Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Τι κάνει έναν άνθρωπο??

- Λοιπόν, τι είναι όλα αυτά τελικά που κάνουν έναν άνθρωπο?
Το συναίσθημα, η λογική?
Οι αποφάσεις που δε πήρε?
Οι πράξεις που έκανε?
Τα λόγια που δε ξέχασε ποτέ, ή οι άνθρωπι που γνώρισε?




 
 
- Λίγο απ' όλα είναι, να το ξέρεις. Καθένα τον τραβάει κάτι περισσότερο...
Για τι θες να σε θυμούνται κάποτε?
Για τις συγνώμες που ζήτησες?
Την αγάπη που έδωσες?
Τις τολμηρότερες πράξεις σου, τις μεγάλες επαναστάσεις?
Τα δυνατά λόγια?
Τις αχάλαστες υποσχέσεις?
Τον πιο μεγάλο έρωτα?
 









- Δε ζήτησα ποτέ συγνώμη.
Δεν έδωσα ποτέ αγάπη.
Δεν τόλμησα ποτέ, ούτε επαναστάτησα.
Τα λόγια μου ήταν σκληρά. Πάντα.
Δεν έδωσα ποτέ υπόσχεση που ακόμα να ΄ναι δεμένη...
Δεν ερωτεύτηκα, δε θυμάμαι, δε μπορώ να καταλάβω.
Απ' τη ζωή μου λοιπόν, τι μου λες πως θα θυμάμαι?












- .......................................... μόνο αυτά είναι η ζωή... εκεί μέσα είναι χωμένη... Λυπάμαι, δε ξέρω αν θα θυμάσαι... Ίσως δεν είναι αργά ακόμα... Κι είναι στιγμή να ζήσεις... ΞΕΚΙΝΑ...

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Το χθές....

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μία μέρα πριν το σήμερα.
Ήταν πολύ μακριά από σήμερα. 




561798

Ήταν χαμένη στην αιωνιότητα, αλλά ήταν και πολύ κοντά, σαν τις δύο όψεις μιάς παλάμης.
Ήταν το χθες
Χθες είναι κάθε μέρα πριν το σήμερα.
Είναι κάθε μέρα, που μας δίνει πόνο, χαρά, μιάν αγάπη, ένα τραγούδι, κάποια γλυκιά παρουσία.
Το χθες είναι η μέρα που κάνουμε όνειρα για το αύριο.
Χθες είναι η μέρα που γεννήθηκε ένα παιδί, μιά νέα ελπίδα. 


 

 
Σαν σήμερα κι όμως χθες είναι η μέρα, που μια φιλική παρέα πίνοντας τραγουδούσε για μια μικρή αγάπη με όμορφα φωτεινά μάτια.
Το χθες είναι η Ιστορία της χώρας μου.
Είναι μια ανάμνηση στο μυαλό μου.
Αγαπώ όλες μου τις αναμνήσεις.





Χωρίς χτες

Photobucket
δεν υπάρχει σήμερα και χωρίς σήμερα δεν υπάρχει αύριο.
Αλλά σήμερα είναι σήμερα και μπροστά μας είναι το αύριο, είναι το μέλλον. 



 
Είμαστε νέοι.
Photobucket
Το μέλλον είναι δικό μας.

''H Αγάπη και ο κακός ο λύκος!

Η Αγάπη κι ο κακός ο Λύκος...





Ήρθες! Κι είναι σαν να γύρισες!



Κρυμμένη, το θυμό σου να ξεπλύνεις πάσχιζες .....




Το δάκρυ που ξέχασες όμως, στο μάγουλο να κρύψεις προσπαθείς!



Τον πόνο σου τον βλέπω!





Σε πρόδωσαν; Σε έκαναν την πίστη σου να χάσεις;






Και είναι λόγος αυτός να κρύβεσαι;




Κι είναι λόγος αυτός τον έρωτα να καταριέσαι;
Free Image Hosting




Φιλί!


Φιλί λέγεται αυτό, που σε παρακαλά στα χείλια σου να κάτσει




















Να ξαποστάσει από της νύχτας την κραιπάλη την ανέμελη.




Χάδι!





Χάδι λέγεται αυτό, που στο κορμί σου πάνω κατρακυλά και πέφτει.





Πέφτει! Θα το χάσεις!








Χαμένη εμπιστοσύνη!






Χαμένη εμπιστοσύνη λέγεται ο πόνος σου, που έρωτα να πλησιάσει δεν αφήνει!




Σα φύλακας σε κρύβει και σε σκεπάζει να χαθείς από του βέλους τη θωριά του!







Και τι κέρδισες τα χρόνια που 'ζησες ετούτη τη ζωή;




Χωρίς τον έρωτα που πας να φύγεις;



Πώς να φύγεις από τη χώρα της τρελής παραφροσύνης αν το τσαμπί του δεν τρυγήσεις, κρασί γλυκό να πιεις, παράφορα να τρέξεις σ' αγκαλιές;

Photobucket






Τη λέξη ψάχνεις για να μείνεις;
Image Hosted At MyspaceGens




Αγάπη!





Ένα χαρτί στην τράπουλα κι αυτό, τυχαία τράβηξε το με θάρρος!







Σαν στα παραμύθια!
Friends18.com Orkut Scraps




Σε φοβίζει σαν το κακό το Λύκο;







Σε πονάει; Δεν είναι αυτό που σε πονάει!

Photobucket





Είναι οι παλιές πληγές που καυτηριάζει! Λίγο πονάνε στην αρχή!
Image Hosting


Αυτό ήταν, χαμογέλασε!




Πες τώρα τη λέξη!
Image Hosted At MyspaceGens


«Αγάπη»!
Image Hosted At MyspaceGens





Ερισθέας Σείριος

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Κραυγές και ψίθυροι.....


  **



Μια μέρα, ένας σοφός Ινδιάνος έκανε την παρακάτω ερώτηση στους μαθητές του: -"Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν εξοργίζονται;" 
 
"Γιατί χάνουν την ηρεμία τους" απάντησε ο ένας.
"Μα γιατί πρέπει να ξεφωνίζουν παρότι ο άλλος βρίσκεται δίπλα τους;" ξαναρωτά ο σοφός.
"Ξεφωνίζουμε, όταν θέλουμε να μας ακούσει ο άλλος" είπε ένας άλλος μαθητής Και ο δάσκαλος επανήλθε στην ερώτηση: "Μα τότε δεν είναι δυνατόν να του μιλήσει με χαμηλή φωνή; Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν αλλά.. καμμιά δεν ικανοποίησε τον δάσκαλο.

"Ξέρετε γιατί ουρλιάζουμε κυριολεκτικά όταν είμαστε θυμωμένοι; Γιατί όταν θυμώνουν δυό άνθρωποι, οι καρδιές τους απομακρύνονται πολύ και για να μπορέσει ο ένας να ακούσει τον άλλο θα πρέπει να φωνάξει δυνατά, για να καλύψει την απόσταση. Όσο πιο οργισμένοι είναι, τόσο πιό δυνατά θα πρέπει να φωνάξουν για ν'ακουστούν. Ενώ αντίθετα τι συμβαίνει όταν είναι ερωτευμένοι; Δεν έχουν ανάγκη να ξεφωνήσουν, κάθε άλλο, μιλούν σιγανά και τρυφερά. Γιατί; Επειδή οι καρδιές τους είναι πολύ πολύ κοντά. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη. Μερικές φορές είναι τόσο κοντά που δεν χρειάζεται ούτε καν να μιλήσουν... παρά μονάχα ψιθυρίζουν. Και όταν η αγάπη τους είναι πολύ δυνατή δεν είναι αναγκαίο ούτε καν να μιλήσουν, τους αρκεί να κοιταχθούν. Έτσι συμβαίνει όταν δυό άνθρωποι που αγαπιούνται πλησιάζουν ο ένας προς τον άλλον.


 

 
Στο τέλος ο Σοφός είπε συμπερασματικά: "Οταν συζητάτε μην αφήνετε τις καρδιές σας να απομακρυνθούν, μην λέτε λόγια που σαν απομακραίνουν, γιατί θα φτάσει μια μέρα που η απόσταση θα γίνει τόσο μεγάλη που δεν θα βρίσκουν πιά τα λόγια σας το δρόμο του γυρισμού"

Είσαι όλη από αφρούς λεπτούς ανάλαφρους.......

Photobucket
Είσαι όλη από αφρό
Είσαι όλη από αφρούς λεπτούς ανάλαφρους
Και σε διαβαίνουν τα φιλιά και σε ποτίζουν οι μέρες
...Η κίνησή μου, το άγχος μου κρέμουνται απ’ το βλέμμα σου.
Κούπα από αχούς και φυλακισμένα αστέρια.
Είμαι κουρασμένος... όλα τα φύλλα πέφτουν, πεθαίνουν.
Πέφτουν, πεθαίνουν τα πουλιά. Πέφτουν, πεθαίνουν οι ζωές.
Κουρασμένος, είμαι κουρασμένος. Έλα, πόθησέ με, δόνησέ με.
Ώ, φτωχή μου αυταπάτη, αναμμένη μου γιρλάντα!
Η αγωνία πέφτει, πεθαίνει. Πέφτει, πεθαίνει ο πόθος.
Πέφτουν, πεθαίνουν οι φλόγες στην ατέλειωτη νύχτα.


Καμίνι από φώτα, περιστέρι από ξανθή άργιλο,
απελευθέρωσέ με απ’ αυτή την νύχτα που μ’ ακολουθάει επίμονα
και μ’ εκμηδενίζει।


Βύθισέ με μεσ’ την φωληά του ίλιγγου και της θωπείας.
Πόθησέ με, κράτησέ με.
Η μέθη στην ανθισμένη σκιά των ματιών σου,
οι πτώσεις, οι θρίαμβοι, τα πηδήματα του πυρετού.
Αγάπε με, αγάπε με, αγάπε με.
Όρθιος σου το κραυγάζω! Θέλε με.
Σπάζω την φωνή μου φωνάζοντάς σε και κάνω κύκλους φωτιάς
Μεσ’ τη γεμάτη αστέρια και λαγωνικά νύχτα.
Σπάζω την φωνή μου και κραυγάζω. Γυναίκα αγάπα με, θέλε με.
Η φωνή μου καίει στους ανέμους, η φωνή μου πέφτει και πεθαίνει.


Κουρασμένος. Είμαι κατάκοπος. Φύγε. Απομακρύνσου. Σβύσου.
Μη φυλακίζεις το στέρφο κεφάλι μου μεσ’ τα χέρια σου.
Να μου διαβαίνουν στο μέτωπο τα μαστίγια του πάγου.
Να μαστιγώνεται η ανησυχία μου με τους ανέμους του Ατλαντικού.
Φύγε. Απομακρύνσου. Σβύσου Η ψυχή μου πρέπει να είναι μόνη.
Πρέπει να σταυρωθεί, να γίνει ψίχουλα, να στροβιλισθεί
ν' αναποδογυριστεί, να μολυνθεί μόνη,
ανοιχτή στην παλίρροια των θρήνων,
καθώς φλογίζεται στον κυκλώνα των ορμών,
ορθωμένη ανάμεσα στους λόφους και τα πουλιά,
να εκμηδενιστεί, να εξολοθρευτεί μοναχή εγκαταλειμμένη και απομόναχη
σαν ένας φάρος τρομάρας

Pablo Neruda..

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Ιστορία Χωρίς Τίτλο...



...Κάποτε, είχα γνωρίσει μια κοπέλα και κάναμε πολύ καλή συντροφιά. Ο λόγος γι' αυτό, ήταν -μάλλον- που 'χαμε αρκετά κοινά σημεία επαφής. Ξέρετε πως ειν' αυτά τα πράματα! Λένε πως τα ετερώνυμα συνήθως έλκονται και θα συμφωνήσω, αναγκαστικά, μ' αυτό. Εν  
τοιαύτη περιπτώσει, έχει βάση ήδη, με την έννοια πως ανήκαμε σ' αντίθετα φύλα. Ωστόσο, μέσα μου πιστεύω ακράδαντα, πως ακόμα και σε φαινομενικά εντελώς ετερόκλητες καταστάσεις, το εσώτερο "μάτι" μας, αναζητεί ν' αναγνωρίσει, τα έστω λιγοστά τυχόντα κοινά στοιχεία, για να νιώσουμε ασφαλέστεροι.
     Να μη πολυλογώ, υπήρχαν τέτοια μεταξύ μας κι εδώ θα αναφέρω δυο από δαύτα, χάρη στην ιστορία που θέλω να διηγηθώ. 
 Το πρώτο ήταν, ο τρόπος που ήμασταν κι οι δυό ερωτευμένοι, με τον ίδιο τον Έρωτα, αυτόν καθ' αυτόν, ως θεότητα, ιδέα, νόημα ζωής, αξία κι ότι άλλο. Ας το αφήσουμε λοιπόν στην άκρη κι ας πάμε παρακάτω, μιας κι ο κύριος λόγος σύλληψης κι υπάρξης τούτου εδώ του κειμένου, είναι το δεύτερο. Μισό, αυτό καθ' αυτό κι άλλο μισό, επείδη τήρησα την υπόσχεση που της είχα δώσει τότε... αλλά βιάζομαι...
      Το δεύτερο κοινό, ήταν πως πίναμε το καφέ μας με τον ίδιο τρόπο! Σκέτος ελληνικός, σε μεγάλο φλυτζάνι! Πρέπει να τονίσω, πως συνήθως προτιμώ άλλου είδους καφέδες, μα όταν πίνω ελληνικό -και συμβαίνει συχνά-, έτσι ακριβώς τον πίνω! Εεεε είπα "ακριβώς"
Share This Pic ενώ δεν είναι έτσι! Εκείνη συνήθιζε πάντα να προσθέτει ένα παγάκι! Ω πόσες και πόσες φορές, κατά τη διάρκεια της γνωριμίας μας, δε τη πείραξα γι' αυτό το συνήθειο! Εκείνη δε μου αντιγύρισε ποτέ λόγο και πάντα μα πάντα, χαμογελούσε. Ένα αινιγματικό χαμόγελο επίγνωσης, χαριεντιστικό, θλιμμένο -ναι καλά ακούσατε: θλιμμένο- και κάπως ερωτικό θα μπορούσα, με κάμποση τόλμη, να προσθέσω!
     Τόσα χρόνια που περιφέρω το κουφάρι μου, στο μάταιο τούτο κόσμο, έχω μάθει πια αρκετά καλά, να βλέπω κάπως βαθύτερα και θα ζητούσα εμπιστοσύνη σ' ότι λέω. Ήταν λοιπόν ένα μίγμα συναισθημάτων, τούτο το χαμόγελο, αν κι αρχικά δεν είχα δώσει τόση βάση! Σιγά- σιγά, αυτό το πείραγμα, έγινε το παιχνίδι μας -ίσως να 'ταν "μου"- κι όσο περνούσε ο καιρός κι επέμενα να το κάνω, τόσο έβλεπα να πυργώνεται ένα μυστήριο γύρω απ' αυτό. Όμως, προς Θεού, μη φανταστείτε πως είχα μαντέψει, τι μου μελλόταν ν' ακούσω! 'Αμπα... με τίποτε...! Πάλι όμως βιάζομαι...
Upload

     Ένα γλυκό καλοκαιριάτικο δείλι, από 'κείνα τα εξαίσια δειλινά, που η καρδιά άλ
λο δε θέλει από την ανάπαυση, που μπορει να εξασφαλίσει μια γλυκιά ματιά, μια οικεία αγκαλιά, ένα χάδι ή μια καλή παρέα τέλος πάντων, τη πέτυχα κάπως θλιμμένη. Καθίσαμε να πιούμε το καφεδάκι μας κι ...έκανα πάλι, ως συνήθως, το πείραγμα. Σκέφτηκα πως αυτό, την έκανε πάντα να χαμογελά, άρα θα 'διωχνε, έστω λίγο, τις κακές της σκέψεις. Επίσης, πρέπει να 'μολογήσω, ήταν κι ένα πείραμα, με σκοπό που δεν αφορά την ιστορία, όπως κι η αιτία της θλίψης της. Πάλι χαμογέλασε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
     Ήταν γύρω στ
α τριανταπέντε. Μακριά σκούρα, σπαστά, καστανά μαλλιά, καλοκαμωμένη και ψηλή κοπέλα. Όταν χαμογελούσε όμως γινόταν άλλος άνθρωπος... τέλος πάντων... παρασύρομαι ξανά...
     Εκείνο το δείλι, αρπάζοντας την ευκαιρία, μα και για να πάρω εντελώς τη σκέψη της από 'κει, τη ρώτησα -πρώτη φορά- γιατί το κάνει αυτό! 'Αρχισα μάλιστα να επιχειρηματολογώ, πως τάχα, χαλά η γεύση του καφέ, πως τάχα με το κρύο, τελβεδιάζει κι ένα σωρό τέτοια. Μ' 'εκοψε αφοπλιστικά και μου 'πε:
-"Για να μη καώ"! και χαμογέλασε ξανά, προσθέτοντας και νοσταλγία, στο ήδη πλούσιο μίγμα του χαμόγελού της.
     Περιττό να πω πως ...τα 'χασα μ' αυτή τη τόσο προφανή απάντηση. Δε περίμενα ν' ακούσω καν απάντηση. Ωστόσο κατάλαβα πια διαισθητικά, πως κάτι πιο βαθύ υπήρχε, κάτω απ' αυτό το μυστηριώδες χαμόγελο! 'Αφησα να κυλήσει λίγος σιωπηλός χρόνος για να το χωνέψω κι είπα ηλίθια:
-"Εε... σιγά μη καείς! Λίγο να τον αφήσ

εις, θα πέσει η πρώτη άψα και μετά ρουφάς γλυκά, προσεκτικά και με θόρυβο... βρίσκω πολύ αδύνατο τον ισχυρισμό σου..." τη τελευταία φράση την είπα πειρακτικά, χαμογελαστά, για να ξεγλυστρήσω. Είχα καταλάβει πως έλεγα αστήρικτες κουταμάρες κι έτσι, πάσχισα να τις μαζέψω.
     Εκείνη όμως πιάστηκε απ' αυτό. Ήταν η κατάλληλη στιγμή; Το δείλι; Η θλίψη; Ο τρόπος που αντέδρασα; Ακόμα και τώρα δεν έχω καταλάβει τι επέδρασε. Κάρφωσε τα όμορφα καστανά της μάτια, ολόϊσια στα δικά μου και μίλησε:
-"Έχει την ιστορία του... θα σου τη πω αλλά μ' έναν όρο: Θέλω να τη γράψεις εσύ κάποτε..."!
-"Γιατί δε τη γράφεις μόνη σου"; απάντησα αιφνιδιασμένος, κολακευμένος, συγκινημένος, χαμένος κι όλ' αυτά μαζί. "Αφού γράφεις θαυμάσια"! πρόσθεσα μπερδεμένα...
-"Έτσι"! μου αντιγύρισε κοφτά, γελαστή. "Λοιπόν συμφωνείς";
-"Να σου πω..." προσπάθησα να κερδίσω χρόνο, ώστε να σκεφτώ κατάλληλη απάντηση, τέτοια ώστε, να μπορώ να διατηρήσω ανοιχτή, μια ενδεχόμενη άρνησή μου, χωρίς να θυμώσει. "...γράφω πολύ και για πολλά θέματα, αλήθεια, μα πάντα, πάντα, μόνον αν κάτι με κεντρίσει. 'Αρα μπορώ να σου υποσχεθώ εύκολα, πως αν με κεντρίσει η ιστορία σου, θα τη γράψω σίγουρα. Αν όχι δε θα μπορέσω και μη μου θυμώσεις σε παρακαλώ. Μπορεί να 'χουμε κοινά μα δεν έπεται πως ερεθιζόμαστε με τον ίδιο τρόπο...και παρακαλώ, μη πιστέψεις πως δεν αξίζει... Λοιπόν τι λες"; τέλειωσα τη φράση πιστεύοντας πως είχα κάμει το καλύτερο δυνατό...
     Έσκυψε, ήπιε μια γουλιά καφέ κι άναψε ακόμα ένα τσιγάρο, σκεφτική. Ύστερα μουρμούρισε "εντάξει" και τότε μόνο σήκωσε πάλι τα μάτια της, στα δικά μου. 'Αρχισε να λέει:
     ......................
     -"Μεγάλωσα στη Κρήτη. Ερωτεύτηκα στα δώδεκα... Διακοπές καλοκαίρι, στο χωριό της μάνας μου, με τη ξαδέρφη μου την Αργυρώ, -ίδια ηλικία- και τη γιαγιά μας. Όλο κι όλο το χωριό, καμμιά σαρανταριά ψυχές...
     "Η γιαγιά είχε δυό αδερφές: την 'Αννα και τη Δέσποινα. Η 'Αννα, απάντρευτη κοντά στα εβδομήντα, έμενε μόνη στο πατρικό τους. Όλοι στο χωριό τη φωνάζαν Τρελαννιώ! Τα μαλλιά της πάλλευκα, μακριά μέχρι τα γόνατα, επιδερμίδα λευκή και γαλανά μάτια. Όμορφη!
     "Ένα μεσημέρι Κυριακής, η γιαγιά είχε φτιάξει ψαρόσουπα. Μας φώναξε, μένα και την Αργυρώ, να πάμε λίγη στη Τρελαννιώ. Φτάσαμε στο σπίτι της, δώσαμε το πιάτο με το φαγητό της γιαγιάς και παίξαμε στην αυλή με τα νερά. Έπειτα καθίσαμε δίπλα στη καρέκλα που 'πλεκε η Τρελαννιώ και μ' ολη τη παιδική μου αθωότητα, τη ρώτησα γιατί τη φωνάζουν έτσι.
     "Χαμογέλασε, μας κοίταξε και ρώτησε αν θέλουμε καφέ. Πρώτη φορά θα πίναμε καφέ, εγώ κι η Αργυρώ... Μας έφτιαξε σκέτο ελληνικό, σε μεγάλο φλυτζάνι μ' ένα παγάκι μέσα, για να μη καούμε κι άρχισε να μας λέει...
     "Όταν ήταν στα δεκάξι, οι γυναίκες κάθε πρωΐ κατέβαιναν στο κάμπο και μάζευαν τα σταφύλια. Είχε κατέβει με τις αδερφές της μέσα στ' αμπέλια και για μια στιγμή, χάθηκε. Όπως σήκωσε το κεφάλι να βρει τις άλλες, είδε ένα καβαλάρη με πολύχρωμα ρούχα, μακριά μαλλιά και μουστάκια! Τη ρώτησε πως τη λένε και της ζήτησε λίγα σταφύλια...
     "Γύρισε μετά από τρεις ώρες στις αδερφές της, αναμαλλιασμένη, ξεζωσμένη, χαμογελαστή και τους είπε τι έγινε! Εκείνες δε τη πίστεψαν. Τους έλεγε, βλέπεις, πως την άγγιξε ένας Δροσουλίτης. Τη κορόϊδευαν! Τη πήγαν στον παπά του χωριού να τη διαβάσει και στον πρόεδρο!
     "Η Αννα δε παντρεύτηκε ποτέ... Κάθε πρωΐ, χαράματα, κατέβαινε στο κάμπο, μέχρι λίγο πριν πεθάνει και πάντα χαμογελούσε...
     "Από τότε, κάθε βράδυ στο χωριό, ξενυχτούσαμε, εγώ κι η Αργυρώ, για να βρούμε το Δροσουλιτη μας και για ψέμματα, παίρναμε πλαστικά δαχτυλίδια, από το καφενείο του χωριού, τάχα πως μας τα 'φερε ο Δροσουλίτης! Φοβερός ανταγωνισμός...
     "...Από τότε, πίνω πάντα έτσι το καφέ μου: ελληνικό σκέτο, σε μεγάλο φλυτζάνι, μ' ένα παγάκι..."
     .....................
     Η λιτή, κοφτή μα τόσο πλούσια διήγηση, ξέρω πως δε μπορεί ν' αποδοθεί σε γραπτό, αν παράλληλα δεν υπάρχει κι η εικόνα της φίλης μου, όσο μιλούσε, τα ελάχιστα λεπτά που αυτή διήρκεσε... Πάλι θα γυρέψω εμπιστοσύνη...
     Όχι μόνο με κέντρισε, μα σε λίγα λεπτά, είχα στο μυαλό μου, ολάκερο τούτο το κείμενο. Είχε πολύ όμορφη φωνή, γεγονός, μα 'κείνο το δείλι, την άκουσα ομορφώτερη από ποτέ. Με μάγεψε, με συνεπήρε και της το 'πα αμέσως μόλις κατάφερα να συνέλθω...
-"Δηλαδή σου άρεσε! Θα τη γράψεις"; χάρηκε σα μικρό κοριτσάκι και για να σπάσει αυτό το λεπτό περίβλημα που μας είχε τυλίξει, πρόσθεσε πειραχτικά και παιχνιδιάρικα: "Σ' ερέθισε γλυκέ μου";
-"Πράγματι"! Γέλασα και της ζήτησα -εκνευριστικά τυπικός όπως πάντα- καθαρά κι επίσημα, την άδεια για να κάνω αυτό το γραπτό, καθώς και να το ..."ντύσω" με τη δική μου ..."παρουσία", που 'χα ήδη σκεφτεί.
-"Χαίρομαι που θα τη γράψεις... εγώ δε θα μπορούσα και δε ξέρω αν θα 'θελα... Όσο για την άδεια, στην έχω δώσει εξ αρχής. Αλλά γιατί θα το ..."ντύσεις" όπως λες";
-"Μην ανησυχείς... Τη δική σου διήγηση δε θα την αγγίξω. Είναι η δική σου ιστορία... Το "ντύσιμο" αφορά σ' όλο το υπόλοιπο και φυσικά περιγράφει το δικό μου προσωπικό διαχωρισμό, απ' αυτή..." και κλείνοντάς της πονηρά το μάτι, χαμογελαστός, πρόσθεσα: "Δική σου η ιστορία, δικός μου ο ερεθισμός"! Γέλασε κι εκείνη. Καλή της ώρα, όπου κι αν βρίσκεται, ότι κι αν κάνει.
     Κράτησα μέσα μου, ολάκερο τούτο το κείμενο. Όσο χρειαζόταν, για να ωριμάσει κι ίσως να ωριμάσω κι εγώ. Όταν ήρθε το πλήρωμα το
υ χρόνου, κάθισα και το 'γραψα...

     "Επειδή ..."                                    Σεπτέμβρης 2004 


http://www.peri-grafis.comPhotobucket

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

ΣΥΝΟΜΙΛΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ DALI: Ερωτικό Ελιξήριο

 Κάποτε ήταν ένας πάρα πολύ πλούσιος και σπουδαγμένος άνθρωπος, που σε νεαρή ηλικία πέρασε τις ομορφιές αλλά και τις πίκρες ενός πολύ μεγάλου έρωτα. Εξ αιτίας αυτού, αποφάσισε να διαθέσει τη περιουσία του, την επιστημονική του κατάρτιση και το πολύτιμο χρόνο του, στη μελέτη αυτού του υπέροχου συναισθήματος. Βελτίωσε όσο μπόρεσε τις επιστημονικές του γνώσεις, μίσθωσε κι άλλους επιστήμονες, προσέλαβε βοηθούς, κατάρτισε ένα υπερπλήρες, σύγχρονο εργαστήριο κι άρχισε τα πειράματα.
     Αρχικά έκανε παντός είδους μετρήσεις, πάνω σε πρόθυμα -με το αζημείωτο φυσικά- ερωτευμένα και μη, "πειραματόζωα". Κατέγραψε προσεκτικά τις διαφορές τους σ' όλα μα
όλα τα σημεία, απ' όπου μπορούσε να πάρει δείγματα. Πέρασε καιρός μελέτης κι όταν πια νόμισε πως είχε εντοπίσει τα σωματικά, χημικά και φυσικά χαρακτηριστικά του φαινομένου, βάλθηκε να φτιάξει ένα ερωτικό ελιξίριο. Τώρα πια αφιέρωνε το χρόνο του, στη παρασκευή των κατά καιρούς σκευασμάτων, τα οποία τα διέθετε πάλι σε πρόθυμα -με το αζημείωτο- άτομα και μελετούσε αντιδράσεις. Ο επιθυμητός στόχος του ελιξίριου ήταν να προσδώσει διάρκεια στον έρωτα, να λειάνει τις διαφορές που πάντα θα υφίστανται μεταξύ των δύο μερών, να μηδενίσει -ει δυνατόν- τη ρουτίνα μεταξύ τους και ν' αυξήσει τις ευνοϊκές κι υπέροχες ερωτικές στιγμές, διώχνωντας παράλληλα ανασφάλειες και φόβους κι εν γένει να αναβαθμίσει εξ ολοκλήρου τούτο το συναίσθημα. Ένας άλλος μύχιος σκοπός του ήταν να κάνει μοναδικό τον έρωτα, για κάθε άτομο που θα τον ένιωθε, αλλά γιαυτό δεν έτρεφε και πολλές ελπίδες. 

     Τα πρώτα του σκευάσματα είχαν παταγώδη αποτυχία αλλ' αυτό ουδόλως αποδυνάμωσε την επιμονή του, γιατί λίγο ή πολύ, ήταν αναμενόμενο. Έπειτα από πολλές τέτοιες αποτυχίες, το φίλτρο άρχισε να σημειώνει κάποια μικρή βελτίωση, πράγμα που τον ενθάρρυνε αρκετά. Ωστόσο δεν υπάκουε στις προδιαγραφές του, όσον αφορά στη διάρκεια ή στην ένταση, γενικά εθεωρείτο "λίγο" κ
αι φυσικά απορριπτόταν ασυζητητί.
     Πέρασε πια πολύς καιρός μέσα στην έρευνα και το ξόδι κι οι ανεπιτυχείς προσπάθειες τον είχαν εξαντλήσει σωματικά και ψυχικά. Είχε ήδη αρχίσει να γερνά, αλλά το κυριώτερο ήταν που 'χε εξαντληθεί οικονομικά. Η τραγική ειρωνεία ήταν πως τα τελευταία του πειράματα, είχαν μεγάλες προσδοκίες, μιάς και πίστευε πως είχε εντοπίσει κάτι νέο, που δεν είχε προσέξει πρωτύτερα.
     Τον αρχικό ενθουσιασμό του όμως, είχε επισκιάσει η ένδεια, που 'χε αρχίσει να γίνεται αισθητή και δε του επέτρεπε να έχει ότι πιο φίνο, σα σύνεργο ή σα προϊόν. Δεν είχε πια τη πολυτέλεια να εκμισθώνει βοηθούς ή συνεργάτες, μα ούτε και να πληρώνει πια νέα πειραματόζωα. Έχασε την ευελιξία που άλλοτε του χάριζε η οικονομική του επιφάνεια, ακόμα και στο ν' αναπληρώνει τις απώλειες, σε φθαρμένες συσκευές ή άλλα όργανα μέτρησης.
     Το τελευταίο του φίλτρο, τελικά το παρασκεύασε, γιατί είχε ήδη δρομολογηθεί, αλλά μονάχος στο εργαστήριό του, ένα εργαστήριο που κατέρρεε, με υλικά β' ή και γ' διαλογής και χωρίς να 'χει κανένα να το δοκιμάσει. Δεν ήλπιζε πια στην επιτυχία του, αλλά δεν ήθελε ν' αφήσει στη μέση αυτή την ύστατη απόπειρα. Να σημειωθεί πως δεν είχε το κέρδος σαν στόχο, αν τα κατάφερνε, απλώς ήθελε να κάνει το κόσμο καλύτερο, μιας και πίστευε ακράδαντα πως ο έρωτας ομόρφαινε τούτο το κόσμο. Έτσι λοιπόν δοκίμασε ο ίδιος αυτό το τελευταίο ελιξίριο, λαμβάνοντας τη συνιστώμενη, προβλεφθείσα δόση και παρόλο που είχε ψαλιδισμένες τις όποιες ελπίδες του, έκατσε να περιμένει τα αποτελέσματά του.
     Κύλησε πολύς σιωπηλός χρόνος. Τίποτε το θεαματικό δε συνέβη. Πήρε ακόμα μια γερή δόση κι αφέθηκε στον ύπνο, που το πολιορκούσε μέρες τώρα.
     Ξύπνησε έπειτα από πολλές ώρες με ελαφρό πονοκέφαλο, δεν είδε πάλι τίποτε το ιδιαίτερο κι έτσι πήρε ακόμα μια γερή δόση. 'Αρχισε να βηματίζει νευρικά, πέρα-δώθε μα ...τίποτε! Κοιτάχτηκε στο καθρέφτη. Είδε ένα ρυτιδιασμένο, γκριζομάλλη, κάτισχνο άνδρα να το κοιτάζει στο είδωλο. Ένιωσε να πνίγεται και θέλησε να βγει έξω, στη πόλη, πράγμα που έκανε πάραυτα.
     Κυκλοφόρησε ανάμεσα σ' αδιάφορο, αλλά πολύχρωμο, βιαστικό πλήθος. Αλήθεια, πόσο καιρό είχε να το κάνει αυτό; Ούτε και θυμόταν, όντας χωμένος στις μελέτες του, στο εργαστήριό του. Δεν είχε νιώσει καμμιά διαφορά στον εαυτό του απ' το φίλτρο, αλλ' ο κόσμος είχε αλλάξει πάρα πολύ! Τότε θρήνησε, μέσα του βουβά, όχι τα χαμένα χρόνια, ούτε τα χαμένα χρήματα ή τα κόπια του. Θρήνησε γιατί είδε πως δεν αποτελούσε πια μέρος του όλου. Δε συμμετείχε ενεργά σ' όλες αυτές τις αλλαγές, έτσι που τώρα να μη του γίνονταν τόσο ορατές. Απομακρύνθηκε βιαστικά απ' τη πόλη, τσακισμένος.
     Ήταν μια πανέμορφη, ηλιόλουστη, μαγιάτικη μέρα. Δε κουνούσε ούτε φύλλο. Ένα γλυκό απομεσήμερο, καθόλου ψυχρό, μα ούτε πνιγηρά ζεστό. Οδήγησε στην εξοχή κι έφτασε σε μιαν όμορφη λιμνούλα. Η επιφάνειά της ήταν λεία κι εντελώς ακίνητη. Έκατσε στην όχθη της και κοίταξε γύρω του. Τα δέντρα και τα αγριολούλουδα, ήταν σε έξαψη. Πλήθος έντομα και πεταλούδες πετούσαν βουίζωντας, παντού. Ένιωσε ένα κόμπο, ένα θυμό και ζήλεψε τη γαλήνη της λίμνης. Θέλησε να τη ταράξει κι άρπαξε μια πέτρα, να τη πετάξει. Η πέτρα του φάνηκε ζεστή, τη κοίταξε παραξενεμένος κι είδε πως κρατούσε μιαν υπέροχη, καταπράσινη, παράξενη πέτρα, άμορφη μεν, αλλά με γλυκειά υφή. Αυτό τον εκνεύρισε πιότερο και τη πέταξε με δύναμη στη λίμνη. Η επιφάνεια της ταράχτηκε απότομα. Του φάνηκε μάλιστα σα να μόρφασε πονεμένα και θυμωμένα. Σχεδόν αμέσως ένιωσε τύψεις, γιατί σκέφτηκε πως είχε κάνει κάτι ανεπανόρθωτο, κάτι που δεν είχε πια επιστροφή. Είχε απωλέσει μιαν ομορφιά κι είχε επέμβει για πάντα στο βυθό της λίμνης. Έμεινε 'κει για πολλήν ώρα, κοιτάζοντας σα χαμένος τη λίμνη που προσπαθούσε να ηρεμήσει. Κι όταν αυτό έγινε κάποια στιγμή, αυτός εξακολουθούσε να κοιτάζει, χωρίς να σκέφτεται τίποτε.

     Κύλησε πάλι πολύς σιωπηλός χρόνος. Μια πεταλούδα π
ολύ μεγάλη κι πολύχρωμη, πλησιάσε την επιφάνεια της λίμνης. Δίψασε; Θέλησε να καθρεφτιστεί; Πάντως άγγιξε απαλά την επιφάνεια της, τρόμαξε απ' το σπασμένο της είδωλο και πέταξε μακρυά, σ' ένα λουλουδάκι. Εκείνο τη περίμενε, πως και τι, να το επισκεφθεί, για να το καρπίσει. Αυτός όμως δε κοίταξε πολύ προς τα 'κει. Τα μάτια του γύρισαν εμβρόντητα στη λίμνη, που γλυκά ταραγμένη, απ' το χάδι, χαμογελούσε ικανοποιημένη. Ήξερε ότι μια μικρή, έστω σταγονίτσα της, θα ξεδιψούσε και θα γλύκαινε, μέσω της πεταλούδας, ένα διψασμένο άνθος. Κι ένα μέρος αυτής της έστω τόσο καρφωμένης κι ακίνητης οντότητας, θα κυκλοφορούσε.
     Ο μεσήλικας τότε σηκώθηκε να φύγει, βιαστικά. Ο ήλιος είχε πάρει τη κατιούσα. Η πρώτη σκέψη που κανε ήταν πως έπρεπε να βρει μια δουλειά στην πόλη...

                                                                     Τέλη Γενάρη 2002



     (Ο Μιλέ τον επηρέασε πάρα πολύ και τονε βρίσκει κανείς σε πολλά του έργα. Επίσης όμως τον επηρέασε κι ο Έρωτας, εκπεφρασμένος στο πρόσωπο της μούσας του, της Γκαλά κι αυτό επίσης φαίνεται παντού. Αυτός ο πίνακας, φαινομενικά, δεν έχει εξάρτηση ή μεγάλη σχέση με το κείμενο που ακολουθεί. Ωστόσο, η τέχνη του Νταλί, είναι κείνη η ορατή προσπάθεια, του να προσεγγίσει τον ίδιο τον Έρωτα και το κορίτσι του, έτσι ...το κείμενο συγγενεύει θεματογραφικά. Η ανθρώπινη, -μη ερωτική- Γκαλά, μελετά το Χρόνο που πέρασε πάνω της, κάτω από το πίνακα-σταθμό του "'Αγγελου" κι ο άντρας της απαθανατίζει την εικόνα. Ουσιαστικά πασχίζει να δεσμεύσει, να συγκρατήσει το Χρόνο κι ίσως και τον Έρωτα...)   


Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me