Μια μέρα ήρθε ένας ξένος στο χωριό.
Στάθηκε στην πλατεία και ξετύ
λιξε ένα πανό Έγραφε “Κοινωνική Κουζίνα – Ο
Άλλος Άνθρωπος”. Έστρωσε ένα τσουκάλι στη φωτιά κι έπιασε να
μαγειρεύει.
-Τι είναι τούτο πάλι; Ποιός είναι αυτός;
-Δωρεάν φαγητό για όλους λέει;
-Ναι, εμείς δεν έχουμε κανέναν που να πεινάει.
-Και τι με νοιάζει εμένα, η σύνταξη να πέφτει.
-Δίκιο έχεις. Να μπαίνει ευρώ στην πανταλόνα.
-Τι παριστάνει ετούτος δηλαδή; Θ’ αλλάξει τον κόσμο;
-Έλα ντε.
Πετάχτηκε κι ο παπάς:
-Ρε τούτος θα μας πάρει τη δουλειά. Κι εμείς τι κάνουμε εδώ;
Κι ένας πολιτευτής συμφώνησε:
-Ετούτος και κάποιοι άλλοι σαν και δαύτονε θα μας χαλάσουν το μαγαζί. Τόσα χρόνια δηλαδή εμείς τι κάνουμε;
-Κάτι λέει για Αλληλεγγύη.
-Τι λέξη είν’ αυτή;
-Δεν ξέρω. Στο σχολειό μάθαμε να τηράμε μια το πίνακα και μια το βιβλίο. Τι γινότανε δίπλα ούτε που θυμάμαι.
Τότε πήρε το λόγο ο παππούς:
-Η Αλληλεγγύη υπήρχε τα παλιά χρόνια, δεν τη προλάβατε εσείς.
-Και πως ήτανε τότες;
-Τότες οι αυλές ήσαντε ανοιχτές. Ούλοι
μια γειτονιά. Δεν υπήρχαν σιδεριές και συναγερμοί. Και τα σκυλιά ήσαντε
και φίλοι όχι μόνο φύλακες. Όποιος είχε κάτι το μοιραζότανε, κι όποιος
δεν είχε το μοιραζότανε κι αυτός. Γλεντάγαμε μαζί, κλαίγαμε μαζί,
γελάγαμε μαζί και στο τέλος της ημέρας ο λογαριασμός ήταν ίδιος για
όλους.
-Δηλαδη;
-Δηλαδή να…Η χαρά πολλαπλασιαζότανε
γιατί την μοιραζόμασταν. Δεν χανότανε στο μοίρασμα, μ’ ένα περίεργο
τρόπο αυγάταινε. Και η λύπη λιγόστευε. Όσο πιο πολλοί την κουβαλούσαμε
αλάφραινε.
-Είναι πολλά τα χρόνια που’ φυγε αυτή η, πως την είπες, Αλληλεγγύη;
-Είναι. Από τότε που’ ρθε το χρήμα κι η ανάπτυξη. Το χρήμα έφερε τη μοναξιά.
-Μα γίνεται αυτό; Άμα δεν έχω μισθό πως θα ζήσω;
-Αμ γίνεται. Με το χρήμα αλλάζει το
βλέμμα σου. Δεν βλέπεις δίπλα σου. Η ματιά σου φτάνει στο ύψος του
μισθού σου και στο βάθος της τσέπης σου. Παραδίπλα τίποτα. Δε φταίς εσύ,
η ανάγκη βλέπεις. Αλλά δεν μάθατε κι αλλιώς. Από μικρά σας ζέψανε στο
ζυγό της οικονομίας. Όλα τα μετράμε με βάση τις ανάγκες μας. Παραπέρα
τίποτα. Δεν προφταίνουμε. Να, κοιτάτε την πλατεία.
-Πω, πω!!!
Η πλατεία είχε γεμίσει από ανθρώπους που καθόντουσαν κι έτρωγαν σιωπηλοί.
-Που ήταν όλοι αυτοί κρυμμένοι;
-Αυτοί ήταν κρυμμένοι ή εσύ;
Μόλις απόσωσε ο “Άλλος Άνθρωπος” μάζεψε το τσουκάλι του και τις κουτάλες και τα φόρτωσε στο γαϊδουράκι του.
-Πως ήξερες ότι υπάρχουν πεινασμένοι στο χωριό μας;
-Δεν το’ ξερα γι’ αυτό ήρθα. Εύχομαι να μην ξανάρθω.
-Καλά κι όλοι αυτοί πως το’ ξερες ότι θα’ ρθουνε;
-Η μοναξιά φέρνει την πείνα. Άμα έχεις
παρέα δεν πεινάς, δε μ’ έχεις ανάγκη. Η τροφή κρύβεται μέσα στη
συντροφιά. Τι άλλο να σου πω;
-Και δε ζητάς τίποτα;
-Τίποτα.
Τούτα είπε μοναχά κι έφυγε. Κοιτούσανε
τον “Άλλο Άνθρωπο” που ξεμάκραινε μέχρι που έγινε ένα με τον ορίζοντα.
Τότε κάποιος αναρωτήθηκε:
-Δεν ρωτήσαμε ούτε τ’ όνομά του.
-Θα τον θυμόμαστε σαν ξένο.
Κι ένας άλλος πάλι μονολογούσε:
Της μοναξιάς τα βήματα
κι εσύ μπορείς και προχωράς
μ’ ένα τσουκάλι μόνο…
_______
Πηγή: torafeio.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου