Μαμά, πότε θα έλθει ο Άγιος Βασίλης?
Τη Πρωτοχρονιά, μωρό μου, τη Πρωτοχρονιά!
Και πότε είναι Πρωτοχρονιά μαμά, στα γενέθλιά μου?
Όταν φεύγει ο παλιός ο χρόνος και έρχεται ο καινούργιος, ναι στα γενέθλιά σου.
Και γιατί έρχεται τότε μαμά ο Άγιος Βασίλης?
Για να είναι καλότυχος ο καινούργιος χρόνος, γι’ αυτό καρδούλα μου.
Μαμά, θα μου φέρει ο Άγιος Βασίλης το μπαμπά μου που του το ζήτησα, ε μανούλα?
Η Μαρίνα κρατούσε στην αγκαλιά της τον μικρό Αλέξη και κοιτούσαν το
δέντρο που μόλις είχαν στολίσει με δεκάδες μικρά στολίδια που έλαμπαν
ανάμεσα στα φώτα. Ο πεντάχρονος μπόμπιρας, δε σταμάταγε να έχει απορίες
για οτιδήποτε αληθινό ή φανταστικό σκεφτόταν. Αυτή τη φορά η Μαρίνα δεν
είχε να του απαντήσει κάτι και σώπασε.
Ο Αλέξης την κοίταγε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. «Μαμά,
θα μου φέρει ο Άγιος Βασίλης το μπαμπά μου που του το ζήτησα…» Δε ξέρω
μωρό μου, εξαρτάται αν θα μπορεί ο μπαμπάς να έλθει στις γιορτές,
απάντησε με έναν κόμπο στο λαιμό η Μαρίνα.
Γιατί μαμά δεν θα μπορέσει να έλθει? Δεν μ’ αγαπάει ο μπαμπάς?
Ξανά σιωπή η Μαρίνα, τα μάτια της υγράνθηκαν. Τι να του έλεγε άλλωστε,
πως ο πατέρας του τους είχε αφήσει για να ζήσει με μια ξένη που χε
γνωρίσει σε ένα από τα ταξίδια του? Ότι τον έβλεπε σπάνια?
Ο Άγιος δεν θα μπορεί να τον φέρει σπίτι με το έλκηθρο, άμα έχει δουλειά
ο μπαμπάς, μανούλα;;;;;;;;;; ρώτησε ο μικρός προσπαθώντας να βρει λύση σε αυτό
που ζήταγε. Του το ζητάω κάθε βράδυ στη προσευχή μου μανούλα, ξέρει ο
Άγιος Βασίλης τι του έχω ζητήσει, έτσι δεν είναι?
Ναι αγάπη μου, ξέρει, ο Άγιος Βασίλης ακούει τις προσευχές όλων των
παιδιών… απάντησε η Μαρίνα και σηκώθηκε να σκουπίσει ένα δάκρυ που έκανε
να κυλήσει στα μάτια της και έτρεξε να κρυφτεί από το παιδί.
Πάνε δύο χρόνια από τότε που ο άντρας της έφυγε από το σπίτι και δεν
ξαναγύρισε. Δεν είχαν πολύ καιρό παντρεμένοι, αλλά του έκλεψε την καρδιά
μια καλλονή από τις Ανατολικές Χώρες και δεν ξαναγύρισε έκτοτε στο
σπίτι. Κι ας περίμενε η Μαρίνα ότι η περιπέτεια του θα ήταν περαστική κι
ας απέμεινε λίγο πριν κλείσει τα τριάντα ζωντοχήρα να μεγαλώνει ένα
παιδί. Θυμόταν όταν του ζήτησε να κάνουν αυτό το παιδί, την αδιαφορία
του, αλλά το θεώρησε φυσιολογική αντίδραση για άντρα.
Έφερνε στο νου της τις στιγμές που γεμάτη προσμονή ήλπιζε πως κάνοντας
έρωτα, θα φύτρωνε μέσα της ο σπόρος της νέας ζωής. Η διαπίστωση πως ήταν
έγκυος, το έμβρυο που μεγάλωνε μέσα της, το άγχος και η αγωνία της να
το φέρει στον κόσμο.
Εκείνος δούλευε βλέπεις μέχρι το βράδυ για να φτιάξουν το σπίτι τους,
ταξίδευε και πολύ λόγω της θέσης του στην εταιρία. Μπήκε στον ένατο και
ένα πρωί κλείνοντας τη πόρτα για να φύγει για τη δουλειά της είπε πως
αυτό το παιδί δεν το είχε ζητήσει ποτέ του να έλθει, ήταν δική της η
επιθυμία και μόνον και έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Έμεινε αποσβολωμένη, ώστε έτσι λοιπόν? Την πήραν τα κλάματα, στην αρχή
βουβά, μετά υστερικά, ήθελε να ξεράσει από αυτό που ένιωθε. Ήταν και
πάλι μέρες γιορτινές, το σπίτι ήταν στολισμένο και η άφιξη του μωρού
αναμένονταν σύντομα, ακόμα ένας λόγος γιορτής!
Την επόμενη μέρα ξημέρωσε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Σηκώθηκε δύσθυμη από το
κρεβάτι, πήγε στην τουαλέτα και είδε λίγο αίμα στο εσώρουχο. Ανησύχησε
και κάλεσε το γιατρό της. Της πρότεινε να πάει να την δει και πήγε παρέα
με την αδελφή της. Εκείνος φυσικά είχε πάει στη δουλειά, έτρεχαν
projects που έπρεπε να παραδώσει. Ο γιατρός την εξέτασε και την κράτησε
στο νοσοκομείο για παρακολούθηση.
Σε λίγες ώρες έσπασαν τα νερά και μπήκε στην αίθουσα τοκετού ζητώντας να
έλθει και εκείνος μαζί της. Ήταν σε παρουσίαση σε ξένους επενδυτές, θα
ερχόταν αργότερα. Οι ωδίνες του τοκετού συνεχίζονταν για ώρες
παιδεύοντας μάνα και παιδί. Τελικά λίγες ώρες αργότερα, ήλθε στον κόσμο
το καμάρι της, ο γιόκας της, το σπλάχνο της! Τον κράτησε τρυφερά στην
αγκαλιά της αποκαμωμένη. Το μωρό έκλαιγε προσπαθώντας να μάθει να
αναπνέει. Να σας ζήσει της είπε το προσωπικό και εκείνη πετούσε στους
επτά ουρανούς έστω και αν ήλπιζε πως θα μοιραζόταν τη χαρά με τον άντρα
της!
Εκείνος περίμενε να τη δει στην αίθουσα αναμονής. Τη φίλησε και της
ψέλλισε ένα ευχαριστώ για τον γιο που είχε φέρει στον κόσμο. Γύρισαν
σπίτι σε λίγες μέρες και η Μαρίνα πίστευε πως αυτές οι μέρες ήταν οι
ευτυχέστερες της ζωής της με τους δύο άντρες της ζωής της μαζί.
Πρωτοχρονιάτικο δώρο ο Αλέξης και για τις επόμενες δύο Πρωτοχρονιές τα
γενέθλιά του γιορτάζονταν μαζί με τον ερχομό του καινούργιου χρόνου.
Ώσπου ο μπαμπάς έφυγε για ταξίδι επαγγελματικό και αργούσε να γυρίσει
πίσω. Είχε πάει ως μάνατζερ σε καινούργια εταιρία στην Ουκρανία και
έπρεπε να την οργανώσει. Οι λίγες εβδομάδες έγιναν μήνες και οι μήνες
έγιναν ακόμα περισσότεροι, καθώς ο Αλέξης μεγάλωνε και έβλεπε τον μπαμπά
του ολοένα και αραιότερα.
Επιτέλους όμως η μέρα της επιστροφής είχε φτάσει και η οικογένεια θα
βρισκόταν και πάλι μαζί, είχε περάσει ενάμισης χρόνος συνολικά!
Μπαμπακούλη μου, μπαμπάκα μου, έκανε καθώς χοροπήδαγε ο Αλέξης στο
αεροδρόμιο βλέποντας τον πατέρα του να πλησιάζει. Εκείνος, τους φίλησε
και τους δυο, μάνα και γιο και έφυγαν για το σπίτι. Μου έλειψες πολύ,
του έλεγε η Μαρίνα καθώς οδηγούσε στην επιστροφή και εκείνος χαμογέλασε.
Το βράδυ ενώ το ζευγάρι έμεινε μόνο του, η κουβέντα πήρε άλλη τροπή.
«Ξέρεις Μαρίνα…» «Τι?» «Έχω σχέση με μια κοπέλα στην Ουκρανία…» «και
θέλω να σου ζητήσω διαζύγιο… Λυπάμαι.»
«Δεν μπορείς να μου το λες αυτό κατάμουτρα, γιατί Θεέ μου, γιατί σε
μένα?» έλεγε με λυγμούς η Μαρίνα μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι της
συνέβαινε. «Γιατί, πες μου γιατί, τι σου έκανα, πες μου…»
«Λυπάμαι Μαρίνα, την αγαπώ αυτήν την κοπέλα και θέλω να ζήσουμε μαζί…»
«Που θα μας αφήσεις, το παιδί και μένα, πες μου που!»
«Η απόφασή μου είναι οριστική Μαρίνα. Θέλω διαζύγιο, σου εξήγησα γιατί, την αγαπάω…»
«Και εγώ αγαπάω εσένα, ή νόμιζα πως σε αγαπούσα τόσα χρόνια, αλλά με
κορόιδεψες, είσαι ένας υποκριτής, ένα τίποτα, είσαι, είσαι… σε μισώ,
φύγε, φύγε από κοντά μου, σε μισώ!»
«Θα φύγω, αυτό ήλθα να σου πω Μαρίνα, έχεις δίκιο μα δεν μπορώ να κάνω
αλλιώς, καταλαβαίνεις!» «Φύγεεε… φύγε σκουλήκι, φύγε και μην
ξαναγυρίσεις. Σε μισώ…»
Το διαζύγιο εκδόθηκε υπαιτιότητά του και χορηγήθηκε διατροφή και δόθηκαν
και δικαιώματα στον πατέρα να βλέπει το παιδί μια φορά στις 15 μέρες,
στις γιορτές και διακοπές. Εκείνος ξανάφτιαξε τη ζωή του συζώντας με την
Ουκρανή σύντροφό του στην Αθήνα. Εκείνη, πάλευε να σταθεί στα πόδια
της, δουλεύοντας και ανατρέφοντας τον Αλέξη με όσο λιγότερες ενοχές για
την εγκατάλειψη από τον πατέρα του. Προσπαθούσε να τηρεί τους τύπους και
να ζητά από εκείνον να επισκέπτεται το παιδί του που τον λάτρευε. Μέσα
της ήταν μια ζωντανή νεκρή. Τον είχε αγαπήσει αυτόν τον άνθρωπο, τον
πατέρα του παιδιού της, τον άνδρα που θέλησε να φτιάξει οικογένεια μαζί
του. Και τώρα?
Ήταν το δίχως άλλο ενδιαφέρον τύπος η Μαρίνα, ζωντανή και σπιρτόζα
γυναίκα, μάλλον ρομαντική στον έρωτα. Στο πανεπιστήμιο ήταν και καλή
στις σπουδές της, μα και έκανε και ωραία παρέα, με το χιούμορ και την
ευγένειά της. Τώρα κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέπτη και μονολογούσε:
«Ποιος να με αγαπήσει εμένα πια, ποιος? Δεν αξίζω τίποτα, είμαι χαμένη…»
και βουτούσε στον κόσμο της μελαγχολίας μέρα με την μέρα, χάνοντας την
πίστη πως ένας σύντροφος θα μπορούσε να φανερωθεί από εκεί που δεν το
περίμενε. «Μάλλον θα μεγαλώσει ο Αλέξης και μετά, δεν είμαι εγώ για
τέτοια» σκεφτόταν σαν παρηγοριά στην ανάγκη της να γεμίσει το κενό που
είχε αφήσει πίσω το διαζύγιο. Και έπεφτε για ύπνο με νοτισμένο το
μαξιλάρι από τα δάκρυα και έπιανε τον εαυτό της να χάνεται μέσα σε έναν
σκοτεινό ωκεανό θλίψης, που μόνον ο Αλέξης της μπορούσε να την
επαναφέρει στη πραγματικότητα και να την κάνει να στέκεται όρθια.
«Μαμά, τι δώρο θα σου φέρει εσένα ο Άγιος Βασίλης?» τη ρώτησε μια μέρα ο
μικρός. «Μου το έχει φέρει αυτό που έχω ζητήσει Αλέξη μου, δεν θέλω
τίποτα άλλο στον κόσμο» του απάντησε πονηρά η μανούλα.
«Ξέρεις ποιο είναι αυτό?» Ο Αλέξης την κοίταζε γεμάτος περιέργεια
παιδική και ακόρεστη. «Εσύ είσαι καρδούλα μου, εσύ είσαι το δώρο μου, το
μοναδικό που μου έφερε ο Άγιος πριν πέντε Πρωτοχρονιές και είναι αυτό
που θέλω πιο πολύ απ’ όλα στη γη!» έκανε η Μαρίνα στο παιδί, ανοίγοντας
τα χέρια της διάπλατα. «Ξέρεις κάτι μαμάκα? Εγώ δεν πρόκειται να σ’
αφήσω σαν το μπαμπά, θα μαι πάντα κοντά σου και δεν θα σ’ αφήσω ποτέ
ποτέ!» απάντησε παιχνιδιάρικα ο Αλέξης, αφήνοντας άφωνη τη μητέρα του
και έτρεξε να την αγκαλιάσει από τη μέση. «Ποτέ ποτέ μανούλα, ποτέ ποτέ»
επανέλαβε σαν να είπε κάτι σπουδαίο ο μικρός, με ύφος σοβαρό των
μεγάλων. «Αλέξη μου, σ’αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, θησαυρέ μου, να
το ξέρεις» απάντησε συγκινημένη η Μαρίνα και τον κράτησε σφιχτά στην
αγκαλιά της.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και πάλι και η Μαρίνα σηκώθηκε σε μια ακόμα
φορτισμένη συναισθηματικά μέρα. Στο μυαλό της ερχόταν η γέννηση του
μικρού Αλέξη και όσα είχαν προηγηθεί. Μπα σε καλό μου, θα μου περάσει,
σκέφτηκε και ετοίμασε τον μικρό για να σμίξουν με την υπόλοιπη
οικογένεια που θα περνούσαν μαζί την αλλαγή του χρόνου. Θείοι, θείες,
ξαδέλφια, ανίψια, αδέλφια και γονείς, μια ζωντανή κυψέλη για να ξεχαστεί
για λίγο μέρες που ήταν. Πήγαν στο σπίτι των δικών της, όλοι ασχολούταν
με τον τρισχαριτωμένο μοναχογιό και εγγόνι στην οικογένεια.
Ενώ η γαλοπούλα μοσχομύριζε στον φούρνο, ο πατέρας της θυμήθηκε πως είχε
κάτι για εκείνη. Ήταν ένας φάκελος από το εξωτερικό. Ιταλία…Περίεργο!
Τον άνοιξε δίχως να σκεφτεί από ποιόν προέρχονταν, μα σε λίγο έκατσε στη
καρέκλα με τα πόδια της να τρέμουν από το αναπάντεχο. Ήταν ο
συμφοιτητής της στο μεταπτυχιακό, εκείνο το σύντομο μα και τόσο έντονο
φλερτ που είχαν ζήσει λίγα χρόνια πριν στην Αγγλία. Ο έρωτας δίχως αύριο
του Τζουλιάνο! Της έγραφε πολλά, πως είχε χωρίσει κι αυτός και πως
δουλειές θα τον έφερναν στην Αθήνα για καιρό και πως ήθελε οπωσδήποτε να
την δει και δεν την είχε ξεχάσει ποτέ όσα χρόνια και αν είχαν περάσει
από την Αγγλία, στη φοιτητική εστία, τότε δυο ξέγνοιαστα παιδιά…
Το πρόσωπό της φωτίστηκε με μια λάμψη αλλόκοτη.
Ώστε δεν με ξέχασε, μα που ήταν τόσο καιρό, ο Τζουλιάνο, για φαντάσου.
Amore mio, bella Marina, ti amo! Της έλεγε μέσα στη τρέλα του νεανικού
έρωτα που έζησαν. Κι έπειτα γύρισαν πίσω, και γνώρισε τον άνδρα της και
φάνταζε η εργένικη ζωή της τόσο μακρινή και ξεχασμένη!
«Είσαι καλά, τι έγινε?» τη ρώτησε η αδελφή της και εκείνη με ένα πλατύ
χαμόγελο μετά από πολύ καιρό έβαλε τον φάκελο στον κόρφο της και
απάντησε «Μια χαρά είμαι, τώρα είμαι μια χαρά…!»
Ο Αλέξης την τράβηξε από τη φούστα όλο ανυπομονεσία. «Μαμά, μαμά, σήκω
πάμε να δούμε που έρχεται ο Άγιος Βασίλης με τα δώρα, μαμά βιάσου!»
«Έρχομαι αγάπη μου, έρχομαι…» «Τώρα μαμά, έλα μαμά, του ζήτησα να φέρει
δώρο και σε σένα μαμά, έλα!» Η Μαρίνα πήγε προς το δέντρο και περίμενε
μαζί με τους άλλους να μπει η καινούργια χρονιά μετρώντας αντίστροφα.
Μετά αντάλλαξαν τα δώρα και ο Αλέξης της έδωσε έναν φάκελο. Τον άνοιξε
και ήταν μια ζωγραφιά με ένα αεροπλάνο στον ουρανό που από πίσω του
έσερνε μια πελώρια κόκκινη καρδιά. Από κάτω είχε ζωγραφίσει την Μαρίνα
και εκείνον να χαμογελάνε και να χαιρετάνε το αεροπλάνο και τον ήλιο να
λάμπει! Στη μαμά μου, της έγραφε, Αλέξης με εκείνα τα καρικατούρικα
γραμματάκια του νηπιαγωγείου. «Σ’ αρέσει μαμά?» τη ρώτησε καθώς την
έβλεπε να το θαυμάζει για ώρα και κρατώντας με το άλλο χέρι το σημείο
στο μπούστο που είχε κρύψει το γράμμα.
«Είναι ότι καλύτερο μπορούσα να φανταστώ Αλέξη μου, το καλύτερο δώρο…»
«Άμα το θες μαμά, έτσι θα γίνει, έτσι δεν μου λες και συ?» απάντησε
περήφανα ο μικρός «Το είδα στο όνειρό μου μανούλα, είναι αλήθεια, έτσι
μου είπε ο Άγιος Βασίλης» και της έσκασε ένα φιλί ενώ έφυγε τρέχοντας
για να παίξει με τα καινούργια του παιχνίδια στο σαλόνι.
-----------------------------------