Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013
Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012
Ο ξένος(Διδακτικές ιστορίες κ μύθοι......)
Μια μέρα ήρθε ένας ξένος στο χωριό.
Στάθηκε στην πλατεία και ξετύ
λιξε ένα πανό Έγραφε “Κοινωνική Κουζίνα – Ο
Άλλος Άνθρωπος”. Έστρωσε ένα τσουκάλι στη φωτιά κι έπιασε να
μαγειρεύει.
-Τι είναι τούτο πάλι; Ποιός είναι αυτός;
-Δωρεάν φαγητό για όλους λέει;
-Ναι, εμείς δεν έχουμε κανέναν που να πεινάει.
-Και τι με νοιάζει εμένα, η σύνταξη να πέφτει.
-Δίκιο έχεις. Να μπαίνει ευρώ στην πανταλόνα.
-Τι παριστάνει ετούτος δηλαδή; Θ’ αλλάξει τον κόσμο;
-Έλα ντε.
Πετάχτηκε κι ο παπάς:
-Ρε τούτος θα μας πάρει τη δουλειά. Κι εμείς τι κάνουμε εδώ;
Κι ένας πολιτευτής συμφώνησε:
-Ετούτος και κάποιοι άλλοι σαν και δαύτονε θα μας χαλάσουν το μαγαζί. Τόσα χρόνια δηλαδή εμείς τι κάνουμε;
-Κάτι λέει για Αλληλεγγύη.
-Τι λέξη είν’ αυτή;
-Δεν ξέρω. Στο σχολειό μάθαμε να τηράμε μια το πίνακα και μια το βιβλίο. Τι γινότανε δίπλα ούτε που θυμάμαι.
Τότε πήρε το λόγο ο παππούς:
-Η Αλληλεγγύη υπήρχε τα παλιά χρόνια, δεν τη προλάβατε εσείς.
-Και πως ήτανε τότες;
-Τότες οι αυλές ήσαντε ανοιχτές. Ούλοι
μια γειτονιά. Δεν υπήρχαν σιδεριές και συναγερμοί. Και τα σκυλιά ήσαντε
και φίλοι όχι μόνο φύλακες. Όποιος είχε κάτι το μοιραζότανε, κι όποιος
δεν είχε το μοιραζότανε κι αυτός. Γλεντάγαμε μαζί, κλαίγαμε μαζί,
γελάγαμε μαζί και στο τέλος της ημέρας ο λογαριασμός ήταν ίδιος για
όλους.
-Δηλαδη;
-Δηλαδή να…Η χαρά πολλαπλασιαζότανε
γιατί την μοιραζόμασταν. Δεν χανότανε στο μοίρασμα, μ’ ένα περίεργο
τρόπο αυγάταινε. Και η λύπη λιγόστευε. Όσο πιο πολλοί την κουβαλούσαμε
αλάφραινε.
-Είναι πολλά τα χρόνια που’ φυγε αυτή η, πως την είπες, Αλληλεγγύη;
-Είναι. Από τότε που’ ρθε το χρήμα κι η ανάπτυξη. Το χρήμα έφερε τη μοναξιά.
-Μα γίνεται αυτό; Άμα δεν έχω μισθό πως θα ζήσω;
-Αμ γίνεται. Με το χρήμα αλλάζει το
βλέμμα σου. Δεν βλέπεις δίπλα σου. Η ματιά σου φτάνει στο ύψος του
μισθού σου και στο βάθος της τσέπης σου. Παραδίπλα τίποτα. Δε φταίς εσύ,
η ανάγκη βλέπεις. Αλλά δεν μάθατε κι αλλιώς. Από μικρά σας ζέψανε στο
ζυγό της οικονομίας. Όλα τα μετράμε με βάση τις ανάγκες μας. Παραπέρα
τίποτα. Δεν προφταίνουμε. Να, κοιτάτε την πλατεία.
-Πω, πω!!!
Η πλατεία είχε γεμίσει από ανθρώπους που καθόντουσαν κι έτρωγαν σιωπηλοί.
-Που ήταν όλοι αυτοί κρυμμένοι;
-Αυτοί ήταν κρυμμένοι ή εσύ;
Μόλις απόσωσε ο “Άλλος Άνθρωπος” μάζεψε το τσουκάλι του και τις κουτάλες και τα φόρτωσε στο γαϊδουράκι του.
-Πως ήξερες ότι υπάρχουν πεινασμένοι στο χωριό μας;
-Δεν το’ ξερα γι’ αυτό ήρθα. Εύχομαι να μην ξανάρθω.
-Καλά κι όλοι αυτοί πως το’ ξερες ότι θα’ ρθουνε;
-Η μοναξιά φέρνει την πείνα. Άμα έχεις
παρέα δεν πεινάς, δε μ’ έχεις ανάγκη. Η τροφή κρύβεται μέσα στη
συντροφιά. Τι άλλο να σου πω;
-Και δε ζητάς τίποτα;
-Τίποτα.
Τούτα είπε μοναχά κι έφυγε. Κοιτούσανε
τον “Άλλο Άνθρωπο” που ξεμάκραινε μέχρι που έγινε ένα με τον ορίζοντα.
Τότε κάποιος αναρωτήθηκε:
-Δεν ρωτήσαμε ούτε τ’ όνομά του.
-Θα τον θυμόμαστε σαν ξένο.
Κι ένας άλλος πάλι μονολογούσε:
Της μοναξιάς τα βήματα
κι εσύ μπορείς και προχωράς
μ’ ένα τσουκάλι μόνο…
_______
Πηγή: torafeio.wordpress.com
Ἀντρέι Πλατόνωφ – Τὸ ἄγνωστο λουλούδι (Παραμύθι βασισμένο σὲ πραγματικὰ γεγονότα)
Zούσε κάποτε στὸν κόσμο
ἕνα μικρὸ λουλούδι. Κανεὶς δὲν γνώριζε ὅτι ὑπῆρχε στὴ γῆ.
Εἶχε μεγαλώσει μονάχο του, σ’ ἕνα ἐγκαταλειμμένο
οἰκόπεδο. Οἱ ἀγελάδες καὶ οἱ κατσίκες δὲν σύχναζαν ἐκεῖ, καὶ
τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν κατασκήνωση τῶν πιονιέρων ποτέ τους δὲν
ἔπαιζαν στὸ μέρος ἐκεῖνο. Στὸ ἔρημο
οἰκόπεδο κανένα χορτάρι δὲν φύτρωνε· μόνο μερικὲς
ξεχασμένες, γκρίζες πέτρες ἦταν σπαρμένες ἐκεῖ, κι ἀνάμεσά
τους ἕνας ξερὸς καὶ ἀπονεκρωμένος πηλός. Μονάχα ὁ ἄνεμος
σεργιάνιζε στὸ ἐγκαταλειμμένο οἰκόπεδο. Σὰν ἕνας
γερο-σπορέας, κουβαλοῦσε σπόρους καὶ τοὺς ἔσπερνε παντοῦ –
τόσο στὸ μαῦρο, νοτισμένο χῶμα, ὅσο καὶ στὸ γυμνὸ καὶ πετρῶδες
ἐγκαταλειμμένο οἰκόπεδο. Στὸ μαῦρο καὶ εὔφορο χῶμα οἱ
σπόροι ἔδιναν λουλούδια καὶ χορτάρια, ὅμως στὶς πέτρες καὶ στὸν
πηλὸ πέθαιναν.
Μιὰ φορὰ ἔπεσε ἀπὸ τὸν ἀέρα
ἕνας μικρὸς σπόρος, βρίσκοντας προστασία μέσα σ’ ἕναν μικρὸ
λάκκο, ἀνάμεσα στὶς πέτρες καὶ τὸν πηλό.
Τὸ σποράκι αὐτὸ
βασανίστηκε γιὰ πολύ, κι ἔπειτα μούσκεψε μέσα στὴν πάχνη,
ἄνοιξε στὰ δύο, ἀφέθηκαν ἀπὸ μέσα του λεπτὲς τριχοῦλες ἀπὸ
ρίζες, καὶ μ΄ αὐτὲς τρύπησε τὴν πέτρα καὶ τὸν πηλὸ καὶ ἄρχισε ν’
ἀναπτύσσεται.
Ἔτσι ἄρχισε νὰ ζεῖ στὸν κόσμο
τὸ μικρὸ ἐκεῖνο λουλούδι. Δὲν εἶχε τίποτα γιὰ νὰ τραφεῖ στὶς
πέτρες καὶ στὸν πηλό. Οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς, ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ
τὸν οὐρανό, ἔφταναν στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους, δίχως νὰ
εἰσχωρήσουν μέχρι τὶς ρίζες του, ὅμως τὸ λουλούδι ζοῦσε καὶ
μεγάλωνε καὶ γινόταν σιγὰ-σιγὰ ὁλοένα καὶ πιὸ ψηλό. Τὸ
λουλουδάκι ὕψωνε τὰ φύλλα του ἐνάντια στὸν ἄνεμο, καὶ ὁ
ἄνεμος κόπαζε δίπλα του. Ἀπὸ τὸν ἄνεμο ἔπεφταν στὸν πηλὸ
κόκκοι σκόνης, κουβαλημένοι ἀπὸ τὸ φύσημά του, μαζὶ μὲ
εὔφορο, μαῦρο χῶμα. Σ’ ἐκείνους τοὺς κόκκους σκόνης ὑπῆρχε
τροφὴ γιὰ τὸ λουλούδι, ὡστόσο οἱ κόκκοι ἦταν ξεροί. Τὸ
λουλούδι, γιὰ νὰ τοὺς μουσκέψει, ἔστηνε καρτέρι ὅλη τὴ νύχτα
στὴ δροσιὰ καὶ τὴ μάζευε, σταγόνα-σταγόνα, στὰ φύλλα του. Καὶ
ὅταν τὰ φύλλα βάραιναν ἀπὸ τὴ δροσιά, τὸ λουλούδι τὰ χαμήλωνε
καὶ ἡ δροσιὰ ἔπεφτε κάτω, νοτίζοντας τοὺς μαύρους κόκκους τῆς
σκόνης, τοὺς φερμένους ἀπὸ τὸν ἄνεμο, διαβρώνοντας μαζὶ καὶ
τὸν ἀπονεκρωμένο πηλό.
Τὴν ἡμέρα τὸ λουλούδι
ἔστηνε ἐνέδρα στὸν ἄνεμο καὶ τὸ βράδυ στὴ δροσιά. Μοχθοῦσε
νυχθημερὸν γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ μὴν πεθάνει. Ἀνάστησε μεγάλα
τα φύλλα του, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ συγκρατοῦν τὸν ἄνεμο καὶ νὰ
συλλέγουν τὴ δροσιά. Ὅμως ἦταν δύσκολο γιὰ τὸ λουλούδι νὰ
τρέφεται μόνο ἀπὸ τοὺς κόκκους τῆς σκόνης, ποὺ ἔπεφταν μὲ τὴ
βοήθεια τοῦ ἀνέμου, κι ἀκόμα νὰ μαζεύει γι’ αὐτοὺς τὴ δροσιά.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔπρεπε νὰ ζήσει, καὶ ὑπερνικοῦσε μὲ τὴ βοήθεια
τῆς ὑπομονῆς τὸν πόνο του ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν κούραση. Τὸ
λουλούδι μόνο μιὰ φορὰ στὴ διάρκεια τοῦ εἰκοσιτετραώρου
χαιρόταν: ὅταν ἡ πρώτη ἀκτίνα τοῦ πρωινοῦ ἥλιου ἄγγιζε τὰ
ἀποκαμωμένα φύλλα του.
Ἐὰν ὅμως ὁ ἄνεμος ἔκανε
πολὺ καιρὸ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ ἔρημο οἰκόπεδο, τότε τὸ μικρὸ
λουλούδι αἰσθανόταν ἄσχημα, καὶ δὲν τοῦ ἀρκοῦσαν οἱ δυνάμεις
του γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ μεγαλώσει.
Ὅμως τὸ λουλούδι δὲν ἤθελε
νὰ ζεῖ μέσα στὴ λύπη. Γι’ αὐτό, ὅταν τὰ πράγματα γιὰ ‘κεῖνο
γίνονταν ὁλότελα θλιβερά, λαγοκοιμόταν. Παρ’ ὅλα αὐτά,
πάσχιζε συνεχῶς ν’ ἀναπτυχθεῖ, ἀκόμα καὶ ὅταν οἱ ρίζες του
τραγάνιζαν τὶς γυμνὲς πέτρες καὶ τὸν ξερὸ πηλό. Ὅταν
συνέβαινε αὐτό, τὰ φύλλα του δὲν μποροῦσαν νὰ τραφοῦν
κανονικὰ καὶ κιτρίνιζαν: ἕνα νευράκι τους γινόταν μπλάβο,
ἕνα ἄλλο κόκκινο, κάποιο τρίτο ἔπαιρνε ἕνα γαλάζιο ἢ
χρυσαφὶ χρῶμα. Κι ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ ἔλειπε ἀπ’ τὸ λουλούδι ἡ
τροφή, καὶ τὸ μαρτύριό του ἐκδηλωνόταν στὰ φύλλα μὲ διάφορα
χρώματα. Τὸ ἴδιο τὸ λουλούδι, ὡστόσο, δὲν τὸ γνώριζε αὐτό:
βλέπετε, ἦταν τυφλὸ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του· νὰ
δεῖ πῶς στ’ ἀλήθεια ἦταν.
Στὰ μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ ἡ
στεφάνη τοῦ λουλουδιοῦ ἄνθισε. Μέχρι τότε ἔμοιαζε μὲ
χορταράκι, ἐνῶ τώρα εἶχε γίνει πραγματικὸ λουλούδι. Ἡ
στεφάνη ἀποτελοῦνταν ἀπὸ πέταλα ποὺ εἶχαν ἕνα ἁπλό,
φωτεινὸ χρῶμα, διαυγὲς καὶ ἔντονο, ὅπως τὸ χρῶμα ἑνὸς
ἀστεριοῦ. Καί, ὅπως ἕνα ἀστέρι, τὸ λουλούδι λαμπύριζε μὲ
ζωηρὴ φλόγα καὶ ἦταν ὁρατὸ ἀκόμα καὶ στὴ σκοτεινὴ νύχτα.
Ὅταν ὁ ἄνεμος ἐρχόταν στὸ ἔρημο οἰκόπεδο, ἄγγιζε πάντοτε
τὸ λουλούδι καὶ ἔπαιρνε μαζί του τὸ ἄρωμά του.
Καὶ νά ποὺ ἕνα πρωινὸ ἔφτασε
δίπλα σ’ ἐκεῖνο τὸ οἰκόπεδο ἕνα κοριτσάκι, ἡ Ντάσα. Ζοῦσε
μὲ τὶς φιλενάδες της στὴν κατασκήνωση τῶν πιονιέρων, καὶ
ἐκεῖνο τὸ πρωὶ ξύπνησε ἔχοντας ἐπιθυμήσει τὴ μητέρα της.
Τῆς εἶχε γράψει ἕνα γράμμα καὶ τὸ πήγαινε στὸν σταθμό, γιὰ νὰ
φύγει ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ γρήγορα. Στὸν δρόμο ἡ Ντάσα φιλοῦσε
τὸν φάκελο μὲ τὸ γράμμα καὶ τὸν ζήλευε ποὺ αὐτὸς θὰ ἔβλεπε τὴ
μητέρα της νωρίτερα ἀπ’ ὅ,τι ἐκείνη.
Στὴν ἄκρη τοῦ ἔρημου
οἰκοπέδου ἡ Ντάσα αἰσθάνθηκε μιὰν εὐωδιά. Ἔριξε μιὰ ματιὰ
ὁλόγυρα. Κανένα λουλούδι δὲν ὑπῆρχε κοντά, μόνο λίγο
χορταράκι εἶχε φυτρώσει στὸ μονοπάτι καὶ τὸ οἰκόπεδο ἦταν
τελείως γυμνό. Ὅμως ὁ ἀέρας ἔπνεε ἀπὸ τὸ οἰκόπεδο
μεταφέροντας ἀπὸ ‘κεῖ μιὰν ἀνάλαφρη μυρωδιά, σὰν φωνὴ ποὺ
προσκαλοῦσε, τὴ φωνὴ μιᾶς ἄσημης καὶ ἄγνωστης ζωῆς. Ἡ Ντάσα
θυμήθηκε ἕνα παραμύθι, ποὺ τῆς εἶχε διηγηθεῖ ἐδῶ καὶ καιρὸ ἡ
μητέρα της. Τῆς εἶχε μιλήσει γιὰ ἕνα τριαντάφυλλο, ποὺ
συνεχῶς θλιβόταν γιὰ τὴ μητέρα του, ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ
κλάψει καὶ μόνο μὲ τὴν εὐωδιὰ περνοῦσε ἡ θλίψη του. «Ἴσως
ἐκεῖνο τὸ λουλούδι νὰ ἐπιθυμεῖ στὸ παραμύθι τὴ μητέρα του,
ὅπως ἐγώ», σκέφτηκε ἡ Ντάσα.
Πῆγε στὸ ἔρημο οἰκόπεδο καὶ
ἀντίκρισε, κοντὰ σὲ μιὰ πέτρα, ἐκεῖνο τὸ λουλουδάκι. Ἡ Ντάσα
ποτὲ ὣς τώρα δὲν εἶχε δεῖ παρόμοιο λουλούδι – οὔτε σὲ
χωράφι, οὔτε στὸ δάσος, οὔτε στὶς εἰκόνες τῶν βιβλίων, οὔτε
στὸν Βοτανικὸ Κῆπο, πουθενά. Κάθισε στὸ χῶμα, δίπλα στὸ
λουλούδι, καὶ τὸ ρώτησε:
— Γιατί εἶσαι ἔτσι;
— Δὲν ξέρω, ἀπάντησε τὸ λουλούδι.
— Καὶ γιατί δὲν μοιάζεις μὲ τ’ ἄλλα λουλούδια;
Τὸ λουλούδι καὶ πάλι δὲν
ἤξερε τί νὰ πεῖ. Ὅμως ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἄκουγε ἀπὸ τόσο
κοντὰ τὴ φωνὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ κάποιος τὸ
κοιτοῦσε, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἤθελε νὰ προσβάλει τὴν Ντάσα μὲ τὴ
σιωπή του.
— Διότι περνάω δύσκολα, ἀπάντησε τὸ λουλούδι.
— Καὶ πῶς σὲ λένε; ρώτησε ἡ Ντάσα.
— Κανεὶς δὲν μὲ φωνάζει μὲ κάποιο ὄνομα, εἶπε τὸ λουλουδάκι, ζῶ μονάχο μου.
Ἡ Ντάσα κοίταξε ὁλόγυρά το ἔρημο οἰκόπεδο.
— Ἐδῶ ἔχει πέτρες, ἐδῶ ἔχει
πηλό! εἶπε. – Πῶς καὶ ζεῖς μοναχό σου, πῶς φύτρωσες μέσα ἀπὸ τὸν
πηλὸ καὶ δὲν πέθανες, ἔτσι μικρὸ ποὺ εἶσαι;
— Δὲν ξέρω, ἀπάντησε τὸ λουλούδι.
Ἡ Ντάσα ἔσκυψε στὸ λουλούδι καὶ τὸ φίλησε στὸ φεγγερό του κεφαλάκι.
Τὴν ἑπομένη, ὅλοι οἱ
πιονιέροι ἦρθαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ λουλουδάκι. Τοὺς εἶχε
φέρει ἡ Ντάσα. Πολὺ πρὶν φτάσουν στὸ οἰκόπεδο, τοὺς πρόσταξε νὰ
πάρουν μιὰν εἰσπνοὴ καὶ τοὺς εἶπε:
—Ἀκοῦτε πόσο ὄμορφα μυρίζει;* Ἔτσι ἀνασαίνει αὐτό.
Οἱ πιονιέροι στέκονταν γιὰ
πολὺ ὥρα γύρω ἀπὸ τὸ λουλουδάκι καὶ τὸ καμάρωναν, σὰν νά ’ταν
ἥρωας. Ἔπειτα, ἔφεραν ἕνα γύρο ὅλο το ἔρημο οἰκόπεδο, τὸ
μέτρησαν μὲ τὰ βήματά τους καὶ ὑπολόγισαν πόσα καρότσια
κοπριὰ καὶ τέφρα ἔπρεπε νὰ φέρουν γιὰ νὰ λιπάνουν τὸν
ἀπονεκρωμένο πηλό.
Ἤθελαν νὰ γίνει τὸ χῶμα στὸ
οἰκόπεδο γόνιμο. Τότε καὶ τὸ μικρὸ λουλούδι, μὲ τὸ ἄγνωστο
ὄνομα, θὰ μποροῦσε ν’ ἀναπαυθεῖ, καὶ ἀπὸ τοὺς σπόρους του θὰ
μεγάλωναν, δίχως νὰ χαθοῦν, πανέμορφα παιδιά, τὰ πιὸ καλὰ
λουλούδια, ποὺ θὰ ἔλαμπαν ἀπὸ φῶς καὶ ποὺ ὅμοιά τους δὲν θὰ
ὑπῆρχαν πουθενά.
Ἐπὶ τέσσερις ἡμέρες
δούλευαν οἱ πιονιέροι, λιπαίνοντας τὸ χῶμα στὸ ἔρημο
οἰκόπεδο. Ἔπειτα, μόλις τελείωσαν, ξεκίνησαν τὸ ταξίδι
τους γιὰ ἄλλους ἀγρούς, γιὰ ἄλλα δάση, καὶ πλέον στὸ ἔρημο
οἰκόπεδο δὲν ξαναφάνηκαν.
Μόνο ἡ Ντάσα ἦρθε μιὰ φορά, γιὰ ν’
ἀποχαιρετήσει τὸ μικρὸ λουλούδι. Τὸ καλοκαίρι ἔφτανε ἤδη
πρὸς τὸ τέλος του καὶ οἱ πιονιέροι ἔπρεπε ν’ ἀναχωρήσουν γιὰ
τὰ σπίτια τους. Ὅπως καὶ ἔγινε.
Τὸ ἑπόμενο καλοκαίρι ἡ
Ντάσα ἦρθε πάλι στὴν ἴδια κατασκήνωση τῶν πιονιέρων. Καθ’
ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ μακροῦ χειμώνα, θυμόταν τὸ μικρὸ λουλούδι
μὲ τὸ ἄγνωστο ὄνομα. Καὶ πῆγε ἀμέσως στὸ οἰκόπεδο νὰ τὸ
ἐπισκεφθεῖ.
Ἡ Ντάσα εἶδε ὅτι τὸ
οἰκόπεδο εἶχε τώρα ἀλλάξει: τώρα ἦταν καλυμμένο μὲ χορτάρι
καὶ λουλούδια, κι ἀπὸ πάνω του πετοῦσαν πουλιὰ καὶ
πεταλοῦδες. Ἀπὸ τὰ λουλούδια ἀναδιδόταν μιὰ εὐωδιά, ὅμοια
μ’ ἐκείνη τοῦ μικροῦ λουλουδιοῦ-βιοπαλαιστῆ.
Ὡστόσο, τὸ περσινὸ
λουλούδι, αὐτὸ ποὺ ζοῦσε ἀνάμεσα στὶς πέτρες καὶ στὸν πηλό, δὲν
ὑπῆρχε πιά. Πέθανε μᾶλλον τὸ περασμένο φθινόπωρο. Τὰ
καινούργια λουλούδια ἦταν ἐπίσης ὄμορφα, λιγότερο ὄμορφα
ὅμως ἀπ’ ὅ,τι ἐκεῖνο, τὸ πρῶτο λουλούδι. Ἡ Ντάσα ἔπεσε σὲ
θλίψη, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε πλέον τὸ ἀλλοτινὸ λουλούδι. Ἐνῶ
εἶχε πάρει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ξαφνικὰ σταμάτησε.
Ἀνάμεσα σὲ δυὸ πέτρες, φύτρωνε στριμωγμένο ἕνα νέο
λουλούδι – ἴδιο ἀκριβῶς ὅπως ἐκεῖνο τὸ παλιό, μόνο ἐλαφρῶς
καλύτερο καὶ ἀκόμα πιὸ ὄμορφο. Τὸ λουλούδι τοῦτο μεγάλωνε
ἀνάμεσα στὶς πέτρες, ποὺ τοῦ δυσκόλευαν τὴ ζωή. Ἦταν ζωηρὸ
καὶ καρτερικό, ὅπως ὁ πατέρας του, καὶ περισσότερο δυνατὸ
ἀπ’ τὸν πατέρα του, ἐπειδὴ ζοῦσε στὶς πέτρες.
Στὴν Ντάσα φάνηκε ὅτι τὸ
λουλούδι τεντωνόταν πρὸς τὸ μέρος της, ὅτι τὴν καλοῦσε κοντά
του μὲ τὴ σιωπηλὴ φωνὴ τῆς εὐωδιᾶς του.
1950
*
Σημείωση τοῦ μεταφραστῆ: Ἐδῶ ὁ Πλατόνωφ χρησιμοποιεῖ τὴν
ἔκφραση ποὺ ἀπαντᾶ στὴν Κρήτη καὶ σὲ ὁρισμένα ἄλλα μέρη τῆς
Ἑλλάδας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὴ μυρωδιὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν
ἀκούσει.
Πηγή: Некоммерческая электронная библиотека «ImWerden».
Ἀντρέι
Πλατόνωφ (Андрей Платонов) (Βορόνιεζ, 28 Αὐγούστου 1899 –
Μόσχα, 5 Ἰανουαρίου 1951). Ρῶσος καὶ Σοβιετικὸς
συγγραφέας, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον πρωτότυπους σὲ ὕφος καὶ
γλώσσα λογοτέχνες κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 20οῦ
αἰώνα. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ἀντρέι Πλατόνοβιτς
Κλιμιέντωφ. Ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστά του ἔργα εἶναι τὸ «Τσεβενγκούρ»
καὶ ὁ «Λάκκος». Τὸ λογοτεχνικό του ἰδίωμα, ἕνας συνδυασμὸς
χριστιανικοῦ συμβολισμοῦ, γλώσσας τῶν χωρικῶν, φιλοσοφικοῦ
λόγου καὶ πολιτικῆς ὁρολογίας, δημιουργεῖ πολλὲς φορὲς τὴν
αἴσθηση τοῦ ἀκατανόητου καί, συνοδευόμενο ἀπὸ τὴ χρήση
φανταστικῶν στοιχείων στὴ συγγραφικὴ πλοκή, μοιάζει σχεδὸν
ἀμετάφραστο σὲ ἄλλη γλώσσα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, οἱ μεταφραστὲς
τοῦ Πλατόνωφ ἀπολογοῦνται συνήθως καὶ ζητοῦν συγγνώμη στὶς
εἰσαγωγὲς τῶν μεταφράσεών τους, ἕνεκα τοῦ παράξενου τρόπου
ποὺ μοιάζει νὰ ἀποδίδεται τὸ ρωσικὸ πρωτότυπο στὴ
γλώσσα-στόχο. Τὴ γλώσσα τοῦ Πλατόνωφ, ἡ ὁποία, ὅπως
προαναφέρθηκε, θεωρεῖται μοναδικὴ στὴ ρωσικὴ λογοτεχνία
καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἔχουν γραφτεῖ ἀκόμα καὶ μαθηματικὲς
πραγματεῖες, τὴν παίνεσαν, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Μπρόντσκι καὶ ὁ
Σολζενίτσιν. Σύμφωνα μὲ μαρτυρίες τῆς γυναίκας τοῦ Πλατόνωφ,
τὸ «Ἄγνωστο λουλούδι» γράφτηκε τὸ 1950, ἕναν χρόνο πρὶν ἀπὸ
τὸν θάνατό του ἀπὸ φυματίωση, ὅταν ὁ συγγραφέας ἦταν ἤδη
ἄρρωστος. Γίνεται εὔκολα κατανοητό, ἂν ληφθοῦν μάλιστα
ὑπόψη οἱ πολιτικοκοινωνικὲς συνθῆκες καὶ ὁ ἱστορικὸς
περίγυρος μέσα στὸν ὁποῖο δημιούργησε γενικότερα ὁ
Πλατόνωφ, ὅτι τὸ «Ἄγνωστο λουλούδι» ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τοῦ
παραμυθιοῦ. Ὁ Πλατόνωφ, ὅπως πολλοὶ ἄλλοι συγγραφεῖς τῆς
ἐποχῆς του, ἔζησε μιὰ τραγικὴ ζωή, μπαίνοντας στὸ στόχαστρο
τῶν Μυστικῶν Ὑπηρεσιῶν τοῦ Στάλιν (σύλληψη καὶ ἐξορία τοῦ
γιοῦ του, ἄρνηση δημοσίευσης τῶν ἔργων του, χαρακτηρισμὸς τοῦ
ἰδίου ὡς ἀντεπαναστάτη κ.λπ.). Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ
ἱστορικοκοινωνικὸς περίγυρος δύναται, ἐκ πρώτης ὄψεως, νὰ
ἀποτελέσει τὸ προσφορότερο πεδίο ἀνάλυσης σὲ σχέση μὲ τὸ
ἔργο του. Θὰ ἦταν ὡστόσο λάθος ἡ συγκεκριμένη ἀνάλυση νὰ
περιοριστεῖ ἀποκλειστικὰ μέσα σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο. Ὁ
σχολιασμὸς τοῦ Μπρόντσκι ἐπὶ τοῦ θέματος εἶναι
χαρακτηριστικός: «Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε σοβαρὰ γιὰ
τὸν Πλατόνωφ στὰ πλαίσια τοῦ κοινωνικοῦ περίγυρου, εἶναι ὅτι
ἔγραψε στὴ γλώσσα τῆς συγκεκριμένης οὐτοπίας (οἰκοδόμηση
τοῦ σοσιαλισμοῦ στὴ Ρωσία), στὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς του· καμιὰ
ἄλλη μορφὴ τοῦ Εἶναι δὲν καθορίζει τὴ συνείδηση μὲ τὸν τρόπο
ποὺ τὸ κάνει ἡ γλώσσα. Ἀλλά, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πλειονότητα
τῶν συγχρόνων του, τοῦ Μπάμπελ, τοῦ Πιλνιάκ, τοῦ Ὀλέσια, τοῦ
Ζαμιάτιν, τοῦ Μπουλγκάκωφ, τοῦ Ζόσενκο, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν,
ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο, μὲ τὴν στυλιστικὴ γαστρονομία,
δηλαδὴ ἔπαιζαν μὲ τὴ γλώσσα ὁ καθένας τὸ δικό του παιχνίδι (πράγμα ποὺ
ἐντέλει εἶναι ἡ φόρμα τοῦ σκιτσογραφήματος), ὁ Πλατόνωφ ὑποτάχθηκε στὴ
γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, διακρίνοντας σ’ αὐτὴν ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τὴν
ὁποία, ἀφοῦ κοίταξε μία καὶ μοναδικὴ φορά, δὲν μπόρεσε ποτὲ στὴ συνέχεια
νὰ ξαναγυρίσει στὴ λογοτεχνικὴ ἐπιφάνεια καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πονηρὴ
πλοκή, τὶς ἐξεζητημένες τυπογραφικὲς φόρμες καὶ τὶς στυλιστικὲς
περιπλοκές.»
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά:Γιῶργος Χαβουτσᾶς (Πειραιᾶς, 1965). Ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποίηση καὶ τὴ μετάφραση. Δημοσίευσε τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Ἡ φοινικιά (Γαβριηλίδης, 2005). Ἔχει μεταφράσει ἐπίσης τὸ πεζογράφημα Ταξίδι στὴν Ἀρμενία, τοῦ Ὄσιπ Μαντελστάμ (Ἴνδικτος, 2007).
Πηγή: bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com
«Αντί Χριστουγεννιάτικης Ευχής. Περί Αστέγων»
Η διαρκούσα λιτότητα στην Ελλάδα δεν
συνδέεται μόνο με την γενική πτώση του βιοτικού επιπέδου, την ραγδαία
αύξηση της φτώχειας και την περιχαράκωση του κοινωνικού κράτους εν
γένει. Το χειρότερο επιφαινόμενο της κρίσης είναι ότι αυξάνει όλο και
περισσότερο ο αριθμός των ανθρώπων που περιθωριοποιούνται εντελώς και
εξοστρακίζονται από κάθε κοινωνικό δίκτυο.
Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατες εκτιμήσεις
τουλάχιστον 20.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι ως άμεσο αποτέλεσμα της
κρίσης . Μια μελέτη της ελληνικής οργάνωσης αστέγων «Κλίμακα»,
φωτίζοντας την κοινωνική σύνθεση αυτού του στρώματος. σημειώνει ότι,
σχεδόν 25 % προέρχονται από τον κλάδο των κατασκευών και 16 % έχουν
εργαστεί ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Εν κατακλείδι πρώτιστα θύματα της
κρίσης είναι άνθρωποι που προέρχονται από οικονομικούς κλάδους οι οποίοι
εν μέσω της κρίσης τέθηκαν σε μακροχρόνια ύφεση χωρίς να υπάρξουν
ανάλογοι δίαυλοι διοχέτευσης της οικονομικής δραστηριότητας σε άλλους
συναφής τομείς. Κατά συνέπεια τα εν λόγω επαγγέλματα τελούν υπό μια
δομική και υπαρξιακή κρίση, με αποτέλεσμα να τροφοδοτούν το πεδίο της
κοινωνικής περιθωριοποίησης με αιχμή του δόρατος την μάζα των αστέγων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ήμισυ των
αστέγων έχει ένα μηνιαίο «εισόδημα» κατώτερο των 20 ευρώ. Παράλληλα 64%
εξ αυτών αναζητούν καταφύγιο σε εγκαταλελειμμένα σπίτια και 10,5% ζουν
στο αυτοκίνητο.
Οι κυριότερες ανησυχίες των άστεγων
ανθρώπων αφορούν την διαμονή, την αγορά τροφίμων και ειδών ένδυσης,
την ιατρική περίθαλψη και την αναζήτηση για μια θέση εργασίας.
Με βάση την μελέτη της οργάνωσης
«Κλίμακα» 71,1% των αστέγων επιθυμεί από την πολιτεία να πάρει μέτρα
και να δραστηριοποιηθεί γύρω από την πρόληψη και προστασία των πολιτών
από το ενδεχόμενο να μείνουν άστεγοι.
Επειδή λοιπόν «Άγιες Μέρες» πλησιάζουν
και επειδή βλέπουμε τα κόμματα της συμπολίτευσης να ασχολούνται κυρίως
με ζητήματα μεταθέσεων και την αντιπολίτευση να περιφέρεται στην
Λατινική Αμερική αναζητώντας τον επίγειο παράδεισο, θεωρούμε σκόπιμο και
επιβεβλημένο να καλέσουμε σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο στραφεί προς το
επείγον ζήτημα των αστέγων να αναζητήσει θεσμικά και άλλα μέτρα. Το ίδιο
αίτημα βέβαια στρέφεται και προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την
Κοινωνία Πολιτών.
Καλά Χριστούγεννα και Καλές Γιορτές! .
Μαυροζαχαράκης Μανόλης - Κοινωνιολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας
Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012
Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία!!!!!!!!
- Πάω κάτω τον μικρό... βάλε λίγο γάλα σε ένα ποτήρι στο τζάκι και κατέβα να φύγουμε.
- Μπισκότα;
- έβαλα!
- Και ποιος θα ανεβάσει τα δώρα από την αποθήκη?
- Η μάνα σου...
- οκ.
Στο τζάκι μπροστά είναι το πιάτο με τα μπισκότα... 6 μπισκότα... χμμμ πρέπει να επιστρέψω τα περισσότερα στο κουτί τους και να κάνω ψίχουλα... οκ, ας φάω και ένα....
Φεύγουμε.
Στον γυρισμό δεν κοιμάται κανείς από τους δύο.
Και ας είναι περασμένα μεσάνυχτα.
Και ας ακούγονται χασμουρητά σε όλη την διαδρομή.
Παρκάρω. Ανοίγω την πόρτα και τα μικρά ξεχύνονται προς τα πάνω... μέχρι να φτάσω και γω ο μεγάλος έχει ήδη βρει και ξετυλίξει από το περιτυλιγμά του, ένα τεράστιο πειρατικό πλοίο και μένει να το κοιτάζει έκπληκτος μπροστά από το τζάκι...
- Είναι ακριβώς αυτό που ζήτησα από τον Αη Βασίλη
- Γιώργο, είδες αν ήπιε το γάλα του και αν έφαγε τα μπισκότα του;
- Ναι ,τα φαγε.. χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από το παιχνίδι.
Ο μικρός μόλις άνοιξε και το δικό του δώρο... και γυρνάει περιχαρής να μας πει ότι "ατό δωρο ηθελα εγω" και ας μην είχε γραψει γράμμα στον Αη Βασίλη!
Και οι δυο μη αποχωριζόμενοι σε απόσταση μέτρου τα δώρα τους προχώρησαν να ετοιμαστούν για ύπνο.
Ο Γιώργος σχολίασε το γεγονός ότι ο Αη Βασίλης έφερε δώρο και στον Παναγιώτη, παρόλο που δεν του το ζήτησε. Και ήταν και αυτό που ήθελε...
- Τελικά Γιώργο ο Αη Βασίλης πάει τα δώρα που θέλουν σε όλα τα καλά παιδάκια... και μάλλον εσύ πρέπει να ήσουν καλό παιδάκι φέτος...
- Μπαμπά... θα είμαι καλό παιδάκι του χρόνου... και θα ξαναρθει ο Αη Βασίλης...
- Ναι Γιώργο, μπορεί φέτος να μην ήσουν πάντα καλό παιδί, αλλά τελικά ο Αη Βασίλης πίστεψε ότι θα γίνεις καλύτερο παιδί και άξιζες το δώρο που ηθελες!
- Ναι μπαμπα....
Βάζουμε πιτζάμες
- Κοίτα Γιώργο... η κουρτίνα σου είναι σηκωμένη στην άκρη. Λες να μπήκε από εδω ο Αη Βασίλης;
- Ε ναι μπαμπά... που να χωρέσει ο Αη Βασίλης από το τζάκι τέτοιο, τόσο μεγάλο δώρο.
- Σα να χεις δίκιο... και μάλλον θα πάρκαρε εδώ στο μπαλκόνι τους τάρανδους!!!
- Ναι μπαμπα!!!
Τον σκεπάζω και πάω να φύγω....
- Μπαμπά...έλα να σου πω κάτι...
- Τι θες πάλι;
Σηκώνεται όρθιος στο κρεβάτι του...
Μπαμπά.... σε αγαπάω... με αφήνει και πετάγεται στη μαμά του που μόλις μπήκε...
Μαμά ... σε αγαπάω... σας αγαπάω...
και θα είμαι καλό παιδί...
...κλείσαμε φώτα και τις πόρτες των δωματίων τους... και μετά από λίγα λεπτά φανήκε και πάλι φώς να
βγαίνει από τα δωμάτια.
Τελικά υπάρχει Αη Βασίλης...
και μεις...
θα είμαστε καλοί γονείς!
Στο τζάκι μπροστά είναι το πιάτο με τα μπισκότα... 6 μπισκότα... χμμμ πρέπει να επιστρέψω τα περισσότερα στο κουτί τους και να κάνω ψίχουλα... οκ, ας φάω και ένα....
Φεύγουμε.
Στον γυρισμό δεν κοιμάται κανείς από τους δύο.
Και ας είναι περασμένα μεσάνυχτα.
Και ας ακούγονται χασμουρητά σε όλη την διαδρομή.
Παρκάρω. Ανοίγω την πόρτα και τα μικρά ξεχύνονται προς τα πάνω... μέχρι να φτάσω και γω ο μεγάλος έχει ήδη βρει και ξετυλίξει από το περιτυλιγμά του, ένα τεράστιο πειρατικό πλοίο και μένει να το κοιτάζει έκπληκτος μπροστά από το τζάκι...
- Είναι ακριβώς αυτό που ζήτησα από τον Αη Βασίλη
- Γιώργο, είδες αν ήπιε το γάλα του και αν έφαγε τα μπισκότα του;
- Ναι ,τα φαγε.. χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από το παιχνίδι.
Ο μικρός μόλις άνοιξε και το δικό του δώρο... και γυρνάει περιχαρής να μας πει ότι "ατό δωρο ηθελα εγω" και ας μην είχε γραψει γράμμα στον Αη Βασίλη!
Ο Γιώργος σχολίασε το γεγονός ότι ο Αη Βασίλης έφερε δώρο και στον Παναγιώτη, παρόλο που δεν του το ζήτησε. Και ήταν και αυτό που ήθελε...
- Τελικά Γιώργο ο Αη Βασίλης πάει τα δώρα που θέλουν σε όλα τα καλά παιδάκια... και μάλλον εσύ πρέπει να ήσουν καλό παιδάκι φέτος...
- Μπαμπά... θα είμαι καλό παιδάκι του χρόνου... και θα ξαναρθει ο Αη Βασίλης...
- Ναι Γιώργο, μπορεί φέτος να μην ήσουν πάντα καλό παιδί, αλλά τελικά ο Αη Βασίλης πίστεψε ότι θα γίνεις καλύτερο παιδί και άξιζες το δώρο που ηθελες!
- Ναι μπαμπα....
Βάζουμε πιτζάμες
- Κοίτα Γιώργο... η κουρτίνα σου είναι σηκωμένη στην άκρη. Λες να μπήκε από εδω ο Αη Βασίλης;
- Ε ναι μπαμπά... που να χωρέσει ο Αη Βασίλης από το τζάκι τέτοιο, τόσο μεγάλο δώρο.
- Σα να χεις δίκιο... και μάλλον θα πάρκαρε εδώ στο μπαλκόνι τους τάρανδους!!!
- Ναι μπαμπα!!!
Τον σκεπάζω και πάω να φύγω....
- Μπαμπά...έλα να σου πω κάτι...
- Τι θες πάλι;
Σηκώνεται όρθιος στο κρεβάτι του...
Μπαμπά.... σε αγαπάω... με αφήνει και πετάγεται στη μαμά του που μόλις μπήκε...
Μαμά ... σε αγαπάω... σας αγαπάω...
και θα είμαι καλό παιδί...
...κλείσαμε φώτα και τις πόρτες των δωματίων τους... και μετά από λίγα λεπτά φανήκε και πάλι φώς να
βγαίνει από τα δωμάτια.
Τελικά υπάρχει Αη Βασίλης...
και μεις...
θα είμαστε καλοί γονείς!
Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012
Διδακτική ιστορία για τη φιλία!!
Μία φορά και έναν καιρό ήταν δύο φίλοι.Ο Γιάννης και ο Χρήστος.Κάποτε
αποφάσισαν να κάνουν ένα μακρινό
ταξίδι.Να κάνουν το γύρο του κόσμου και να γνωρίσουν μέρη μακρινά.Πέρασαν βουνά,κοιλάδες και θάλασσες πολλές.
Κάποια στιγμή και μετά απο πολλές δυσκολίες,κατάφεραν να βρεθούν σε μία απέραντη έρημο.
Περπατούσαν...περπατούσαν αλλά όλα έδειχναν ότι δεν υπήρχε ψυχή εκεί γύρω.
Οι προμήθειες άρχιζαν να τελειώνουν και το νερό λιγόστευε.
Οι δύο φίλοι άρχισαν να μαλώνουν.Ο Χρήστος έτσι οξύθιμος που ήταν αν και αγαπούσε το φίλο του,τον χαστούκισε.
Ο Γιάννης πονεμένος δεν είπε τίποτα αλλά έγραψε πάνω στην άμμο.ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ!!!
Οι δύο φίλοι μετά απο αυτό συνέχισαν αμίλητοι το δρόμο τους.Σύντομα βρήκαν μία όαση και έκατσαν για να ξεκουραστούν και να κανουν μπανιο.Ο Γιάννης κόντεψε να πνιγεί.Χωρίς να χάσει στγμή ο φίλος του έτρεξε και τον έσωσε.
Οταν συνήλθε έγραψε πάνω σε μία πετρα:ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ!!!
Ο Χρήστος απορημένος τον ρώτησε.Οταν σε πρωτοχτύπησα έγραψες πάνω στην άμμο,τώρα γιατί έγραψες πάνω στην πέτρα;;Γιατί;;;;
Ο φίλος του απάντησε:Οταν κάποιος μας πληγώνει πρέπει να το γράφουμε πάνω στην άμμο,όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας,πρέπει να το χαράζουμε στην πετρα,όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει!!!
ταξίδι.Να κάνουν το γύρο του κόσμου και να γνωρίσουν μέρη μακρινά.Πέρασαν βουνά,κοιλάδες και θάλασσες πολλές.
Κάποια στιγμή και μετά απο πολλές δυσκολίες,κατάφεραν να βρεθούν σε μία απέραντη έρημο.
Περπατούσαν...περπατούσαν αλλά όλα έδειχναν ότι δεν υπήρχε ψυχή εκεί γύρω.
Οι προμήθειες άρχιζαν να τελειώνουν και το νερό λιγόστευε.
Οι δύο φίλοι άρχισαν να μαλώνουν.Ο Χρήστος έτσι οξύθιμος που ήταν αν και αγαπούσε το φίλο του,τον χαστούκισε.
Ο Γιάννης πονεμένος δεν είπε τίποτα αλλά έγραψε πάνω στην άμμο.ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ!!!
Οι δύο φίλοι μετά απο αυτό συνέχισαν αμίλητοι το δρόμο τους.Σύντομα βρήκαν μία όαση και έκατσαν για να ξεκουραστούν και να κανουν μπανιο.Ο Γιάννης κόντεψε να πνιγεί.Χωρίς να χάσει στγμή ο φίλος του έτρεξε και τον έσωσε.
Οταν συνήλθε έγραψε πάνω σε μία πετρα:ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ!!!
Ο Χρήστος απορημένος τον ρώτησε.Οταν σε πρωτοχτύπησα έγραψες πάνω στην άμμο,τώρα γιατί έγραψες πάνω στην πέτρα;;Γιατί;;;;
Ο φίλος του απάντησε:Οταν κάποιος μας πληγώνει πρέπει να το γράφουμε πάνω στην άμμο,όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας,πρέπει να το χαράζουμε στην πετρα,όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει!!!
H ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ!!!!
Μια φορά και εναν καιρό ζούσε μία ομορφη νεράιδα,που ζουσε σ ένα μικρό
σπιτάκι.Φορούσε ένα πολύ ωραίο μωβ φόρεμα και οι φτερούγες της
λαμπιρίζαν καθώς πετούσε.
Κάποια μέρα έχασε τις φίλες της και ξεκίνησε ενα μακρινό ταξίδι στη γη για να τις βρει.
Καθώς πετούσε έπεσε πανω σε δυο αγγέλους.
Ποια είσαι εσύ και τρέχεις έτσι;την ρώτησαν.
Είμαι η ΣΚΕΨΗ.
Και τι είσαι εσύ;
Είμαι αυτή που ζει μαζί με τους ανθρώπους.Με χρησιμοποιουν για να μπορούν να κάνουν μεγάλα και σπουδαία έργα και να συνομιλούν με άλλους ανθρώπους.
Πω πω!!!!αυτό πρέπει να είναι τέλειο!!!
Μη νομίζετε όμως ότι με χρησιμοποιούν πάντα με το σωστό τρόπο.Με εκμεταλλεύονται κάποιες φορές.
Τι εννοείς;
Εγώ ξέρετε καλοί μου άγγελοι,έχασα τις φίλες μου.Την ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ και την ΧΑΡΑ.Επαιζα μαζί τους και ξαφνικά τις έχασα απο τα μάτια μου.Ψάχνω παντού για να τις βρω ,αλλά μάταια.
Καλά πως τις έχασες;
Οι άνθρωποι όταν με χρησιμοποιούν μαζί με τις φίλες μου,παίζουμε και γελάμε ξέγνοιαστα.
Αλλες φορές όμως επιλέγουν να μας χωρίσουν γιατί.....προτιμούν τις άλλες τις κακές.Τη ΘΛΙΨΗ τη ΜΙΖΕΡΙΑ και τη ΓΚΡΙΝΙΑ.
Να τωρα που μας χώρισαν πάλι.
Μας πως είναι δυνατόν ρώτησαν οι άγγελοι να προτιμούν αυτές;Δυστυχώς οι άνθρωποι μερικές φορές δεν με θέλουν εμένα ούτε τις φιλες μου.Θέλουν εκείνες τις κακές που προσπαθούν να επιβληθούν με το ζόρι και να κάνουν κακό.
Εχω βαρεθεί να χάνω τις φίλες μου επειδή οι άνθρωποι διαλέγουν τη γκρίνια,τη θλίψη και τη μιζέρια.
Μα πως είναι δυνατόν να επικρατούν αυτές οι κακές;ρώτησαν πάλι οι άγγελοι.
Οι άνθρωποι με χρησιμοποιουν εμένα μόνο για να σκέφτονται ότι δεν αξίζουν τίποτα,και τους πιάνει η ΘΛΙΨΗ.Σκέφτονται ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι καλό στην καινούρια τους ζωή και τους πιάνει ΜΙΖΕΡΙΑ.Αλλες πάλι φορές δεν τους αρέσει τίποτα απο αυτά που έχουν και τους πιάνει η ΓΚΡΙΝΙΑ.
Και οι δικέ σου οι καλές φίλες πως επικρατούν;;;;
ΑΑΑΑΑ αυτό είναι πολύ ευκολο για να τις φωνάξει κάποιος.
Οταν οι άνθρωποι σκέφτονται ότι μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα στη ζωή τους,παραμερίζοντας τις δυσκολίες τότε έρχεται η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ.Οταν σκέφτονται πόσο καλά είναι που έχουν τη ζωή τους,τότε έρχεται η ΧΑΡΑ.
Σας παρακαλώ πείτε μου τι να κάνω για να βρω τις φίλες μου είπε η ΣΚΕΨΗ,δεν θέλω να τις χάσω.
Μα,για κοίτα μπροστά σου είπαν οι δύο άγγελοι.Ωχ οι καλές μου φίλες οι φίλες μου!!!.ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ...ΧΑΡΑ.....αρχισε να φωνάζει η ΣΚΕΨΗ.
ΣΚΕΨΗ μου που είσουνα;;;;;τις φώναζαν και την αγκάλιαζαν.
Σας έψαχνα αλλά δεν σας έβρισκα τους είπε η ΣΚΕΨΗ.
Αλλά για σταθείτε....ποιες είστε εσείς;;ρώτησε η ΣΚΕΨΗ.
Εμείς είμαστε η ΔΥΝΑΜΗ και η ΠΙΣΤΗ .Οι άνθρωποι μας χρησιμοποιούν πολύ όταν θέλουν να πετύχουν κάτι.Ετσι μας φώναξες και εσύ!!!
Εχασες τις φίλες σου την ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ και τη ΧΑΡΑ και έστειλαν εμάς για να σε βοηθήσουμε να σου δείξουμε το δρόμο για να βρεις τις φίλες σου.Και να που τις βρήκες.
ΔΥΝΑΜΗ και ΠΙΣΤΗ χρειάζεσαι είπαν στη ΣΚΕΨΗ οι άγγελοι για να βρεις την ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ και τη ΧΑΡΑ.
Κάποια μέρα έχασε τις φίλες της και ξεκίνησε ενα μακρινό ταξίδι στη γη για να τις βρει.
Καθώς πετούσε έπεσε πανω σε δυο αγγέλους.
Ποια είσαι εσύ και τρέχεις έτσι;την ρώτησαν.
Είμαι η ΣΚΕΨΗ.
Και τι είσαι εσύ;
Είμαι αυτή που ζει μαζί με τους ανθρώπους.Με χρησιμοποιουν για να μπορούν να κάνουν μεγάλα και σπουδαία έργα και να συνομιλούν με άλλους ανθρώπους.
Πω πω!!!!αυτό πρέπει να είναι τέλειο!!!
Μη νομίζετε όμως ότι με χρησιμοποιούν πάντα με το σωστό τρόπο.Με εκμεταλλεύονται κάποιες φορές.
Τι εννοείς;
Εγώ ξέρετε καλοί μου άγγελοι,έχασα τις φίλες μου.Την ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ και την ΧΑΡΑ.Επαιζα μαζί τους και ξαφνικά τις έχασα απο τα μάτια μου.Ψάχνω παντού για να τις βρω ,αλλά μάταια.
Καλά πως τις έχασες;
Οι άνθρωποι όταν με χρησιμοποιούν μαζί με τις φίλες μου,παίζουμε και γελάμε ξέγνοιαστα.
Αλλες φορές όμως επιλέγουν να μας χωρίσουν γιατί.....προτιμούν τις άλλες τις κακές.Τη ΘΛΙΨΗ τη ΜΙΖΕΡΙΑ και τη ΓΚΡΙΝΙΑ.
Να τωρα που μας χώρισαν πάλι.
Μας πως είναι δυνατόν ρώτησαν οι άγγελοι να προτιμούν αυτές;Δυστυχώς οι άνθρωποι μερικές φορές δεν με θέλουν εμένα ούτε τις φιλες μου.Θέλουν εκείνες τις κακές που προσπαθούν να επιβληθούν με το ζόρι και να κάνουν κακό.
Εχω βαρεθεί να χάνω τις φίλες μου επειδή οι άνθρωποι διαλέγουν τη γκρίνια,τη θλίψη και τη μιζέρια.
Μα πως είναι δυνατόν να επικρατούν αυτές οι κακές;ρώτησαν πάλι οι άγγελοι.
Οι άνθρωποι με χρησιμοποιουν εμένα μόνο για να σκέφτονται ότι δεν αξίζουν τίποτα,και τους πιάνει η ΘΛΙΨΗ.Σκέφτονται ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι καλό στην καινούρια τους ζωή και τους πιάνει ΜΙΖΕΡΙΑ.Αλλες πάλι φορές δεν τους αρέσει τίποτα απο αυτά που έχουν και τους πιάνει η ΓΚΡΙΝΙΑ.
Και οι δικέ σου οι καλές φίλες πως επικρατούν;;;;
ΑΑΑΑΑ αυτό είναι πολύ ευκολο για να τις φωνάξει κάποιος.
Οταν οι άνθρωποι σκέφτονται ότι μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα στη ζωή τους,παραμερίζοντας τις δυσκολίες τότε έρχεται η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ.Οταν σκέφτονται πόσο καλά είναι που έχουν τη ζωή τους,τότε έρχεται η ΧΑΡΑ.
Σας παρακαλώ πείτε μου τι να κάνω για να βρω τις φίλες μου είπε η ΣΚΕΨΗ,δεν θέλω να τις χάσω.
Μα,για κοίτα μπροστά σου είπαν οι δύο άγγελοι.Ωχ οι καλές μου φίλες οι φίλες μου!!!.ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ...ΧΑΡΑ.....αρχισε να φωνάζει η ΣΚΕΨΗ.
ΣΚΕΨΗ μου που είσουνα;;;;;τις φώναζαν και την αγκάλιαζαν.
Σας έψαχνα αλλά δεν σας έβρισκα τους είπε η ΣΚΕΨΗ.
Αλλά για σταθείτε....ποιες είστε εσείς;;ρώτησε η ΣΚΕΨΗ.
Εμείς είμαστε η ΔΥΝΑΜΗ και η ΠΙΣΤΗ .Οι άνθρωποι μας χρησιμοποιούν πολύ όταν θέλουν να πετύχουν κάτι.Ετσι μας φώναξες και εσύ!!!
Εχασες τις φίλες σου την ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ και τη ΧΑΡΑ και έστειλαν εμάς για να σε βοηθήσουμε να σου δείξουμε το δρόμο για να βρεις τις φίλες σου.Και να που τις βρήκες.
ΔΥΝΑΜΗ και ΠΙΣΤΗ χρειάζεσαι είπαν στη ΣΚΕΨΗ οι άγγελοι για να βρεις την ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ και τη ΧΑΡΑ.
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012
Χαμένες γενιές σε πλούσιες χώρες........
Η οικονομική επιτυχία μίας χώρας
εξαρτάται από την εκπαίδευση, τα προσόντα του εργατικού δυναμικού και
την υγεία του πληθυσμού. Όταν οι νέοι της χώρας είναι υγιείς και υψηλής
μόρφωσης, μπορούν να βρουν επικερδή εργασία, να έχουν αξιοπρέπεια και να
προσαρμόζονται στις αλλαγές της αγοράς εργασίας.
Οι επιχειρήσεις επενδύουν περισσότερα,
γνωρίζοντας ότι οι εργαζόμενοί τους θα είναι παραγωγικοί. Παρόλα αυτά
αρκετές κοινωνίες ανά τον κόσμο δεν αντεπεξέρχονται στην πρόκληση της
προσφοράς βασικών υπηρεσιών υγείας και αξιοπρεπών συνθηκών εκπαίδευσης
για κάθε γενιά παιδιών.
Γιατί συμβαίνει αυτό σε τόσο πολλές
χώρες; Ορισμένες είναι πολύ απλά υπερβολικά φτωχές για να παράσχουν
αξιοπρεπή σχολεία. Οι ίδιοι οι γονείς ενδέχεται να μην διαθέτουν επαρκή
μόρφωση, με αποτέλεσμα να μην έχουν τη δυνατότητα να βοηθήσουν τα παιδιά
τους για περισσότερο από ένα ή δύο χρόνια στο σχολείο και επομένως ο
αναλφαβητισμός μεταδίδεται από την μία γενιά στην επόμενη. Η κατάσταση
είναι πιο δύσκολη σε μεγάλες οικογένειες (με έξι ή επτά παιδιά) καθώς οι
γονείς τους επενδύουν ελάχιστα στην υγεία, τη διατροφή και την
εκπαίδευση του κάθε παιδιού.
Παρόλα αυτά και οι πλούσιες χώρες
αποτυγχάνουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, αφήνουν με ωμότητα
τα φτωχότερα παιδιά να υποφέρουν. Οι φτωχοί άνθρωποι ζουν σε
φτωχογειτονιές με φτωχά σχολεία. Οι γονείς είναι συχνά άνεργοι,
ασθενείς, διαζευγμένοι ή ακόμη και στη φυλακή. Τα παιδιά παγιδεύονται σε
έναν επίμονο γενεαλογικό κύκλο φτώχειας, παρά τη γενική ευμάρεια της
αμερικανικής κοινωνίας. Πολύ συχνά τα παιδιά, που μεγαλώνουν στη
φτώχεια, καταλήγουν να είναι φτωχά και ως ενήλικες.
Ένα αξιοσημείωτο νέο ντοκιμαντέρ το «The House I Live In» αποκαλύπτει ότι η ιστορία της Αμερικής είναι πολύ πιο θλιβερή και σκληρή από ό,τι πιστεύουμε, εξαιτίας καταστροφικών πολιτικών. Το ντοκιμαντέρ μας ταξιδεύει αρχικά 40 χρόνια πίσω, όταν οι Αμερικανοί πολιτικοί κήρυξαν τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», με στόχο να περιορίσουν τη χρήση ναρκωτικών, όπως η κοκαΐνη. Όπως όμως ξεκάθαρα καταδεικνύει το ντοκιμαντέρ, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών εξελίχθηκε σε πόλεμο κατά των φτωχών και ιδιαίτερα κατά των μειονοτήτων.
Ένα αξιοσημείωτο νέο ντοκιμαντέρ το «The House I Live In» αποκαλύπτει ότι η ιστορία της Αμερικής είναι πολύ πιο θλιβερή και σκληρή από ό,τι πιστεύουμε, εξαιτίας καταστροφικών πολιτικών. Το ντοκιμαντέρ μας ταξιδεύει αρχικά 40 χρόνια πίσω, όταν οι Αμερικανοί πολιτικοί κήρυξαν τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», με στόχο να περιορίσουν τη χρήση ναρκωτικών, όπως η κοκαΐνη. Όπως όμως ξεκάθαρα καταδεικνύει το ντοκιμαντέρ, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών εξελίχθηκε σε πόλεμο κατά των φτωχών και ιδιαίτερα κατά των μειονοτήτων.
Στην πραγματικότητα ο πόλεμος κατά των
ναρκωτικών οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις φτωχών νέων από ομάδες
μειονοτήτων. Στις αμερικανικές φυλακές βρίσκονται 2,3 εκατομμύρια
άνθρωποι, μεγάλος αριθμός των οποίων είναι φτωχοί, που συνελήφθησαν να
πωλούν ναρκωτικά προκειμένου να καλύψουν τον δικό τους εθισμό. Ως
αποτέλεσμα οι ΗΠΑ παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό εγκλείστων στον
κόσμο- 743 άνθρωποι ανά 100.000!
Το ντοκιμαντέρ σκιαγραφεί έναν εφιαλτικό
κόσμο στον οποίο η φτώχεια μεταδίδεται από τον έναν στον άλλο, με το
σκληρό, δαπανηρό και αναποτελεσματικό «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» να
διευκολύνει τη διαδικασία. Οι φτωχοί, συχνά Αφροαμερικανοί, δεν μπορούν
να βρουν εργασία ή έχουν επιστρέψει από θητεία στο στρατό χωρίς προσόντα
ή επαφές για απασχόληση. Πέφτουν στη φτώχεια και στρέφονται στα
ναρκωτικά.
Αντί
να λαμβάνουν κοινωνική και ιατροφαρμακευτική στήριξη, συλλαμβάνονται
και εξελίσσονται σε εγκληματίες. Από το σημείο αυτό και μετά
μπαινοβγαίνουν στο σωφρονιστικό σύστημα και έχουν ελάχιστες πιθανότητες
να βρουν κάποια στιγμή μία νόμιμη εργασία, που θα τους επιτρέψει να
ξεφύγουν από τη φτώχεια. Τα παιδιά τους μεγαλώνουν χωρίς γονείς, χωρίς
ελπίδα και στήριξη. Τα παιδιά των τοξικομανών γίνονται συχνά και τα ίδια
χρήστες ναρκωτικών. Πολύ συχνά καταλήγουν και τα ίδια στη φυλακή,
πέφτουν θύματα βίας ή οδηγούνται πρόωρα στο θάνατο.
Το παράλογο του πράγματος είναι ότι οι
ΗΠΑ αποτυγχάνουν να δουν το προφανές εδώ και 40 χρόνια. Προκειμένου να
σπάσει το φαύλο κύκλο της φτώχειας, μία χώρα πρέπει να επενδύσει στο
μέλλον των παιδιών και όχι στη φυλάκιση 2,3 εκατομμυρίων ανθρώπων,
πολλούς εξ αυτών για μη βίαιες παρανομίες, που είναι αποτέλεσμα της
φτώχειας.
Αρκετοί πολιτικοί είναι πρόθυμοι
συνεργοί σε αυτή την παράνοια. Παίζουν με τους φόβους της μεσαίας τάξης,
ιδιαίτερα με το φόβο της μεσαίας τάξης για τις μειονότητες, προκειμένου
να διαιωνίσουν τη λάθος αυτή κατεύθυνση των κοινωνικών προσπαθειών και
των κρατικών δαπανών.
Το συμπέρασμα είναι αυτό: Οι κυβερνήσεις
έχουν έναν μοναδικό ρόλο να διαδραματίσουν για να διασφαλίσουν ότι όλα
τα νέα μέλη μίας γενιάς- τόσο τα φτωχά όσο και τα πλούσια παιδιά- θα
έχουν μία ευκαιρία. Ένα φτωχό παιδί δύσκολα θα ξεφύγει από τη φτώχεια
των γονιών του χωρίς ισχυρά και αποτελεσματικά κυβερνητικά προγράμματα,
που στηρίζουν την υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, την ιατροφαρμακευτική
περίθαλψη και αξιοπρεπή διατροφή.
Αυτή είναι η ιδιοφυΐα της «κοινωνικής
δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, που αναπτύχθηκε αρχικά στη Σκανδιναβία,
αλλά επεκτάθηκε σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κόστα Ρίκα. Η
ιδέα είναι απλή και πανίσχυρη: Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν μίας ευκαιρίας
και η κοινωνία θα πρέπει να βοηθά τους πάντες να διασφαλίζουν αυτή την
ευκαιρία. Οι οικογένειες θα πρέπει πρωτίστως να έχουν βοήθεια για να
αναθρέψουν υγιή και μορφωμένα παιδιά. Οι κοινωνικές επενδύσεις είναι
πολύ μεγάλες, χρηματοδοτούμενες από φόρους, τους οποίους οι πλούσιοι
πράγματι πληρώνουν και δεν αποφεύγουν.
Αυτή είναι η βασική μέθοδος για να
σπάσουμε την διαγενεακή μετάδοση της φτώχειας. Ένα φτωχό παιδί στη
Σουηδία έχει από την πρώτη στιγμή κρατική στήριξη. Οι γονείς του παιδιού
έχουν εγγυημένη γονεακή άδεια, προκειμένου να μπορέσουν να μεγαλώσουν
το βρέφος. Η κυβέρνηση στη συνέχεια προσφέρει υψηλής ποιότητας
βρεφονηπιακές υπηρεσίες, που επιτρέπουν στη μητέρα- η οποία γνωρίζει ότι
το παιδί της είναι σε ένα ασφαλές περιβάλλον- να επιστρέψει στη
δουλειά. Η κυβέρνηση διασφαλίζει ότι όλα τα παιδιά θα έχουν μία θέση σε
παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, ώστε να είναι έτοιμα για το σχολείο
στην ηλικία των έξι ετών. Και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι
καθολική, ώστε το παιδί να μεγαλώνει υγιές.
Η σύγκριση των ΗΠΑ και της Σουηδίας
είναι αποκαλυπτική. Στη βάση συγκρίσιμων δεδομένων και ορισμών, που
παρέχει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, οι ΗΠΑ
παρουσιάζουν ποσοστό φτώχειας 17,3%, σχεδόν διπλάσιο από το 8,4% της
Σουηδίας. Και το ποσοστό φυλάκισης στις ΗΠΑ είναι 10 φορές υψηλότερο από
εκείνο των 70 ανθρώπων ανά 100.000 στη Σουηδία. Οι ΗΠΑ είναι
πλουσιότερες από τη Σουηδία, αλλά οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των
πλουσιότερων και των φτωχότερων είναι πολύ μεγαλύτερες στην Αμερική από
ό,τι στη Σουηδία, ενώ οι αμερικανικές αρχές αντιμετωπίζουν τους φτωχούς
της χώρας περισσότερο τιμωρητικά παρά υποστηρικτικά.
Μία σοκαριστική πραγματικότητα των
τελευταίων ετών είναι ότι η Αμερική παρουσιάζει σήμερα το χαμηλότερο
σχεδόν ποσοστό κοινωνικής κινητικότητας μεταξύ των χωρών υψηλού
εισοδήματος. Τα φτωχά παιδιά πιθανότατα θα παραμείνουν φτωχά, τα παιδιά
που γεννιούνται στην ευμάρεια, πιθανότατα, θα εξελιχθούν σε εύπορους
ενήλικες.
Αυτή η διαγενεακή συνέχεια συνιστά
μέγιστη σπατάλη ανθρώπινου ταλέντου. Η Αμερική θα πληρώσει το τίμημα
μακροπρόθεσμα, εάν δεν αλλάξει πορεία. Η επένδυση στα παιδιά και τους
νέους προσφέρει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος σε μία κοινωνία, τόσο σε
οικονομικούς όσο και σε ανθρώπινους όρους.
JEFFREY D. SACHS, καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Earth Institute στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Πηγή: Εφημερίδα Ναυτεμπορική
Ά. Τσέχωφ, Διήγημα.
Tις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Ιουλία, τη δασκάλα των παιδιών. Έπρεπε να της δώσω το μισθό της.
- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα “χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν…
- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου!
- Κάθισε να κάνουμε το λογαριασμό, της είπα. Θα “χεις ανάγκη από χρήματα και συ ντρέπεσαι να ανοίξεις το στόμα σου… Λοιπόν…
- Συμφωνήσαμε για τριάντα ρούβλια* το μήνα…
- Για σαράντα.
- Όχι, για τριάντα, το έχω σημειώσει. Εγώ πάντοτε τριάντα ρούβλια δίνω στις δασκάλες… Λοιπόν, έχεις δύο μήνες εδώ…
- Δύο μήνες και πέντε μέρες…
- Δύο μήνες ακριβώς…
Το “χω σημειώσει… Λοιπόν, έχουμε εξήντα ρούβλια. Πρέπει να βγάλουμε
εννιά Κυριακές… δε δουλεύετε τις Κυριακές.
Πηγαίνετε περίπατο μετα παιδιά. Έπειτα έχουμε τρεις γιορτές…
Η Ιουλία έγινε κατακόκκινη και άρχισε να τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.
- Τρεις γιορτές… μας
κάνουν δώδεκα ρούβλια το μήνα… Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσσερις μέρες
και δεν του έκανες μάθημα… Μονάχα με τη Βαρβάρα ασχολήθηκες… Τρεις μέρες
είχες πονόδοντο και η γυναίκα μου σου είπε να αναπαυτείς μετά το
φαγητό… Δώδεκα και εφτά δεκαεννιά. Αφαιρούμε, μας μένουν… Χμ! σαράντα
ένα ρούβλια… Σωστά;
Το αριστερό μάτι της Ιουλίας έγινε
κατακκόκινο και νότισε. Άρχισε να τρέμει το σαγόνι της. Την έπιασε ένας
νευρικός βήχας, έβαλε το μαντίλι στη μύτη της, μα δεν έβγαλε άχνα.
- Την παραμονή της
πρωτοχρονιάς έσπασες ένα φλιτζάνι του τσαγιού με το πιατάκι του…
Βγάζουμε δύο ρούβλια… Το φλιτζάνι κάνει ακριβότερα γιατί είναι
οικογενειακό κειμήλιο, μα δεν πειράζει… Τόσο το χειρότερο! Προχωρούμε!
Μια μέρα δεν πρόσεξες τον Κόλια, ανέβηκε ο μικρός στο δέντρο και έσκισε
το σακάκι του… Βγάζουμε άλλα δέκα ρούβλια… Άλλη μια μέρα που δεν
πρόσεχες, έκλεψε μια καμαριέρα τα μποτάκια της Βαρβάρας. Πρέπει να “χεις
τα μάτια σου τέσσερα, γι” αυτό σε πληρώνουμε… Λοιπόν, βγάζουμε άλλα
πέντε ρούβλια. Στις δέκα του Γενάρη σε δάνεισα δέκα ρούβλια…
- Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράμα. μουρμούρισε η Ιουλία.
- Το “χω σημειώσει!
- Καλά…
- Βγάζουμε είκοσι επτά ρούβλια, μας μένουν δεκατέσσερα.
Τα μάτια της Ιουλίας γέμισαν δάκρυα. Κόμποι ιδρώτα γυάλιζαν πάνω στη μύτη της. Κακόμοιρο κορίτσι!
- Μα εγώ μια φορά
μονάχα δανείστηκα χρήματα. Μονάχα τρία ρούβλια, από την κυρία,
μουρμούρισε η Ιουλία και η φωνή της έτρεμε… Αυτά είναι όλα όλα που
δανείστηκα.
- Μπα; Και γω δεν τα είχα σημειώσει αυτά. Λοιπόν, δεκατέσσερα έξω τρία, μας μένουν έντεκα. Πάρε τα χρήματά σου, αγαπητή μου!
Τρία… τρία, τρία… ένα και ένα… Πάρ” τα…
Και της έδωσα έντεκα ρούβλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα έβαλε στην τσέπη της.
- Ευχαριστώ, ψιθύρισε.
Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω πέρα δώθε στο γραφείο. Με έπιασαν τα δαιμόνια μου.
- Και γιατί με ευχαριστείς;
- Για τα χρήματα.
- Μα, διάολε, εγώ σε έκλεψα, σε λήστεψα! Και μου λες κι ευχαριστώ;
- Οι άλλοι δε μου “διναν τίποτα!…
- Δε σου “διναν
τίποτα. Φυσικά! Σου έκανα μια φάρσα για να σου γίνει σκληρό μάθημα. Πάρε
τα ογδόντα σου ρούβλια! Τα είχα έτοιμα στο φάκελο! Μα γιατί δε φωνάζεις
για το δίκιο σου; Γιατί στέκεσαι έτσι σαν χαζή; Μπορείς να ζήσεις σ”
αυτό τον κόσμο αν δεν πατήσεις λίγο πόδι, αν δε δείξεις τα δόντια σου;
Γιατί είσαι άβουλη;
Μουρμούρισε μερικά ευχαριστώ και βγήκε.
____
* Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)