Χώμα μου, πέτρες μου σας παρακαλώ αγκαλιάστε τον όσο πιο απαλά, σφίξτε τον όσο πιο τρυφερά, χαϊδέψτε τον, κομμάτι σας είναι, εσείς τον γεννήσατε.
.
Ετσι όπως πάνω σας κρατιέται με τα σφιγμένα απ' τον θάνατο δάχτυλα, στηρίξτε τον. Και νιώστε τα χείλη, που βυθισμένα στην πούδρα σας σφραγίζουν σαν πόρτες τον απόηχο απ' αυτό που ήταν η πνοή της ψυχής του: την κραυγή του. Και ακούστε τον.
Την κραυγή, που ανέβηκε μέσα απ' τα σπλάχνα του, όχι μία, αλλά χίλιες και μύριες φορές: «Λευτεριά».
Χώμα μου και πέτρες και σκόνη κοιτάχτε τον έτσι, καθώς με απλωμένα τα χέρια προσεύχεται. Και στηρίξτε τον.
Να ορθωθεί η φωνή, να γκρεμίσει. Την πλάκα, που από πάνω του απλώνεται σαν φυλακή. «Λευτεριά» φωνάζει. Ακούστε τον. Λευτεριά από μπότα αφέντη όποιου είδους. Λευτεριά για πατρίδες και από πατρίδες. Λευτεριά από κάθε αλυσίδα, που δένει τα χέρια, τη γλώσσα, τα πόδια, το πνεύμα.
Λευτεριά απ' τους φόβους, που είναι οι πιο βαριές αλυσίδες. Οχι οι έξω. Οι φόβοι οι μέσα, που έχει καθένας στο στήθος του. Αυτοί είναι οι πιο σκληρές αλυσίδες.
Δεν έρχεται νέα χρονιά, πέτρες και χώμα. Η ίδια χρονιά διαρκεί στων ανθρώπων το γένος. Η σφεντόνα έγινε βέλος και το δόρυ έγινε όπλο φωτιάς.
Για ένα λάκκο νερό γίνονται οι φόνοι, για μία πέτρα που λάμπει, για μια μαύρη λάσπη, για ό,τι η κάθε εποχή νομίζει πολύτιμο.
Για μία κοτρώνα, που πάνω της κάποιος διατάζει και που παίρνει το σχήμα καρέκλας και θρόνου.
Προσευχή ανεβαίνει απ' αυτό το χώμα, που έχει το σχήμα ανθρώπου. Αγκαλιά ζητάει, της γυναίκας του, να χαϊδεύει κεφάλια παιδιών, των παιδιών του, τους καρπούς της τροφής του να γεύεται, ζεστασιά και δροσιά να του δίνουν τα λίγα φορέματα. Και φωνή! Η δική του φωνή να μπορεί να ακούγεται ελεύθερα. Και να γίνεται πράξη.
Δρασκελιά! Το κάθε του βήμα να είναι ανεμπόδιστο. Να διαλέγει και τόπους και ανθρώπους. Να διαλέγει πατρίδα. Πατρίδα χωρίς συρμάτινα σύνορα και αίμα. Πατρίδα κοινής γλώσσας και ονείρων. Πατρίδα σαν αυτή, που κάποτε θά 'ρθει: Ολη η Γη μια πατρίδα.
Μέχρι τότε αυτός, που ματωμένος τώρα προσεύχεται, θα κρατιέται σφιχτά από τις πέτρες, είτε ρέει ψυχή είτε όχι στα σπλάχνα του.
Και μ' αυτές θα παλεύει ν' ανοίξει το δρόμο ανάμεσα από μίσος τυφλό και πλούτο κι αγριάδα ανθρώπινη.
Ωσπου όλοι μαζί να χαθούμε ή όλοι μαζί να σωθούμε. Γιατί όλοι μαζί στη μοίρα της ίδιας πατρίδας ανήκουμε. Αυτής, που αγκαλιάζει το άψυχο σώμα. Στο χώμα, που μας κάνει αδέρφια.
Γ. Παπαδόπουλος Τετράδης
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στις 04/01/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου