαριέρα να φύγει.
  Κοκάλωσεστη μέση μιας απ’ τις καλύτερες στροφές της.
«Τι ντροπή, Βικτόρια!» είπε η βασίλισσα. «Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τόσο αναξιοπρεπές;»
Η βασιλοπούλα ένιωσε ταπεινωμένη. Πώς γίνεται, αναρωτήθηκε, κάτι που την έκανε να αισθάνεται τόσο ωραία, να ’ναι ταυτόχρονα τόσο κακό;
«Αν θέλεις να χορεύεις» είπε η βασίλισσα, «καλύτερα να μάθεις να το κάνεις σωστά.
Η Βασιλική Ακαδημία Παραστατικών Τεχνών διαθέτει έξοχους δασκάλους μπαλέτου.
Αυτή είναι μια ενασχόληση που αρμόζει σε μια πριγκίπισσα πολύ περισσότερο απ’ το να χοροπηδάει, κουνώντας πέρα-δώθε τα χέρια σαν ένας ταπεινός, κοινός θνητός – και μάλιστα, μπροστά σ’ έναν κοινό θνητό!» 


Romance Scraps and Graphics


Εκείνη τη στιγμή, η βασιλοπούλα ορκίστηκε από μέσα της πως ποτέ ξανά, όσο ζούσε, δε θα χόρευε μπροστά σε κάποιον το Μια μέρα θα ’ρθει ο πρίγκιπας μου, με μια εξαίρεση: τον Τίμοθι.
Ο Τίμοθι, βέβαια, ήταν άλλο πράγμα.
Από τότε που η πριγκίπισσα τον βρήκε πεινασμένο κι αδέσποτο να περιπλανιέται γύρω απ’ το παλάτι, του είχε εμπιστευθεί πολλά προσωπικά της πράγματα, κι εκείνος της ανταπέδιδε την αγάπη της, την αγαπούσε – όχι σαν κάτι άλλους που ήξερε... 
Η βασίλισσα ηρέμησε κι έμεινε για το βραδινό αφρόλουτρο της κόρης της. Βοήθησε τη βασιλοπούλα να φορέσει το λιλά νυχτικό της με τα φουσκωτά μανίκια, κι ύστερα κάθισε δίπλα της, πάνω στο κρεβάτι της με την άσπρη δαντελένια κουνουπιέρα.
Πήρε από το κομοδίνο το βιβλίο με τα παραμύθια κι άρχισε να διαβάζει δυνατά. 
Η βασιλοπούλα δεν άργησε να βρεθεί γι’ άλλη μια φορά στον μαγικό κόσμο των παραμυθιών.

Το στομάχι της ηρέμησε, και το λυπηρό περιστατικό χάθηκε ολότελα από το μυαλό της. 

ΓΚΡΑΝΤ ΜΑΡΣΙΑ

1096845




                                                                                                  





Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me