Ήταν χειμώνας. Παγωνιά. Μήτε ραδίκι δεν ξεφύτρωνε. Μήτε ένα γέλιο δε διαγραφόταν. Η γη είχε καταξεραθεί. Βρέχει με το τουλούμι. Κανόνια γιόμιζαν τον ουρανό. Μήτε να βγάλει το άρβυλο να πέσει ο κάπτα-Νίκος. Μήτε να ξαναθυμηθεί τις επιστήμες και τα γράμματα. Μόνο για να νεκροφιλήσεις απόμενε λίγος καιρός. Μόνο για ν’ αποχαιρετήσεις ένα ένα πράμα που ’φευγε.
Εκείνη την ημέρα ήρθε η σειρά του λοχαγού. Ήταν μια στενή κάμαρα μ’ ένα κερί που όλο κι έλιωνε απάνω στα ποδάρια του. Κι ο λοχαγός καταμεσής νεκρός, κι εκοίταγε κατά τη δύση. Και πριν να λιώσει το κερί να σκοτεινιάσει ολότελα, κάμποσοι φίλοι εβάδιζαν κι έσκυβε ένας ένας και τον αποχαιρέταγε.
Την ώρα αυτή που κίναγε στο αιώνιο ταξίδι.
Μπήκε κι ο κάπτα-Νίκος τότε, και το κερί ετρεμόσβηνε πάνω στη μούρη του νεκρού, κι είχε ξεχάσει ολότελα εκείνον τον καιρό τις επιστήμες και τα γράμματα και πως υπάρχουν ζωντανοί κι αγάπες και φθινόπωρα, κι έβλεπε μόνο εμπρός του το νεκρό λοχαγό.
Μεμιάς τα μάτια του εφουριάσανε. Μια λάμψη σα να τα ’ζωσε.
Ένα φως σα να πήδησε μες στο μικρό σκοτάδι και του ’κλεισε τα βλέφαρα. Δίπλα στον πεθαμένο, μια σπιθαμή στα πόδια του, απάνω στα σανίδια, ακίνητη σαν άγαλμα, φρουρός μαζί κι εκδικητής, καθότανε η Μαρία, μες στην ασκήμια της και τα κουρέλια της, με το ντουφέκι του νεκρού κρατώντας το ωσάν λάβαρο, στραμμένο προς τ’ ανάστροφα, αμίλητο κι ακίνητο, και μες στην κάνη που έχασκε είχε καρφώσει ένα περίφημο κόκκινο τριαντάφυλλο. Ήταν σημάδι φανερό ενός μεγάλου έρωτα. Που ποτέ δεν ειπώθηκε. Το πρώτο της και το έσχατο.
Ο κάπτα-Νίκος ξέχασε ότι ήτανε Δεκέμβρης, χειμώνας, παγωνιά, που ραδίκι δε φύτρωνε, που γέλιο δε διαγραφόταν, που κανόνια σκοτώνανε, που τα κεριά ετρεμόσβηναν, που μάνες μοιρολόγαγαν, που ’βρεχεν ασταμάτητα, και μονομιάς θυμήθηκε ότι υπάρχαν ζωντανοί κι αγάπες και φθινόπωρα και γράμματα και γέλιο και κόκκινο τριαντάφυλλο που ’χε τη δύναμη κι εφύτρωσε στην καρδιά του Δεκέμβρη.
Κι έτσι από τότε πάλι εβρήκαμε, πάνω στην ώρα που τη χάναμε, την πίστη στη ζωή. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο φώτισε την απόγνωση του κουρασμένου ανθρώπου....
Μέλπω Αξιώτη
Εκείνη την ημέρα ήρθε η σειρά του λοχαγού. Ήταν μια στενή κάμαρα μ’ ένα κερί που όλο κι έλιωνε απάνω στα ποδάρια του. Κι ο λοχαγός καταμεσής νεκρός, κι εκοίταγε κατά τη δύση. Και πριν να λιώσει το κερί να σκοτεινιάσει ολότελα, κάμποσοι φίλοι εβάδιζαν κι έσκυβε ένας ένας και τον αποχαιρέταγε.
Την ώρα αυτή που κίναγε στο αιώνιο ταξίδι.
Μπήκε κι ο κάπτα-Νίκος τότε, και το κερί ετρεμόσβηνε πάνω στη μούρη του νεκρού, κι είχε ξεχάσει ολότελα εκείνον τον καιρό τις επιστήμες και τα γράμματα και πως υπάρχουν ζωντανοί κι αγάπες και φθινόπωρα, κι έβλεπε μόνο εμπρός του το νεκρό λοχαγό.
Μεμιάς τα μάτια του εφουριάσανε. Μια λάμψη σα να τα ’ζωσε.
Ένα φως σα να πήδησε μες στο μικρό σκοτάδι και του ’κλεισε τα βλέφαρα. Δίπλα στον πεθαμένο, μια σπιθαμή στα πόδια του, απάνω στα σανίδια, ακίνητη σαν άγαλμα, φρουρός μαζί κι εκδικητής, καθότανε η Μαρία, μες στην ασκήμια της και τα κουρέλια της, με το ντουφέκι του νεκρού κρατώντας το ωσάν λάβαρο, στραμμένο προς τ’ ανάστροφα, αμίλητο κι ακίνητο, και μες στην κάνη που έχασκε είχε καρφώσει ένα περίφημο κόκκινο τριαντάφυλλο. Ήταν σημάδι φανερό ενός μεγάλου έρωτα. Που ποτέ δεν ειπώθηκε. Το πρώτο της και το έσχατο.
Ο κάπτα-Νίκος ξέχασε ότι ήτανε Δεκέμβρης, χειμώνας, παγωνιά, που ραδίκι δε φύτρωνε, που γέλιο δε διαγραφόταν, που κανόνια σκοτώνανε, που τα κεριά ετρεμόσβηναν, που μάνες μοιρολόγαγαν, που ’βρεχεν ασταμάτητα, και μονομιάς θυμήθηκε ότι υπάρχαν ζωντανοί κι αγάπες και φθινόπωρα και γράμματα και γέλιο και κόκκινο τριαντάφυλλο που ’χε τη δύναμη κι εφύτρωσε στην καρδιά του Δεκέμβρη.
Κι έτσι από τότε πάλι εβρήκαμε, πάνω στην ώρα που τη χάναμε, την πίστη στη ζωή. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο φώτισε την απόγνωση του κουρασμένου ανθρώπου....
Μέλπω Αξιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου