Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΔΑΚΡΥ ΣΤΟ ΦΙΔΙ!

Πατώντας μες στ' αγκάθια, στ' άγρια χόρτα, προχωρούσανε σιωπηλοί, σκεφτικοί με κουρασμένο βήμα. Γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά τής εορτής και οι μυρουδιές των λουλουδιών, των άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα. Κάποτε κοράκι περνούσε με κρωγμό δυνατό από πάνω τους, και τότε σήκωναν το κεφάλι και το κοίταζαν που έφευγε με φτερουγιές μεγάλες, το κοίταζαν ώσπου χανότανε στου γαλάζιου ουρανού το βάθος.

            Μέλισσες, σφήγκες, μύγες χρυσές, μαύρες μεγάλες, τρέχανε, γυρίζανε μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, τρέχανε πάνω στα λουλούδια τα κίτρινα, τα τριανταφυλλιά, στις παπαρούνες, που πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, και κουνιόντουσαν στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε.
            Και κανένα σύννεφο στον ουρανό. Ο ήλιος λαμπερός εφώτιζε και ησυχία απλωνόταν, που μέσα σ΄ αυτή ανάδευε το βουητό τής μέλισσας, των εντόμων.
            -Να το νταμάρι! το βλέπετε; είπε ο ένας και στάθηκε δείχνοντας ένα λόφο κοκκινωπό μακριά. Εκεί τον φύλαξα. Α, ρε, μανία που τον είχα!... Εκεί πίσω, εκεί τον βάρεσα!... Έγινε καλά όμως!... Το σκυλί!... Α, αν τον πετύχω τώρα, καμιά φορά, δεν πιστεύω να ξαναγίνει!...
            -Διπλός ο κόπος γίνεται, Λούκαρή μου, όταν η δουλειά δε γίνει σωστή! του είπε ο δεύτερος με κούνημα του κεφαλιού και σταματώντας, για να δέσει το άσπρο μακρύ ζουνάρι του, που είχε λυθεί και κρεμόταν.
            -Έχεις δίκαιο, έτσι είναι!... Μα δε μου λέτε, δεν καθόμαστε να ξαποστάσουμε λίγο σ΄ αυτή την ελιά;
            -Ακούς λέει!...
            Ο τρίτος άρχισε να βλαστημά κι έσκυψε πιάνοντας το πόδι του.
            -Τι έπαθες, μωρέ Κούρη;
            -Ένα αγκάθι, Σακίδα μου, εν΄ αγκάθι, τ΄ άτιμο, σα μαχαίρι!...
            Και κάθισε κάτω, έβγαλε το παπούτσι του, ένα παλιό λαστιχένιο, κατατρύπιο.
            Αυτοί προχωρήσανε για την ελιά, όπου σε λίγο έφτασε και ο Κούρης.
            Κρότος σιδηρόδρομου ήρθε ίσαμε κει, έπειτα έφυγε, όπως, όταν φυσά άνεμος, φεύγει κουλουριαστά, στριφογυρίζοντας καπνός, που βγαίνει από καπνοδόχο εργοστασίου.
            Πάλι είχανε μείνει σιωπηλοί.
            Χελιδόνια περνούσανε γρήγορα, οι σφήγκες, οι μέλισσες βούιζαν... Ένας χτύπος ερχόταν από το λόφο, ένας χτύπος σίδερου, που κτυπά πέτρα.
            -Είναι το νταμάρι! τους είχε πει ο Λούκαρης.
            Ο Σακίδας έψαχνε την τσέπη του
            -Τι γυρεύεις;
            -Καπνό!... αν έχει τίποτα τρίμματα!... Μπα!... έκανε κοιτάζοντας την τσέπη του, που αναποδογύρισε.
            -Ψίχουλα είναι τα περισσότερα!...
            Έγινε σιωπή! Ο κρότος του λοστού, που χτυπούσε την πέτρα, ακουγόταν κανονικός.
            Σε λίγο μίλησε ο Κούρης:
            -Μωρέ, για βάλτε το και κείνο με το νου σας, που μας είπε κείνη η γυναικούλα στην παραγκούλα! Βάλτε με το νου σας!...
            -Α, έκανε ο Σακίδας, για σπουδαίο το 'χεις; Αυτά γίνονται κάθε μέρα! Στο φτωχό δε δίνουνε καμιά αξία, καμιά!... Αν και ο φτωχός, να σας το πω, έχει πιο πιο πολύ αξία απ΄ τους πλούσιους! Αυτό μπορώ να σας τ΄ αποδείξω, τώρα δα, αν θέλετε!... Για σκεφτείτε λίγο το παιδί πώς γεννιέται! Για βάλτε το, ντε, με το νου σας! Πώς γεννιέται;... Γεννιέται άφκιαχτο ακόμα, δε μοιάζει με το κατσίκι, με το αρνί!... Αλλά το παιδί είναι ένα πράγμα άφκιαχτο και το πλάθει ύστερα η μάνα! Σα να ΄χω δίκαιο λίγο ε; Βάλτε λοιπόν με το νου σας τη φτωχειά!... Τι τυραννία τραβά!...Να ξενυχτά να το κουνά, να το σκουπίζει και να το πλένει και να πλένει και ολόκληρο το σπίτι!... Α, το μωρό δεν έχει ύπνο, α, το μωρό ξερνά, α, το σπουρίζει, και άλλα, άλλα!... Βάσανα και βάσανα! Αμ΄ ώσπου να πάρει τα πόδια του; Ασ΄τα!... Απ΄ την άλλη μεριά παρ΄ την πλούσια. Γεννά, ε; το παιδί θα το πάρει η παραμάνα! Θα της κοιτάξουνε και το γάλα!... Η πλούσια κοιμάται σα να την είχε πιάσει μόνο η κοιλιά της και της πέρασε! Το παιδί το σέρνει η παραμάνα. Αλλά μην κι αυτή τυραννιέται; Άμα μαγαριστεί το παιδί, πετά τα μαγαρισμένα!... Άλλη δούλα τα παίρνει και τα πλένει!... Βλέπετε λοιπόν, πως ο φτωχός είναι πιο ιερός από τον πλούσιο;
            -Μα πού τα έμαθες αυτά, στο Θεό σου, μωρέ Σακίδα; ρώτησε ο Κούρης, άμα ο Σακίδας σταμάτησε να λέει.
      Αυτός τον κοίταξε με χαμόγελο:
 -Πού τα ΄μαθα, ρε Κούρη; Στο πανεπιστήμιο, που μας είχανε κλεισμένους!...
Ο Κούρης έσπρωξε το σκούφο του κι έξυσε το κεφάλι του.
    -Εγώ δεν ξέρω ποιος είναι ιερός και ποιος δεν είναι, μουρμούρισε ο Λούκαρης, εγώ ξέρω πώς όλοι είναι κακοί!.. Για μένα είναι το ίδιο όλοι!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή και δε θα ήμουνα ό,τι είμαι τώρα! που δε θα γλιτώσω και πάλι να χωθώ μέσα. Αυτό ξέρω γω! Όλοι είναι κακοί, κακοί!...
-Άλλο λέω γω! Έκανε να πει ο Σακίδας.
-Ξέρω τι λες εσύ, αλλά ξέρω και τι λέω  γω!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, αν δε με πείραζε, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή!... Θα ΄χα κι εγώ μια καλύβα, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου...
           Έγινε σιωπή. Ο κρότος του λοστού είχε είχε πάψει. Το βουητό των εντόμων, που γυρίζανε      στ΄ άγρια λουλούδια κει κοντά τους, ακουγόταν και φωνές σπουργιτιών.
-Μωρέ, διψώ! έκανε σε λίγο ο Σακίδας.
-Κι εγώ! είπε ο Κούρης.
-Μα πού στο διάολο να βρούμε νερό;
            -Να, εκεί, τους είπε ο Λούκαρης, δείχνοντας το λόφο, εκεί στο νταμάρι κάτω έχει πηγάδι!
      Αυτοί σηκωθήκανε:
-Δε θά ΄ρθεις;
            -Δε διψώ!... Αντίστε!... Γρήγορα λιγάκι!... Ο Λούκαρης τους κοίταξε, που φεύγανε, έπειτα για λίγο έγειρε και ξαπλώθηκε.
-  -Κοίταξε το γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, τα πουλιά, τα χελιδόνια, που περνούσαν όλο κελάδημα, και αργά και πού κανένα κοράκι. Και δε σκεφτόταν τίποτα, ή κάποτε κάποια σκέψη ελαφριά φαινότανε στο νου του κι έσβηνε αμέσως, όπως σε κατακάθαρο ουρανό λίγος καπνός.
            Ξαφνικά πετάχτηκε και κάθισε.
            Πέρα λίγο απ΄ αυτόν, σε μια μεριά μισοκυκλωμένη από χόρτα, ένα φίδι είχε κουλουριαστεί και λιαζότανε με το κεφάλι σα γάτα, ή σκυλί, βαλμένο κάτω...

            Τινάχτηκε. Αλλά και το φίδι ορθώθηκε, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ανοιγόκλεινε το στόμα του με τα μυτερά στριφτά δόντια...
            Χωρίς να το σκεφτεί το χτύπημα με με το καυσόξυλο, που είχε για ραβδί, το χτύπησε με δύναμη... Το φίδι έμεινε ακίνητο.
      Το τράβηξε έξω. Ήταν αστρίτης αρκετά μεγάλος.
            -Γιατί να το σκοτώσω; είπε, αφού στάθηκε, για λίγο, και το κοίταξε. Τι μου έκανε;... Είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!... Όλος ο κόσμος το κυνηγά!...  
Είδε το φίδι να κουνιέται και να φέρνει κοντά την ουρά του και να μένει πάλι ακίνητο.
Λύπη μεγάλη του ήρθε:
καλά!... Και είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!...
Και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο σκοτωμένο φίδι.


Διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά από τη συλλογή Όνειρο που δεν τελειώνει και άλλα διηγήματα)
 

Κοιτάζω τη βροχή, βροχή μου

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Αλκίνοος Ιωαννίδης-Θα΄μαι κοντά σου όταν με θές


Ξύπνησα μες τον ύπνο μου ,κι άκουσα δυο φωνές.
Η μια μου είπε ξέχνα την
κι πάψε πια να κλαις.
Μα η άλλη ήταν η δική σου
μες απ` του ύπνου του εφιάλτη τις γραμμές.
Μου λεγε αγάπη μου κοιμήσου
Θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Τα χρόνια είναι αμέτρητα
μα είν` η ζωή μικρή.
Συνήθισα να σ` αγαπώ
συνήθισες κι εσύ.
Μα είναι τα χρόνια ένα δοχείο
ένα φθηνό ξενοδοχείο για δυο στιγμές.
Για να χωράει κάπου ο πόνος
τις νύχτες όταν μένω μόνος.
Τις σιωπές μου να μετράω
να σε θυμάμαι όταν πονάω να μου λες
Θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Το παραμύθι τέλειωσε
κι αρχίζει η ζωή.
Αχ να ταν η αλήθεια σου
σαν ψέμα αληθινή.
Τι να την κάνω τη ζωή μου
στο παραμύθι θα τη ρίξω να πνιγεί.
Να παραμυθιαστεί η ψυχή μου,
να σε πιστέψει πάλι από την αρχή.
Να σε πιστεύει όταν μ` αγγίζεις,
τις νύχτες όταν ψιθυρίζεις όταν λες
Θα μαι κοντά σου όταν με θες...

Σώπα, μη μιλάς!

Σώπα, μη μιλάς! του Αζιζ Νεσίν
Photobucket
PhotobucketPhotobucket
Photobucket
PhotobucketΣώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή, κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός, η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί, έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα, μου λέγαν: «σώπα!». Στο σχολείο μου κρύψανε την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε: «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!».
PhotobucketΜε φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: «Κοίτα μην πεις τίποτα, σσσ…σώπα!»Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
PhotobucketPhotobucketΚαι αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
PhotobucketΟ λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, «Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,«θα βρεις το μπελά σου, σώπα!». Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι «Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα!»
Photobucket
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, και τα ‘μαθα να σωπαίνουν, η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε: «Σώπα».
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες, με συμβουλεύανε: «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα!»Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή, με τους γείτονες, μας ένωνε όμως, το «Σώπα!».
«Σώπα!» ο ένας, «σώπα!» ο άλλος, «σώπα!» οι επάνω, «σώπα!» οι κάτω, «σώπα!» όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. «Σώπα!» οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας… Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα!». Και μαζευτήκαμε πολλοί, μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα, τα πάντα κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «Σώπα!».Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα»!
Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν’ την να σωπάσει. Κόψ’την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά. Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά. Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά να μιλάς, χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς! Και δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς, θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
PhotobucketΚόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
Photobucketκαι κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο, με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!!!

ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΤΟ ΚΟΣΜΟ ΘΑ ΑΛΛΑΖΑ...........

http://www.stolenchildhood.net/images/congo_children_poor_children.jpgmirame Pictures, Images and Photospoor children Pictures, Images and Photospoor children Pictures, Images and Photosorissa-relief-0102.jpgListen to the need and the right of children..
.

1 in 6 children around the world received no education.
1 in 4 children in Africa died before the age of 5.
1 in 4 children in the world have no access to medicine...
So many children around the world are suffering from malnutrition..less access to safe drinking water...
How about our own children?

Let's pray for these disadvantaged children. May Allah show us humility and make us realise how blessed we really are. Ameen!!

With Love Prayers and Respect (ln)

<<Τ' αγαλματα μόνο δε λυγάνε»



- Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι.

Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους. Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους.

Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες.

Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή,μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλιά του.

Αυτός είναι ο δυνατός.

Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε. Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα.

Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές.

Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:

- Γειά σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου! ........

«Προσεξε μην ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς που την περιμένουν στη γωνία του δρόμου μ' ένα λουλούδι στο χέρι.

Μπορεί να γονατίζεις, να σερνεσαι, να ματώνεις. Ωραία! Δε χαλασε ο κόσμος. Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους.

Έχεις πάντα το καιρό να σηκωθείς. Τ' αγαλματα μόνο δε λυγάνε»

Αλκ.Παπαδάκη

ΜΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ-ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΙΔΑΚΗΣ


 Με τα φτερά του έρωτα
κι απόψε θα σ' αγγίξω
και μια βαθειά ραγισματιά
στον ύπνο σου θ' ανοίξω
κι όπως κοιμάσαι ήσυχη
χωρίς να σε ξυπνήσω
μες στα κλειστά σου βλέφαρα
θα μπω να ξενυχτήσω.

Κι άμα δε νοιώσεις τίποτα
και ήρεμα ξυπνήσεις
θα πει πως δε μ' αγάπησες
ούτε θα μ' αγαπήσεις.

Τους χάρτες των ονείρων σου
κρυφά θ' ακολουθήσω
και την κρυφή σου τη ζωή
θα παρακολουθήσω
κι όπως κοιμάσαι ήσυχη
δίπλα σου θα περάσω
σαν άνεμος νυχτερινός
και θα σε ξεσκεπάσω

Θες...Μητροπανος


Εiναι τόσο σπάνιο η αγάπη να σέβεται τὴν ελευθερία. Είναι τόσο σπάνιο πράγμα να συντροφεύεται η αγάπη απ᾿ τὴν τρυφερότητα.Είναι η  ίδια η τρυφερότητα μια ατμόσφαιρα ελευθερίας. Και αυτὸ οφείλεται στο οτι η τρυφερότητα δε ξεκινάει απὸ καμιὰ σκοπιμότητα. Είναι η  ιδια  ένας αυτοσκοπός, μια γνησιότητα. Αυτὸ μόνο.
Xρ.Γιανναράς''Πείνα και Δίψα''
Photobucket

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Η ΤΡΕΛΑ και ο ΕΡΩΤΑΣ.




Μιά απόδοση από τα Ισπανικά


Λένε πως κάποτε μαζεύτηκαν σε ένα μέρος της Γης όλα τα συναισθήματα και όλα τα γνωρίσματα των ανθρώπων.
Όταν η ΠΛΗΞΗ χασμουρήθηκε για τρίτη φορά, η ΤΡΕΛΑ, όπως πάντα αρκετά τρελή, τους πρότεινε:
«Παίζουμε κρυφτό;»
Η ΙΝΤΡΙΓΚΑ σήκωσε το φρύδι της ιντριγκαρισμένη και Η ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ, μη μπορώντας να συγκρατηθεί, ρώτησε:
«Κρυφτό; Και τι είναι αυτό;»
«Είναι ένα παιχνίδι» εξήγησε η ΤΡΕΛΑ «όπου εγώ θα καλύψω το πρόσωπό μου και θα αρχίσω να μετρώ από το Ένα μέχρι το Ένα Εκατομμύριο. Στο μεταξύ εσείς θα κρυφτείτε και μόλις εγώ τελειώσω το μέτρημα, τον πρώτο που θα εντοπίσω θα πάρει τη θέση μου για να συνεχίσουμε το παιχνίδι.»
Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ στροβιλίστηκε συνοδευόμενος από την ΕΥΦΟΡΙΑ και η ΧΑΡΑ πήδηξε τόσο πολύ που έπεισε τηνΑΜΦΙΒΟΛΙΑ και παρέσυρε την ΑΠΑΘΕΙΑ, την οποία ποτέ δεν ενδιέφερε τίποτε. Αλλά δεν ήθελαν όλοι να συμμετέχουν: η ΑΛΗΘΕΙΑ προτίμησε να μην κρυφτεί. «Προς τι;» αφού στο τέλος πάντα την ανακάλυπταν. Η ΥΠΕΡΟΨΙΑ αποφάνθηκε ότι ήταν ένα πολύ ανόητο παιχνίδι (στην πραγματικότητα εκείνο που την ενοχλούσε ήταν ότι η ιδέα δεν ήταν δική της) και Η ΔΕΙΛΙΑ  προτίμησε να μη ριψοκινδυνέψει.
«Ένα, δύο, τρία...» άρχισε να μετρά  Η ΤΡΕΛΑ
Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν Η ΤΕΜΠΕΛΙΑ, η οποία -αναμενόμενα- έπεσε πίσω από την πρώτη πέτρα που συνάντησε στο δρόμο της.
Η ΠΙΣΤΗ  ανέβηκε στον ουρανό και ο ΦΘΟΝΟΣ κρύφτηκε πίσω απ'τη σκιά του ΘΡΙΑΜΒΟΥ, ο οποίος με τις δυνάμεις του είχε καταφέρει να ανέβει στην κορυφή τού πιο ψηλού δέντρου. Η ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ παραλίγο να μην προλάβει να κρυφτεί, γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν εξαιρετικό για κάποιον από τους φίλους της. «Να μια λίμνη κρυστάλλινη, ιδανική για την ΟΜΟΡΦΙΑ' το πέταγμα της πεταλούδας, ό,τι καλύτερο για τον ΑΙΣΘΗΣΙΑΣΜΟ ' να μια χαραμάδα στο δέντρο, ιδανική για τη ΑΤΟΛΜΙΑ' η ριπή του ανέμου, θαυμάσια για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ». Κι έτσι κατέληξε να κρυφτεί σε μια μικρούλα ηλιαχτίδα.
Ο ΕΓΩΙΣΜΟΣ βρήκε ένα μέρος πολύ καλό από την αρχή, ευάερο, άνετο... αλλά μόνο γι'αυτόν.
Το ΨΕΜΑ κρύφτηκε στο βυθό των Ωκεανών, ενώ η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ κρύφτηκε πίσω από το ουράνιο τόξο. ΤΟ ΠΑΘΟΣ και Ο ΠΟΘΟΣ κρύφτηκαν μέσα στα Ηφαίστεια.
Η ΛΗΘΗ... έχω ξεχάσει που είχε κρυφτεί, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Όταν η ΤΡΕΛΑ έφτασε στο 999.999, ο ΕΡΩΤΑΣ δεν είχε βρει ακόμη ένα μέρος για να κρυφτεί. Τα πάντα φαίνονταν πιασμένα, μέχρι που διέκρινε μια τριανταφυλλιά και συγκινημένος αποφάσισε να κρυφτεί ανάμεσα στα άνθη της.
«Ένα εκατομμύριο!» μέτρησε η ΤΡΕΛΑ και άρχισε να ψάχνει. Η πρώτη που ανακάλυψε ήταν η ΤΕΜΠΕΛΙΑ, στα τρία βήματα σε μία πέτρα. Έπειτα άκουσε την ΠΙΣΤΗ να συζητά στον ουρανό με τον Θεό για τη θεολογία. Το ΠΑΘΟΣ και τον ΠΟΘΟ τους αισθάνθηκε στη συντάραξη των Ηφαιστείων. Σε ένα ολίσθημα βρήκε το ΦΘΟΝΟ και φυσικά μπορούσε να συμπεράνει πού βρισκόταν ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ.
Τον ΕΓΩΙΣΜΟ δε χρειάστηκε καν να τον ψάξει, μόνος του βγήκε τρέχοντας από την κρυψώνα του, που τελικά ήταν μια φωλιά από σφήκες. Τόσο που είχε περπατήσει η ΤΡΕΛΑ δίψασε και πλησιάζοντας τη λίμνη ανακάλυψε την ΟΜΟΡΦΙΑ. Με την ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ αποδείχτηκε ακόμη πιο εύκολο: την βρήκε καθισμένη σε έναν φράχτη, χωρίς να έχει αποφασίσει πού να κρυφτεί.
Έτσι, στο τέλος, τους βρήκε όλους. Το ΤΑΛΕΝΤΟ ανάμεσα στο φρέσκο χορτάρι, την ΑΓΩΝΙΑ σε μια σκοτεινή σπηλιά, το ΨΕΜΑ πίσω απ'το ουράνιο τόξο (ψέματα! είχε κρυφτεί στο βυθό των Ωκεανών). Ακόμη και τη ΛΗΘΗ, που είχε ξεχάσει ότι έπαιζαν κρυφτό.
Αλλά ο ΕΡΩΤΑΣ δε φαινόταν πουθενά.
Η ΤΡΕΛΑ έψαξε παντού: πίσω από κάθε δέντρο, σε κάθε ποταμάκι του πλανήτη, στις κορυφές των βουνών. Και όταν ήταν έτοιμη να τα παρατήσει, διέκρινε μία τριανταφυλλιά και τα άνθη της. Πήρε ένα ξυλαράκι και άρχισε να κουνά τα κλαδιά της, όταν ξαφνικά ακούστηκε μια σπαρακτική κραυγή. Τα αγκάθια είχαν πληγώσει τα μάτια του ΕΡΩΤΑ. Η ΤΡΕΛΑ δεν ήξερε τι να κάνει για να εξιλεωθεί. Έκλαψε, ικέτεψε, ζήτησε συγνώμη, μέχρι που υποσχέθηκε να γίνει οδηγός του.
Από τότε, από εκείνη την πρώτη φορά που έπαιξαν κρυφτό στη Γη,
ο ΕΡΩΤΑΣ είναι τυφλός και η ΤΡΕΛΑ πάντα τον συνοδεύει!!!!

''φύλλο τριαντάφυλλου......

Μη χάνεσαι..Ελεγα και ξανάλεγα δυνατά,σαν να είχα τον εαυτό μου απέναντι.Μη βουλιάζεις.
Αφου δεν έχεις τίποτα άλλο να κρατηθείς,κρατήσου απο ενα φύλλο τριαντάφυλλου.
Κοίταξε γύρω σου την ομορφιά .
Η ομορφιά του κόσμου δεν πρόδωσε ποτέ κανένα.
Είναι κει.
Και σε περιμένει.
Αλκ.Παπαδάκη''Στο ακρογυαλι της ουτοπίας''

''Τι σου λείπει....

Photobucketμε ρώτησες και...σ' ένα δακρυ ακουμπησα...
Τι μου λείπει?
Να 'χα μια πιστη θάθελα
σαν του παιδιού το γέλιο,
σαν τη σιγουριά του φύλλου που στο ρυάκι αφήνεται...
σαν τη φωτιά τα κρύα βράδυα του χειμώνα.
Να 'χα μια πιστη θάθελα
σαν του βράχου την καρτερία
στη δυναμη των κυμάτων,
σαν του ανέμου το ξάφνιασμα τις νυχτες του καλοκαιριού.
Να 'χα μια πιστη,
σαν της ερήμου την άμμο...
ταξιδιάρικη,όπου το θέλω του ανέμου την καλεί...,
σαν του μαντηλιού την ακρη
να σκουπίζει
της ψυχής και του πόνου το δάκρυ...
Να 'χα μια πιστη....
κι οταν κοιτώ το χώμα ,
τ' ουρανού το καθρέφτισμα ν΄αντικρύζω...
Να 'χα...
μα δεν έχω..
κι ελλιπής χρεωνομαι...
σε πιστη και αγάπη...

GOOD MORNING,HAVE A NICE DAY!

ΣΚΕΨΟΥ ΘΕΤΙΚΑ-''Mπορούν γιατί νομίζουν ότι μπορούν"είναι ένα απ' τα γνωστά ρητά του Βιργίλιου.
Δεν αρκεί να βάζεις στόχους πρέπει να ξέρεις και πώς θα τους πετύχεις.
Εστίασε σ' αυτό
που θες και φτιάξε ένα σχέδιο δράσης που θα σε βοηθήσει να το υλοποιήσεις.
Η θετική σκέψη θα σε βοηθήσει να το επιτύχεις.
Κλείσε τα μάτια και φαντάσου ότι έχεις φτάσει στο στόχο σου.
Όταν σκέφτεσαι έντονα αυτό που θες ,επικυρώνεις τις επιθυμίες σου και δημιουργείς ένα ισχυρό
κίνητρο για να τις ικανοποιήσεις!

....ανατροπές.....

Photobucket
Να είσαι σαν την πηγή που ξεχειλίζει
και όχι σαν τη γούρνα που έχει πάντα στάσιμο νερό.
Μην προσπαθείς να εξηγήσεις παντα τα συναισθήματα.
Ζήσε έντονα το καθετί και φύλαξε μέσα σου αυτό που αισθάνεσαι σαν ένα δώρο απ το Θεό!
                      P.Coelho

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me