Zούσε κάποτε στὸν κόσμο
ἕνα μικρὸ λουλούδι. Κανεὶς δὲν γνώριζε ὅτι ὑπῆρχε στὴ γῆ.
Εἶχε μεγαλώσει μονάχο του, σ’ ἕνα ἐγκαταλειμμένο
οἰκόπεδο. Οἱ ἀγελάδες καὶ οἱ κατσίκες δὲν σύχναζαν ἐκεῖ, καὶ
τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν κατασκήνωση τῶν πιονιέρων ποτέ τους δὲν
ἔπαιζαν στὸ μέρος ἐκεῖνο. Στὸ ἔρημο
οἰκόπεδο κανένα χορτάρι δὲν φύτρωνε· μόνο μερικὲς
ξεχασμένες, γκρίζες πέτρες ἦταν σπαρμένες ἐκεῖ, κι ἀνάμεσά
τους ἕνας ξερὸς καὶ ἀπονεκρωμένος πηλός. Μονάχα ὁ ἄνεμος
σεργιάνιζε στὸ ἐγκαταλειμμένο οἰκόπεδο. Σὰν ἕνας
γερο-σπορέας, κουβαλοῦσε σπόρους καὶ τοὺς ἔσπερνε παντοῦ –
τόσο στὸ μαῦρο, νοτισμένο χῶμα, ὅσο καὶ στὸ γυμνὸ καὶ πετρῶδες
ἐγκαταλειμμένο οἰκόπεδο. Στὸ μαῦρο καὶ εὔφορο χῶμα οἱ
σπόροι ἔδιναν λουλούδια καὶ χορτάρια, ὅμως στὶς πέτρες καὶ στὸν
πηλὸ πέθαιναν.
Μιὰ φορὰ ἔπεσε ἀπὸ τὸν ἀέρα
ἕνας μικρὸς σπόρος, βρίσκοντας προστασία μέσα σ’ ἕναν μικρὸ
λάκκο, ἀνάμεσα στὶς πέτρες καὶ τὸν πηλό.
Τὸ σποράκι αὐτὸ
βασανίστηκε γιὰ πολύ, κι ἔπειτα μούσκεψε μέσα στὴν πάχνη,
ἄνοιξε στὰ δύο, ἀφέθηκαν ἀπὸ μέσα του λεπτὲς τριχοῦλες ἀπὸ
ρίζες, καὶ μ΄ αὐτὲς τρύπησε τὴν πέτρα καὶ τὸν πηλὸ καὶ ἄρχισε ν’
ἀναπτύσσεται.
Ἔτσι ἄρχισε νὰ ζεῖ στὸν κόσμο
τὸ μικρὸ ἐκεῖνο λουλούδι. Δὲν εἶχε τίποτα γιὰ νὰ τραφεῖ στὶς
πέτρες καὶ στὸν πηλό. Οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς, ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ
τὸν οὐρανό, ἔφταναν στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους, δίχως νὰ
εἰσχωρήσουν μέχρι τὶς ρίζες του, ὅμως τὸ λουλούδι ζοῦσε καὶ
μεγάλωνε καὶ γινόταν σιγὰ-σιγὰ ὁλοένα καὶ πιὸ ψηλό. Τὸ
λουλουδάκι ὕψωνε τὰ φύλλα του ἐνάντια στὸν ἄνεμο, καὶ ὁ
ἄνεμος κόπαζε δίπλα του. Ἀπὸ τὸν ἄνεμο ἔπεφταν στὸν πηλὸ
κόκκοι σκόνης, κουβαλημένοι ἀπὸ τὸ φύσημά του, μαζὶ μὲ
εὔφορο, μαῦρο χῶμα. Σ’ ἐκείνους τοὺς κόκκους σκόνης ὑπῆρχε
τροφὴ γιὰ τὸ λουλούδι, ὡστόσο οἱ κόκκοι ἦταν ξεροί. Τὸ
λουλούδι, γιὰ νὰ τοὺς μουσκέψει, ἔστηνε καρτέρι ὅλη τὴ νύχτα
στὴ δροσιὰ καὶ τὴ μάζευε, σταγόνα-σταγόνα, στὰ φύλλα του. Καὶ
ὅταν τὰ φύλλα βάραιναν ἀπὸ τὴ δροσιά, τὸ λουλούδι τὰ χαμήλωνε
καὶ ἡ δροσιὰ ἔπεφτε κάτω, νοτίζοντας τοὺς μαύρους κόκκους τῆς
σκόνης, τοὺς φερμένους ἀπὸ τὸν ἄνεμο, διαβρώνοντας μαζὶ καὶ
τὸν ἀπονεκρωμένο πηλό.
Τὴν ἡμέρα τὸ λουλούδι
ἔστηνε ἐνέδρα στὸν ἄνεμο καὶ τὸ βράδυ στὴ δροσιά. Μοχθοῦσε
νυχθημερὸν γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ μὴν πεθάνει. Ἀνάστησε μεγάλα
τα φύλλα του, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ συγκρατοῦν τὸν ἄνεμο καὶ νὰ
συλλέγουν τὴ δροσιά. Ὅμως ἦταν δύσκολο γιὰ τὸ λουλούδι νὰ
τρέφεται μόνο ἀπὸ τοὺς κόκκους τῆς σκόνης, ποὺ ἔπεφταν μὲ τὴ
βοήθεια τοῦ ἀνέμου, κι ἀκόμα νὰ μαζεύει γι’ αὐτοὺς τὴ δροσιά.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔπρεπε νὰ ζήσει, καὶ ὑπερνικοῦσε μὲ τὴ βοήθεια
τῆς ὑπομονῆς τὸν πόνο του ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν κούραση. Τὸ
λουλούδι μόνο μιὰ φορὰ στὴ διάρκεια τοῦ εἰκοσιτετραώρου
χαιρόταν: ὅταν ἡ πρώτη ἀκτίνα τοῦ πρωινοῦ ἥλιου ἄγγιζε τὰ
ἀποκαμωμένα φύλλα του.
Ἐὰν ὅμως ὁ ἄνεμος ἔκανε
πολὺ καιρὸ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ ἔρημο οἰκόπεδο, τότε τὸ μικρὸ
λουλούδι αἰσθανόταν ἄσχημα, καὶ δὲν τοῦ ἀρκοῦσαν οἱ δυνάμεις
του γιὰ νὰ ζήσει καὶ νὰ μεγαλώσει.
Ὅμως τὸ λουλούδι δὲν ἤθελε
νὰ ζεῖ μέσα στὴ λύπη. Γι’ αὐτό, ὅταν τὰ πράγματα γιὰ ‘κεῖνο
γίνονταν ὁλότελα θλιβερά, λαγοκοιμόταν. Παρ’ ὅλα αὐτά,
πάσχιζε συνεχῶς ν’ ἀναπτυχθεῖ, ἀκόμα καὶ ὅταν οἱ ρίζες του
τραγάνιζαν τὶς γυμνὲς πέτρες καὶ τὸν ξερὸ πηλό. Ὅταν
συνέβαινε αὐτό, τὰ φύλλα του δὲν μποροῦσαν νὰ τραφοῦν
κανονικὰ καὶ κιτρίνιζαν: ἕνα νευράκι τους γινόταν μπλάβο,
ἕνα ἄλλο κόκκινο, κάποιο τρίτο ἔπαιρνε ἕνα γαλάζιο ἢ
χρυσαφὶ χρῶμα. Κι ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ ἔλειπε ἀπ’ τὸ λουλούδι ἡ
τροφή, καὶ τὸ μαρτύριό του ἐκδηλωνόταν στὰ φύλλα μὲ διάφορα
χρώματα. Τὸ ἴδιο τὸ λουλούδι, ὡστόσο, δὲν τὸ γνώριζε αὐτό:
βλέπετε, ἦταν τυφλὸ καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του· νὰ
δεῖ πῶς στ’ ἀλήθεια ἦταν.
Στὰ μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ ἡ
στεφάνη τοῦ λουλουδιοῦ ἄνθισε. Μέχρι τότε ἔμοιαζε μὲ
χορταράκι, ἐνῶ τώρα εἶχε γίνει πραγματικὸ λουλούδι. Ἡ
στεφάνη ἀποτελοῦνταν ἀπὸ πέταλα ποὺ εἶχαν ἕνα ἁπλό,
φωτεινὸ χρῶμα, διαυγὲς καὶ ἔντονο, ὅπως τὸ χρῶμα ἑνὸς
ἀστεριοῦ. Καί, ὅπως ἕνα ἀστέρι, τὸ λουλούδι λαμπύριζε μὲ
ζωηρὴ φλόγα καὶ ἦταν ὁρατὸ ἀκόμα καὶ στὴ σκοτεινὴ νύχτα.
Ὅταν ὁ ἄνεμος ἐρχόταν στὸ ἔρημο οἰκόπεδο, ἄγγιζε πάντοτε
τὸ λουλούδι καὶ ἔπαιρνε μαζί του τὸ ἄρωμά του.
Καὶ νά ποὺ ἕνα πρωινὸ ἔφτασε
δίπλα σ’ ἐκεῖνο τὸ οἰκόπεδο ἕνα κοριτσάκι, ἡ Ντάσα. Ζοῦσε
μὲ τὶς φιλενάδες της στὴν κατασκήνωση τῶν πιονιέρων, καὶ
ἐκεῖνο τὸ πρωὶ ξύπνησε ἔχοντας ἐπιθυμήσει τὴ μητέρα της.
Τῆς εἶχε γράψει ἕνα γράμμα καὶ τὸ πήγαινε στὸν σταθμό, γιὰ νὰ
φύγει ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ γρήγορα. Στὸν δρόμο ἡ Ντάσα φιλοῦσε
τὸν φάκελο μὲ τὸ γράμμα καὶ τὸν ζήλευε ποὺ αὐτὸς θὰ ἔβλεπε τὴ
μητέρα της νωρίτερα ἀπ’ ὅ,τι ἐκείνη.
Στὴν ἄκρη τοῦ ἔρημου
οἰκοπέδου ἡ Ντάσα αἰσθάνθηκε μιὰν εὐωδιά. Ἔριξε μιὰ ματιὰ
ὁλόγυρα. Κανένα λουλούδι δὲν ὑπῆρχε κοντά, μόνο λίγο
χορταράκι εἶχε φυτρώσει στὸ μονοπάτι καὶ τὸ οἰκόπεδο ἦταν
τελείως γυμνό. Ὅμως ὁ ἀέρας ἔπνεε ἀπὸ τὸ οἰκόπεδο
μεταφέροντας ἀπὸ ‘κεῖ μιὰν ἀνάλαφρη μυρωδιά, σὰν φωνὴ ποὺ
προσκαλοῦσε, τὴ φωνὴ μιᾶς ἄσημης καὶ ἄγνωστης ζωῆς. Ἡ Ντάσα
θυμήθηκε ἕνα παραμύθι, ποὺ τῆς εἶχε διηγηθεῖ ἐδῶ καὶ καιρὸ ἡ
μητέρα της. Τῆς εἶχε μιλήσει γιὰ ἕνα τριαντάφυλλο, ποὺ
συνεχῶς θλιβόταν γιὰ τὴ μητέρα του, ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ
κλάψει καὶ μόνο μὲ τὴν εὐωδιὰ περνοῦσε ἡ θλίψη του. «Ἴσως
ἐκεῖνο τὸ λουλούδι νὰ ἐπιθυμεῖ στὸ παραμύθι τὴ μητέρα του,
ὅπως ἐγώ», σκέφτηκε ἡ Ντάσα.
Πῆγε στὸ ἔρημο οἰκόπεδο καὶ
ἀντίκρισε, κοντὰ σὲ μιὰ πέτρα, ἐκεῖνο τὸ λουλουδάκι. Ἡ Ντάσα
ποτὲ ὣς τώρα δὲν εἶχε δεῖ παρόμοιο λουλούδι – οὔτε σὲ
χωράφι, οὔτε στὸ δάσος, οὔτε στὶς εἰκόνες τῶν βιβλίων, οὔτε
στὸν Βοτανικὸ Κῆπο, πουθενά. Κάθισε στὸ χῶμα, δίπλα στὸ
λουλούδι, καὶ τὸ ρώτησε:
— Γιατί εἶσαι ἔτσι;
— Δὲν ξέρω, ἀπάντησε τὸ λουλούδι.
— Καὶ γιατί δὲν μοιάζεις μὲ τ’ ἄλλα λουλούδια;
Τὸ λουλούδι καὶ πάλι δὲν
ἤξερε τί νὰ πεῖ. Ὅμως ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἄκουγε ἀπὸ τόσο
κοντὰ τὴ φωνὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ κάποιος τὸ
κοιτοῦσε, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἤθελε νὰ προσβάλει τὴν Ντάσα μὲ τὴ
σιωπή του.
— Διότι περνάω δύσκολα, ἀπάντησε τὸ λουλούδι.
— Καὶ πῶς σὲ λένε; ρώτησε ἡ Ντάσα.
— Κανεὶς δὲν μὲ φωνάζει μὲ κάποιο ὄνομα, εἶπε τὸ λουλουδάκι, ζῶ μονάχο μου.
Ἡ Ντάσα κοίταξε ὁλόγυρά το ἔρημο οἰκόπεδο.
— Ἐδῶ ἔχει πέτρες, ἐδῶ ἔχει
πηλό! εἶπε. – Πῶς καὶ ζεῖς μοναχό σου, πῶς φύτρωσες μέσα ἀπὸ τὸν
πηλὸ καὶ δὲν πέθανες, ἔτσι μικρὸ ποὺ εἶσαι;
— Δὲν ξέρω, ἀπάντησε τὸ λουλούδι.
Ἡ Ντάσα ἔσκυψε στὸ λουλούδι καὶ τὸ φίλησε στὸ φεγγερό του κεφαλάκι.
Τὴν ἑπομένη, ὅλοι οἱ
πιονιέροι ἦρθαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ λουλουδάκι. Τοὺς εἶχε
φέρει ἡ Ντάσα. Πολὺ πρὶν φτάσουν στὸ οἰκόπεδο, τοὺς πρόσταξε νὰ
πάρουν μιὰν εἰσπνοὴ καὶ τοὺς εἶπε:
—Ἀκοῦτε πόσο ὄμορφα μυρίζει;* Ἔτσι ἀνασαίνει αὐτό.
Οἱ πιονιέροι στέκονταν γιὰ
πολὺ ὥρα γύρω ἀπὸ τὸ λουλουδάκι καὶ τὸ καμάρωναν, σὰν νά ’ταν
ἥρωας. Ἔπειτα, ἔφεραν ἕνα γύρο ὅλο το ἔρημο οἰκόπεδο, τὸ
μέτρησαν μὲ τὰ βήματά τους καὶ ὑπολόγισαν πόσα καρότσια
κοπριὰ καὶ τέφρα ἔπρεπε νὰ φέρουν γιὰ νὰ λιπάνουν τὸν
ἀπονεκρωμένο πηλό.
Ἤθελαν νὰ γίνει τὸ χῶμα στὸ
οἰκόπεδο γόνιμο. Τότε καὶ τὸ μικρὸ λουλούδι, μὲ τὸ ἄγνωστο
ὄνομα, θὰ μποροῦσε ν’ ἀναπαυθεῖ, καὶ ἀπὸ τοὺς σπόρους του θὰ
μεγάλωναν, δίχως νὰ χαθοῦν, πανέμορφα παιδιά, τὰ πιὸ καλὰ
λουλούδια, ποὺ θὰ ἔλαμπαν ἀπὸ φῶς καὶ ποὺ ὅμοιά τους δὲν θὰ
ὑπῆρχαν πουθενά.
Ἐπὶ τέσσερις ἡμέρες
δούλευαν οἱ πιονιέροι, λιπαίνοντας τὸ χῶμα στὸ ἔρημο
οἰκόπεδο. Ἔπειτα, μόλις τελείωσαν, ξεκίνησαν τὸ ταξίδι
τους γιὰ ἄλλους ἀγρούς, γιὰ ἄλλα δάση, καὶ πλέον στὸ ἔρημο
οἰκόπεδο δὲν ξαναφάνηκαν.
Μόνο ἡ Ντάσα ἦρθε μιὰ φορά, γιὰ ν’
ἀποχαιρετήσει τὸ μικρὸ λουλούδι. Τὸ καλοκαίρι ἔφτανε ἤδη
πρὸς τὸ τέλος του καὶ οἱ πιονιέροι ἔπρεπε ν’ ἀναχωρήσουν γιὰ
τὰ σπίτια τους. Ὅπως καὶ ἔγινε.
Τὸ ἑπόμενο καλοκαίρι ἡ
Ντάσα ἦρθε πάλι στὴν ἴδια κατασκήνωση τῶν πιονιέρων. Καθ’
ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ μακροῦ χειμώνα, θυμόταν τὸ μικρὸ λουλούδι
μὲ τὸ ἄγνωστο ὄνομα. Καὶ πῆγε ἀμέσως στὸ οἰκόπεδο νὰ τὸ
ἐπισκεφθεῖ.
Ἡ Ντάσα εἶδε ὅτι τὸ
οἰκόπεδο εἶχε τώρα ἀλλάξει: τώρα ἦταν καλυμμένο μὲ χορτάρι
καὶ λουλούδια, κι ἀπὸ πάνω του πετοῦσαν πουλιὰ καὶ
πεταλοῦδες. Ἀπὸ τὰ λουλούδια ἀναδιδόταν μιὰ εὐωδιά, ὅμοια
μ’ ἐκείνη τοῦ μικροῦ λουλουδιοῦ-βιοπαλαιστῆ.
Ὡστόσο, τὸ περσινὸ
λουλούδι, αὐτὸ ποὺ ζοῦσε ἀνάμεσα στὶς πέτρες καὶ στὸν πηλό, δὲν
ὑπῆρχε πιά. Πέθανε μᾶλλον τὸ περασμένο φθινόπωρο. Τὰ
καινούργια λουλούδια ἦταν ἐπίσης ὄμορφα, λιγότερο ὄμορφα
ὅμως ἀπ’ ὅ,τι ἐκεῖνο, τὸ πρῶτο λουλούδι. Ἡ Ντάσα ἔπεσε σὲ
θλίψη, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε πλέον τὸ ἀλλοτινὸ λουλούδι. Ἐνῶ
εἶχε πάρει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, ξαφνικὰ σταμάτησε.
Ἀνάμεσα σὲ δυὸ πέτρες, φύτρωνε στριμωγμένο ἕνα νέο
λουλούδι – ἴδιο ἀκριβῶς ὅπως ἐκεῖνο τὸ παλιό, μόνο ἐλαφρῶς
καλύτερο καὶ ἀκόμα πιὸ ὄμορφο. Τὸ λουλούδι τοῦτο μεγάλωνε
ἀνάμεσα στὶς πέτρες, ποὺ τοῦ δυσκόλευαν τὴ ζωή. Ἦταν ζωηρὸ
καὶ καρτερικό, ὅπως ὁ πατέρας του, καὶ περισσότερο δυνατὸ
ἀπ’ τὸν πατέρα του, ἐπειδὴ ζοῦσε στὶς πέτρες.
Στὴν Ντάσα φάνηκε ὅτι τὸ
λουλούδι τεντωνόταν πρὸς τὸ μέρος της, ὅτι τὴν καλοῦσε κοντά
του μὲ τὴ σιωπηλὴ φωνὴ τῆς εὐωδιᾶς του.
1950
*
Σημείωση τοῦ μεταφραστῆ: Ἐδῶ ὁ Πλατόνωφ χρησιμοποιεῖ τὴν
ἔκφραση ποὺ ἀπαντᾶ στὴν Κρήτη καὶ σὲ ὁρισμένα ἄλλα μέρη τῆς
Ἑλλάδας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὴ μυρωδιὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν
ἀκούσει.
Πηγή: Некоммерческая электронная библиотека «ImWerden».
Ἀντρέι
Πλατόνωφ (Андрей Платонов) (Βορόνιεζ, 28 Αὐγούστου 1899 –
Μόσχα, 5 Ἰανουαρίου 1951). Ρῶσος καὶ Σοβιετικὸς
συγγραφέας, ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον πρωτότυπους σὲ ὕφος καὶ
γλώσσα λογοτέχνες κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 20οῦ
αἰώνα. Τὸ πραγματικό του ὄνομα ἦταν Ἀντρέι Πλατόνοβιτς
Κλιμιέντωφ. Ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστά του ἔργα εἶναι τὸ «Τσεβενγκούρ»
καὶ ὁ «Λάκκος». Τὸ λογοτεχνικό του ἰδίωμα, ἕνας συνδυασμὸς
χριστιανικοῦ συμβολισμοῦ, γλώσσας τῶν χωρικῶν, φιλοσοφικοῦ
λόγου καὶ πολιτικῆς ὁρολογίας, δημιουργεῖ πολλὲς φορὲς τὴν
αἴσθηση τοῦ ἀκατανόητου καί, συνοδευόμενο ἀπὸ τὴ χρήση
φανταστικῶν στοιχείων στὴ συγγραφικὴ πλοκή, μοιάζει σχεδὸν
ἀμετάφραστο σὲ ἄλλη γλώσσα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, οἱ μεταφραστὲς
τοῦ Πλατόνωφ ἀπολογοῦνται συνήθως καὶ ζητοῦν συγγνώμη στὶς
εἰσαγωγὲς τῶν μεταφράσεών τους, ἕνεκα τοῦ παράξενου τρόπου
ποὺ μοιάζει νὰ ἀποδίδεται τὸ ρωσικὸ πρωτότυπο στὴ
γλώσσα-στόχο. Τὴ γλώσσα τοῦ Πλατόνωφ, ἡ ὁποία, ὅπως
προαναφέρθηκε, θεωρεῖται μοναδικὴ στὴ ρωσικὴ λογοτεχνία
καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἔχουν γραφτεῖ ἀκόμα καὶ μαθηματικὲς
πραγματεῖες, τὴν παίνεσαν, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Μπρόντσκι καὶ ὁ
Σολζενίτσιν. Σύμφωνα μὲ μαρτυρίες τῆς γυναίκας τοῦ Πλατόνωφ,
τὸ «Ἄγνωστο λουλούδι» γράφτηκε τὸ 1950, ἕναν χρόνο πρὶν ἀπὸ
τὸν θάνατό του ἀπὸ φυματίωση, ὅταν ὁ συγγραφέας ἦταν ἤδη
ἄρρωστος. Γίνεται εὔκολα κατανοητό, ἂν ληφθοῦν μάλιστα
ὑπόψη οἱ πολιτικοκοινωνικὲς συνθῆκες καὶ ὁ ἱστορικὸς
περίγυρος μέσα στὸν ὁποῖο δημιούργησε γενικότερα ὁ
Πλατόνωφ, ὅτι τὸ «Ἄγνωστο λουλούδι» ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τοῦ
παραμυθιοῦ. Ὁ Πλατόνωφ, ὅπως πολλοὶ ἄλλοι συγγραφεῖς τῆς
ἐποχῆς του, ἔζησε μιὰ τραγικὴ ζωή, μπαίνοντας στὸ στόχαστρο
τῶν Μυστικῶν Ὑπηρεσιῶν τοῦ Στάλιν (σύλληψη καὶ ἐξορία τοῦ
γιοῦ του, ἄρνηση δημοσίευσης τῶν ἔργων του, χαρακτηρισμὸς τοῦ
ἰδίου ὡς ἀντεπαναστάτη κ.λπ.). Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ
ἱστορικοκοινωνικὸς περίγυρος δύναται, ἐκ πρώτης ὄψεως, νὰ
ἀποτελέσει τὸ προσφορότερο πεδίο ἀνάλυσης σὲ σχέση μὲ τὸ
ἔργο του. Θὰ ἦταν ὡστόσο λάθος ἡ συγκεκριμένη ἀνάλυση νὰ
περιοριστεῖ ἀποκλειστικὰ μέσα σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο. Ὁ
σχολιασμὸς τοῦ Μπρόντσκι ἐπὶ τοῦ θέματος εἶναι
χαρακτηριστικός: «Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε σοβαρὰ γιὰ
τὸν Πλατόνωφ στὰ πλαίσια τοῦ κοινωνικοῦ περίγυρου, εἶναι ὅτι
ἔγραψε στὴ γλώσσα τῆς συγκεκριμένης οὐτοπίας (οἰκοδόμηση
τοῦ σοσιαλισμοῦ στὴ Ρωσία), στὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς του· καμιὰ
ἄλλη μορφὴ τοῦ Εἶναι δὲν καθορίζει τὴ συνείδηση μὲ τὸν τρόπο
ποὺ τὸ κάνει ἡ γλώσσα. Ἀλλά, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πλειονότητα
τῶν συγχρόνων του, τοῦ Μπάμπελ, τοῦ Πιλνιάκ, τοῦ Ὀλέσια, τοῦ
Ζαμιάτιν, τοῦ Μπουλγκάκωφ, τοῦ Ζόσενκο, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν,
ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο, μὲ τὴν στυλιστικὴ γαστρονομία,
δηλαδὴ ἔπαιζαν μὲ τὴ γλώσσα ὁ καθένας τὸ δικό του παιχνίδι (πράγμα ποὺ
ἐντέλει εἶναι ἡ φόρμα τοῦ σκιτσογραφήματος), ὁ Πλατόνωφ ὑποτάχθηκε στὴ
γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, διακρίνοντας σ’ αὐτὴν ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τὴν
ὁποία, ἀφοῦ κοίταξε μία καὶ μοναδικὴ φορά, δὲν μπόρεσε ποτὲ στὴ συνέχεια
νὰ ξαναγυρίσει στὴ λογοτεχνικὴ ἐπιφάνεια καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πονηρὴ
πλοκή, τὶς ἐξεζητημένες τυπογραφικὲς φόρμες καὶ τὶς στυλιστικὲς
περιπλοκές.»
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά:Γιῶργος Χαβουτσᾶς (Πειραιᾶς, 1965). Ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποίηση καὶ τὴ μετάφραση. Δημοσίευσε τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Ἡ φοινικιά (Γαβριηλίδης, 2005). Ἔχει μεταφράσει ἐπίσης τὸ πεζογράφημα Ταξίδι στὴν Ἀρμενία, τοῦ Ὄσιπ Μαντελστάμ (Ἴνδικτος, 2007).
Πηγή: bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου