Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Κατάθλιψη σε fast forward!

Φωτογραφία της κατάθλιψης Στην αρχή όλα πάνε καλά. Τίποτα το διαφορετικό. Τίποτα έξω από τα
συνηθισμένα. Ρουτίνα. Η μία μέρα μετά την άλλη. Περνάνε από μπροστά σου αδιάφορα. Γρήγορα. Εσύ σταθερός. Τις βλέπεις να φεύγουν. Αλλά τίποτα το διαφορετικό. Τίποτα έξω από τα συνηθισμένα.
Και μετά; Και μετά, κάποια στιγμή το ξανασκέφτεσαι. Και θες να τις κυνηγήσεις. Και προσπαθείς να τις προλάβεις. Και δεν τις προλαβαίνεις. Και συνεχίζουν να περνάνε. Και τώρα γελάνε καθώς περνάνε μπροστά σου.
Και στην αρχή σφίγγεις τις γροθιές. Και σφίγγεις τα δόντια. Και δεν το λες σε κανέναν. Και λες “εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους”. Και σκέφτεσαι “εγώ θα τα καταφέρω”. Και σκέφτεσαι “εγώ είμαι άνθρωπος, όχι στατιστική”. Και χωρίς να το ξέρεις, είσαι ήδη στατιστική.
Και θυμώνεις. Και χτυπάς τους τοίχους. Και πετάς πράγματα. Και βγάζεις σιωπηλές κραυγές. Και δακρύζεις από τα νεύρα. Και ορκίζεσαι εκδίκηση. Και ξέρεις πως δεν μπορείς να πάρεις εκδίκηση. Και ξέρεις πως δεν μπορείς να επιτεθείς σε έναν εχθρό που δεν ξέρεις ούτε πώς μοιάζει.


Και ψάχνεις κάποιον να μιλήσεις. Και κάποιον να σε σώσει. Και μιλάς σε θεούς, σε μοίρες, σε φαντάσματα. Και ψάχνεις στηρίγματα. Και δε σου απαντάει κανείς. Και αναρωτιέσαι “γιατί εμένα;”. Και αναρωτιέσαι πότε έγιναν όλα αυτά. Και πώς έγιναν. Και γιατί έγιναν. Και πώς θα τελειώσουν. Και αν θα τελειώσουν.
Και κλείνεσαι στον εαυτό σου. Και δεν αφήνεις κανέναν να μπει μέσα. Και κλαις. Και κλαις πολύ. Και μελαγχολείς. Και δε σου αρέσει τίποτα πια. Και όλα είναι μαύρα. Και λες να τα παρατήσεις, Και να τους τα χαρίσεις όλα.  
 Ένας τίτλος - 7 ειδυλλιακές φωτογραφίες - Κατάθλιψη

     
 Και το δάκρυ σου, και το γέλιο σου, και το σώμα σου, και τη ζωή σου. Και σκέφτεσαι τίτλους εφημερίδων. Και δελτία ειδήσεων, να λένε το όνομά σου. Και κοιτάς τον κόσμο από ψηλά. Και δεν είσαι αρκετά ψηλά.
Και μετά βγαίνεις έξω. Και είσαι ακόμα εκεί. Και οι μέρες περνάνε ακόμα. Αλλά δε γελάνε πια εις βάρος σου. Όμως έχουν περάσει πια πολλές. Χαμένες μέρες. Δε θα τις πάρεις ποτέ πίσω. Μπορείς όμως να κυνηγήσεις τις επόμενες. Και ίσως αυτή τη φορά θα γελάς εσύ σε αυτές.
_____ 



Η ανικανότητα πίσω από την εξουσία!!


Η Τζέιν περπατούσε με τον παππού της σε μία πλατεία στο Παρίσι. Σε μία άκρη της πλατείας, είδε έναν τσαγκάρη που είχε άσχημη αντιμετώπιση από τον πελάτη του,  επειδή τα παπούτσια του είχαν κάποιο ελάττωμα και δεν είχαν γίνει όπως ακριβώς επιθυμούσε.
Ο τσαγκάρης άκουσε ήρεμα τις έντονες διαμαρτυρίες του πελάτη, ζήτησε  συγγνώμη, και υποσχέθηκε να διορθώσει το λάθος.
Η Τζέιν και ο παππούς της, σταμάτησαν για να πιουν καφέ σε μία καφετέρια. 


Στο διπλανό τραπέζι τους, ο σερβιτόρος ζήτησε από τον άνδρα που καθόταν εκεί, να  μετακινήσει λίγο την καρέκλα του ώστε να χωρέσουν και η Τζέιν με τον παππού της.
Τότε, ο πελάτης  ξέσπασε σε φωνές και κραυγές,  και αρνήθηκε να μετακινηθεί.
“Ποτέ μην ξεχάσεις τι είδες σήμερα” είπε ο παππούς στην Τζέιν.
“Ο τσαγκάρης αποδέχτηκε την άσχημη συμπεριφορά του πελάτη του , ενώ αυτός ο άνδρας δίπλα μας αρνείται με άσχημο τρόπο να μετακινήσει την καρέκλα του.
Οι ικανοί άνθρωποι, οι οποίοι κάνουν χρήσιμα πράγματα, δεν ενοχλούνται να αντιμετωπίζονται ως άχρηστοι.
Αλλά οι ανίκανοι πάντα κρίνουν τους εαυτούς τους σημαντικούς, κρύβοντας όλη την ανικανότητα τους πίσω από την εξουσία.”
Paulo Coelho

Αποτυπώματα......


Αποτυπώματα......


Αποτυπώματα......


Αποτυπώματα.........


Αποτυπώματα.......


Δίκαιη τιμωρία…........

Έρωτας σαν βροχή….Όχι σαν καταιγίδα…σαν βροχή…Να φεύγει και να έρχεται….Να δυναμώνει και να χαμηλώνει…..Να δροσίζει και να πνίγει……Ν`απορροφάται από τη γη,να χάνεται… 


Πως έζησα έτσι;Γιατί δέχτηκα κάτι μισό για μένα;Γιατί προσπάθησα να κρατήσω στις χούφτες μου κάτι,που ήξερα οτι θα μου δώσει μόνο μια ψευδαίσθηση δροσιάς και μετά θα μ`αφήσει πιο διψασμένη από πριν,με τα χείλη ξερά και την καρδιά στεγνή;
Πως μπόρεσα να δεχτώ να συμπληρώνω τη βροχή με τα δάκρυα μου,για κάτι που γνώριζα οτι ήταν μάταιο;
Είδα χιλιάδες ηλιοβασιλέματα μόνη μου,ο ήλιος βουτούσε στο τίποτα κι εγώ πνιγόμουν στη μοναξιά…Άκουσα εκατοντάδες κεραυνούς και με φόβισαν λιγότερο από τη σιωπή της άδειας ζωής μου… 

Upload Photos View Photos Days Pics

Μύρισα χιλιάδες λουλούδια,αλλά το άρωμα τους δεν πλημμύρισε την άοσμη ζωή που ο “έρωτας σαν βροχή” με καταδίκασε να ζήσω……
Γεύτηκα δεκάδες εδέσματα,αλλά μόνο πίκρα στα χείλη μου…
Άγγιξα απαλά το κορμί του,κράτησα στη μνήμη της αφής μου κάθε πόντο του σώματος του και αγκάλιαζα μόνη μου τον εαυτό μου τις μοναχικές μου ώρες,με την ψευδαίσθηση πως ήταν εκείνος που με χάιδευε,έχοντας τον στα ακροδάχτυλα μου…
Γέλασα δυνατά στην αρχή της ζωής μου και συνέχισα να χαμογελώ από συνήθεια,χωρίς ποτέ τα μάτια μου να πάρουν χρώμα από τα χαμόγελα που ζωγραφίστηκαν στο πρόσωπο μου,αλλά δεν ζέσταναν την ψυχή μου… 


Έκλαψα πολύ για δυό ζωές,από απελπισία,από λαχτάρα για κάποιον που ήρθε κοντά μου για να μου φέρει την επίγνωση ότι η ευτυχία είναι στιγμές…μόνο στιγμές…
Και οι περισσότερες κλεμένες…
Ζωγράφισα με φωτεινά χρώματα τις ώρες που ήμουν μαζί του αλλά η πραγματικότητα ξεθώριαζε τους πίνακες μου,όταν δεν τους βύθιζε στο χρώμα της απελπισίας…
Έγραψα το “σ’αγαπώ” σε χιλιάδες χαρτιά και τα έσκισα αμέσως μετά,σκορπίζοντας γύρω μου τα κομμάτια τους,όπως σκορπισμένη ήταν η ζωή μου…
Πόνεσα τόσο που μάτωσα και την ίδια στιγμή ήμουν εγώ πηγή πόνου για κάποιον που εν γνώσει μου υπέφερε όσο κι εγώ…
Αγνόησα την αγάπη,γιατί δεν ήταν με τους δικούς μου όρους…
Καταδίκασα τον εαυτό μου στη μοναξιά,δραπετεύοντας από τους δρόμους όπου μπορεί να σε συναντούσα,επιλέγοντας να φύγω εγώ, “η δυνατή”, τη στιγμή που η αδυναμία μου να σε κερδίσω ήταν γραμμένη στον αέρα που ανέπνεα…
Και μετά…μετάνιωσα…Και γύρισα να ψάξω στο παρελθόν αυτό που μου έλειπε στο παρόν,μα δεν υπήρχε τίποτα εκεί για μένα.Η αληθινή αγάπη είχε φύγει…
Την είχα διώξει εγώ…Είχα διώξει ότι άξιζε και είχα κρατήσει το τίποτα…
Δίκαιη τιμωρία…
Λένα Μαντά

Η ζωή μαγειρεύει….........

Η ζωή μαγειρεύει.  
Όταν έχει κέφια , σερβίρει τα καλύτερα πιάτα και οι λίγοι τυχεροί τα απολαμβάνουν ως το τελευταίο ψίχουλο , χωρίς ανάσα. 
 Όταν βαριέται όμως και ανακατεύει ό,τι αλλοπρόσαλλο και αταίριαστο βρει, μπροστά της , το φαγητό δεν τρώγεται και μια ζωή δε φτάνει για να χωνευτεί…

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Ο ταξιδιώτης και η μαργαρίτα ... Tου Ευγένιου Τριβιζά

Μεσάνυχτα...........
 Στον ουρανό τον ήσυχο, το βαθυσκότεινο, θαμποσβήνουν δειλά, αχνόφωτα τα αστέρια σ’ άπειρους μαγευτικούς συνδυασμούς, αμέτρητες εξωτικές, παραμυθένιες ζωγραφιές.  
Αστέρια πολλά.  
Μυριάδες αστέρια. 
 Φαναράκια χρυσαφιά, που, με τις τοσοδούλικες τους λάμψεις, ζωγραφίζουν στα μενεξεδένια βελούδα γαλέρες, γιρλάντες, άτια και κάστρα και θεριά παράξενα. 
  Εκεί ψηλά, στων αστεριών τον κόσμο που η χλωμόχρυση σελήνη βασιλεύει, πλανιόταν κάποτε συντροφικά τρία άστρα μικρά, αδέλφια αγαπημένα. 
 

 Το πρώτο το ‘λεγαν Αυγερινό, τα’ άλλο Αστραφτερή και το τρίτο το τελευταίο, που ‘χε την πιο γλυκόθωρη λάμψη απ’ όλα τ’ άλλα αστέρια που το στερέωμα στολίζουν, το ‘λεγαν «Καμάρι τ’ Ουρανού».  




 Ανέμελα έπαιζαν κρυφτό στα πουπουλένια νέφη, κυνηγητό με τις φεγγαραχτίδες, που γλιστρούσαν γοργά, γνέφανε γελαστά, χάνονταν και ξέφευγαν στ’ απλόχωρα ουράνια χαρωπές. 
 Ώσπου κουράστηκε κάποια νυχτιά το Καμάρι τ’ Ουρανού με τ’ αδέλφια του αντάμα. Απόκαμε να παίξει.
  Βαρέθηκε να θαυμάζει το φεγγάρι εκστατικά. Πεθύμησε σ’ άλλους κόσμους, κόσμους πρωτόγνωρους, αλαργινούς, να ταξιδέψει.
  Δεν το χώραγε ο ουρανός, άχαρος και πληχτικός του φαινότανε ο γαλαξίας. - Μη φεύγεις! παρακάλεσε η Αστραφτερή. - Μη μας αφήνεις! κλάφτηκε ο Αυγερινός.   
Μα το ‘χε πάρει απόφαση το Καμάρι τ’ Ουρανού. 
 Υπόσχεση του έδωσε πως θα γυρνούσε σίγουρα, προτού η ροδόλουστη αυγούλα ξεπροβάλει, και, μ’ ένα σάλτο ανάλαφρο, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και τις ουράνιες στράτες. 
  Άρχισε να γλιστρά γοργά στο διάφανο διάστημα, νιώθοντας έναν ίλιγγο μεθυστικό, ίλιγγο που τ’ ανατρίχιαζε, του έκοβε την ανάσα. Ένα τράνταγμα, μια μαρμαρυγή, κι έπεσε το Καμάρι τ’ Ουρανού στη Γή!   




 Όταν συνήλθε απ’ την παραζάλη, έφερε το βλέμμα γύρωθε του.  
Είχε βυθιστεί σ’ ένα λιβάδι άγνωστο και σκοτεινό, κι η αχνή του ανάσα φανέρωνε μια ύπαρξη μαγευτική, εκεί κοντά του. 
 Πλάι του ακριβώς, στην άκρη μίσχου λεπτού, φύτρωνε ένας ήλιος τοσοδούλης, στεφανωμένος πάλλευκες αχτίδες.  





 - Ποιος είσαι; μίλησε η μαργαρίτα πρώτη. 
  - Ένας ταξιδιώτης από το γαλαξία. Εσύ; 
 - Λουλούδι. Δεν έχεις ξαναδεί;   
- Όχι. Από πού έπεσες εδώ; 
 - Δεν έπεσα. Εδώ έτυχε ν’ αναστηθώ, εδώ, σ’ ένα λιβάδι μυστικό, να ρουφώ από τη γή πικρούς χυμούς και να προσμένω….....
 Δε χόρταινε να την κοιτά, να θαυμάζει το φλουράτο κεφαλάκι με τα χαριτωμένα πέταλα, τον ντελικάτο μίσχο της τον τρυφερό.   
Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί. Μόνο τ’ αργοθρόισμα ακουγόταν.  
 Ύστερα, σιγανή άκουσε τη φωνή της: Έψαχνες να με βρείς; Έτσι θαρρώ! Είχε σκήψει πλάι του. Πολύ κοντά του. Ένιωσε το άρωμα της.
  Ένα της πέταλο άγγιξε μια χρυσαφιά του ακίδα. Ρίγησαν. 
 Μια άλικη σπίθα ελαμψε ανάμεσα τους, κι η ψυχή του ξενιτεμένου αστεριού πλημμύρισε λατρεία τρυφερή για την μαργαρίτα την χλωμή, που ‘γερνε πλάι του σιγοτρέμοντας, απ’ τη φεγγοβολιά του θαμπωμένη. 
  Κι εκείνη η κρυσταλλένια νύχτα ήταν μεγάλη, ατέλειωτη, με ώρες μεθυστικές, αμέτρητες, στιγμές μαγευτικές, ολόδικες τους. 
 Το βαθυσκότεινο λιβάδι κοιμόταν απέραντο, ανασαλεύοντας νωχελικά στη μυρωμένη αύρα.   
Ξάφνου, μια σκιά πέρασε σαν αστραπή απ’ το λιβάδι, και προτού καλά καλά φανεί, την κατάπιε πάλι το σκοτάδι.  
Το αστέρι ένιωσε μια σαΐτα να κεντά τα’ ασημένια του τα φυλλοκάρδια, και την ίδια τη στιγμή ζήλια μαρτυρική στην ψυχή του να φουντώνει! 
  Όσο ένιωθε την καλή του αγγελικά να το θωρεί, αμφιβολία βασανιστική το τυραννούσε, ζήλια για κάθε χορτάρι του απέραντου αγρού, για κάθε κρυφή της μαργαρίτας σκέψη…  
Βαθιά την αγαπούσε. Κι εκείνη το ίδιο άραγε; 
 Αν καμωνόταν;
  Αν κάποιο άλλο αστέρι πρόσμενε; Αν πεταλούδες πλουμιστές ονειρευόταν;
  Αν ταξίδευε κι αυτή στα όνειρά της; Πως θα σιγουρευόταν; Πως θα μάθαινε τα μυστικά της; 
 Πως; Τέτοια συλλογιζόταν, όταν τράβηξε με δύναμη ένα πέταλο χιονάτο. 
  - Μ’ αγαπά, μουρμούρισε όπως τ’ άφηνε να πέσει. Έπειτα, δισταχτικά τράβηξε ακόμα ένα.
   - Δεν μ’ αγαπά, ψέλλισε βραχνά. 
 - Μη! στέναξε η μαργαρίτα τρέμοντας από πόνο γλυκό, παράπονο, απορία. Μα μες στη μέθη του τα’ αστέρι, πως θα μάθαινε, όπου να ‘ναι την αλήθεια, δεν έδωσε στο μαρτύριο της σημασία. 
 - Μ’ αγαπά: γέλαγε τρισευτυχισμένο.  
 - Δε μ’ αγαπά! θρηνούσε σκυθρωπό.
   Κι ασυλλόγιστα μαδούσε ολοένα τα πέταλα της τα χιονάτα, ένα ένα.  
 - Γιατί; ψιθύριζε τ’ άδολο ανθάκι λαβωμένο.   
Μα τ’ αστέρι δεν την άκουγε, στον οίστρο του παραδομένο. - Μ’ αγαπά! - Δε μ’ αγαπά! Πονούσε η μαργαρίτα.  
Πονούσε πολύ. 
 Με κάθε πέταλο απαλό έφευγε και μια πνοή.  
Ώσπου τράβηξε το στερνό της πέταλο τ’ αστέρι.  
 - Μ’ αγαπά! φώναξε χαρούμενο.  
 Κι ο αντίλαλος του γύρισε θλιμμένος πίσω. Σταμάτησε, σκέφτηκε. 
 Είδε την μαργαρίτα να σκιρτά όλο παράπονο, να ξεψυχά εκεί, στης λάμψης του την αχνόφωτη αγκαλιά.  
Έγειρε αργά αργά, άγγιξε τη χλόη. Της αύρας η πνοή πήρε τα πέταλα, τα σκόρπισε τριγύρω. 
  Ύστερα, τίποτ’ άλλο πια.  
  


 
Μόνο σκοτάδι. Κι ολόγυρα, σκούρα, πυκνά χορτάρια απειλητικά. Τότε μόνο ένιωσε τι της είχε κάνει.  
Τρεμόπαιξε για μια στιγμή, στέναξε κι έπαψε ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως. Άδικα πρόσμενε ο Αυγερινός. 
 Άδικα τ’ αναζητούσε η Αστραφτερή.. γιατί δε γύρισε το Καμάρι τ’ Ουρανού, όπως είχε υποσχεθεί; 
  Την άλλη μέρα, όταν ροδόλουστη η αυγή απ’ της ανατολής τ’ ασημογάλαζα ξεπρόβαλε τα τούλια, σ’ απλόχωρο λιβάδι λιόχαδο, πνιγμένα μες στη δροσερή του αγκάλη, βρήκε μια μαδημένη μαργαρίτα κι ένα σβησμένο αστέρι βυθισμένα…
  

 

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Η πολύχρωμη μονοτονία της ζωής μου!

Ο Νίκος Καζαντζάκης είχε πει : ” Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα”..
 Αν με ρωτούσαν όμως τι χρώματα θα διάλεγα για τον δικό μου παράδεισο δεν ξέρω ποια θα διάλεγα. 
    



 Πινέλο θα ήταν τα “θέλω” μου αλλά χρώματα;
Για παράδειγμα, η μελαγχολία έχει για μένα χρώμα μπλε. Σκούρο μπλε. Την απόχρωση που παίρνει η θάλασσα όταν σουρουπώνει.  

Γιατί αυτή η απόχρωση κρύβει μέσα της ή τουλάχιστον εγώ το έχω συνδυάσει έτσι, σκέψεις πολύ αληθινές που ορισμένες φορές δεν έχω ανάγκη να θυμάμαι. 

Ο Πόνος. Ο πόνος είναι μαύρος. Σαν τα μαύρα σατέν σεντόνια της νύχτας. Για να γλιστράει στις στιγμές και να τις κάνει αξέχαστες. Γιατί αν μη τι άλλο αυτό το συναίσθημα και τις ώρες που πέρασες νιώθοντας αυτό το κενό που σου δημιουργεί, δύσκολα τις ξεχνάς. 

 

Τι άλλο; Α ναι! Ο φόβος. Ο φόβος έχει χρώμα γκρι. Γιατί δεν είναι ούτε μαύρος, ούτε άσπρος. Το να φοβάσαι σημαίνει πως ζεις και τρέμεις μην χάσεις αυτή την ζωή και ότι συνεπάγεται στο πακέτο. 



Η χαρά. Η χαρά έχει χρώμα κίτρινο. Στην απόχρωση του χρυσού. Στο χρώμα του ήλιου δηλαδή που μόλις φωτίζει διώχνει τα “σκοτάδια” της ζωής και την κάνει να χαμογελά. Στο χρώμα των αστεριών, που σε ταξιδεύουν σε μονοπάτια μαγικά πασπαλισμένα με αστερόσκονη.
Πορτοκαλί χρώμα θα διάλεγα για την έκπληξη. Σαν την έκπληξη που νιώθει το βράδυ όταν ξημερώνει η αυγή και ο ήλιος ανατέλλει.
Μοβ και πράσινη θα χρωμάτιζα την υποκρισία. Γιατί αυτός ο συνδυασμός σε μπερδεύει. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι σημαίνει. Όπως ακριβώς και η υποκρισία. 


100_0750.JPG

Ο Έρωτας θα είχε κόκκινο χρώμα στον δικό μου καμβά. Του πάθους. Κόκκινο στο χρώμα του αίματος, γιατί όταν η ουσία του Έρωτα σε διαπερνά φτάνει στις φλέβες σου και σου δίνει την αίσθηση πως ζεις ξανά, ή ζεις για πρώτη φορά. Σαν ένα τριαντάφυλλο που είναι όμορφο μα τα αγκάθια του θέλουν προσοχή. Γιατί έτσι είναι και ο έρωτας πανέμορφος, όμως αν δεν προσέξεις μπορεί να σε “τρυπήσει”.
Όταν σκέφτομαι πάντως την Αγάπη πάντα στο μυαλό μου, μού έρχεται το άσπρο χρώμα. Το χρώμα της αγνότητας. Της αγνότητας που κρύβει αυτό το όμορφο και βαθύ συναίσθημα. Ένα χρώμα που “δένει” εύκολα μέσα σε αντιθέσεις της ζωής διατηρώντας όμως την αθωότητα του χαρακτήρα της αγάπης. 

Τώρα κάποιος θα μου πει στον δικό σου παράδεισο θα έβαζες και αρνητικά συναισθήματα όπως η λύπη, η υποκρισία, ο πόνος κτλ. Ναι γιατί ο δικός μου παράδεισος δεν θέλω να διακατέχεται από μια ουτοπική αντίληψη με εξιδανικευτικό χαρακτήρα. Ο δικός μου παράδεισος θέλω να είναι αληθινός, ρεαλιστικός και πρακτικά υλοποιήσιμος. Για να μπορώ να ελπίζω ότι η μονοτονία της ζωής μου θα αλλάξει μόλις περάσει τα σύνορα του πολύχρωμου Παραδείσου μου και θα πάρει διαβατήριο η ψυχή για ένα αληθινό χρωματιστό ταξίδι σε μια ζωή γεμάτη όνειρα.

Φωτιά.... αστέρια και μάτια σκοτεινά!!!!!!!

Μου ζήτησαν κάποτε να ζωγραφίσω ένα αστέρι.
"Ένα ολομόναχο αστέρι;" ρώτησα.
Εκείνοι επέμειναν, πως ήθελαν ένα ολομόναχο
αστέρι.
Δεν τα κατάφερα.
Δεν είχε τίποτα το όμορφο τ' αστέρι μου,
γιατί ήταν κούφιο. Άδειο.
Φώναζα μέσα του και άκουγα την ηχώ
να διαστρεβλώνει τα

λόγια, τις σκέψεις, τους
πόθους μου.
Έπειτα μου ζήτησαν ένα ζευγάρι μαύρα μάτια.
Προθυμοποιήθηκα να φτιάξω ένα γελαστό, παιδικό
πρόσωπο.Πάλι επέμειναν στην αρχική τους
απαίτηση.
Τα πήγα καλύτερα. Έτσι πίστεψα...
Μα απ' τα μάτια μου έλειπαν οι φωτιές.
Και αυτοί μου ζήτησαν μάτια με φωτιές, αστέρια
και όνειρα.
Ψέλισσα αλαφιασμένη πως τέτοια μάτια
δεν τα είχε ποτέ κανείς στον κόσμο!
Εκείνοι με πέταξαν τότε στο δωμάτιο
της μοναξιάς και της απελπισίας.
Είπαν: "Αν τα είχες ζωγραφίσει, θα τα είχαμε
όλοι μας." 

   




ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ II

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

***
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε 
.........  

 



                     Οδυσέας Ελύτης

Απόλαυσε τις μικρές χαρές της ζωής !

Μερικά πράγματα που δεν τα δίνεις  σημασία μπορούν  να  δώσουν μεγάλη χαρά στη ζωή σου.......

    123tagged.Com
  • Ξύπνησε νωρίς για να δεις την ανατολή του ήλιου και πως η νύχτα γίνεται μέρα.
  • Σκέψου αυτούς που αγαπάς , που σε αγαπούν , που σε βοηθούν και να χαίρεσαι που είχες την τύχη να τους συναντήσεις.
  • Παρατήρησε πως κινούνται τα σύννεφα  , τα κύματα της θάλασσας , τα λουλούδια  του κήπου σου.
  • Χαμογέλα! Απόλαυσε την μυρωδιά των λουλουδιών, του φρέσκου γλυκού , του αρώματος σου. Γεύσου ένα κομματάκι σοκολάτας.  Παρατήρησε το παιδί ή την αγαπημένη σου ενώ κοιμάται.
  • Φύτευσε ένα  δένδρο, περιποιήσου το !
  • Θυμήσου ότι έχεις ένα σώμα : Ανέπνευσε βαθειά , κάνε γυμναστική, κάτσε πάνω στις μύτες των ποδιών σου.
  • Θυμήσου κάποια παιδική επιθυμία σου. Ποτέ δεν είναι αργά για να την πραγματοποιήσεις.
  • Ντύσου με φωτεινά, ζεστά χρώματα.
  • Κάνε την ζωή κάποιου ευχάριστη έστω και για μια μέρα.
  • Δεν χρειάζονται πολλά : ένα χαμόγελο , μερικές καλές λέξεις, μια σωστή χειρονομία.
  • Σβήσε από την μνήμη σου την κακία ορισμένων.
  • Κάθισε δίπλα στην θάλασσα και άφησε το κύμα να σου χαϊδεύει τα πόδια.
  • Πήγαινε στον κινηματογράφο και απόλαυσε μια ταινία που σου αρέσει. 
  •   
  •  

  • Άκουσε τα τραγούδια που προτιμάς. Άφησε τον εαυτό σου να παρασυρθεί από την αγαπημένη σου μελωδία, να θυμηθεί πράγματα  που σε έχουν εντυπωσιάσει.
  • Τηλεφώνησε σε έναν φίλο που είχες καιρό να ακούσεις. 
  •  

  • http://www.v-i-pics.com/daynightwishes/weekend/weekend03/weekend000153vipics.jpg
  • Διώξε το στρες της δουλειάς σου, κάνε πράγματα που σου δίνουν χαρά.
  • Βάλε πάνω στο γραφείο σου ορισμένα λουλούδια , μια φωτογραφία.
  •  
  •  
  •  
  • Γράψε πάνω σε ένα χαρτάκι το πόσο αγαπάς τον άνθρωπο σου και βάλτο κρυφά μέσα στην τσέπη του. 


  • 123tagged.Com

  •  
  • Δοκίμασε να κάνεις κάτι καινούργιο: να τραγουδήσεις, να ασχοληθείς με ένα άθλημα, να οδηγήσεις ένα ποδήλατο, να γευτείς ένα φαγητό ή γλυκό γεμάτο θερμίδες.   
  • Ετοίμασε  τις αποσκευές σου και φύγε για διακοπές κλείνοντας το κινητό σου έστω και για ένα σαββατοκύριακο.  

  •  
  • Περπάτα μέσα στην βροχή . Κοίτα τον ουρανό , αισθάνσου τις στάλες τις βροχής . Μην βιάζεσαι . Δεν θα πάθεις τίποτε είναι μόνο λίγο νερό! 















Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Όπου πάνε τα κύματα!!!!

"Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη. Ένα ψαροκάικο, δίχως ρότα. "Πού πάμε καπετάνιο;", με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι. "Όπου παν' τα κύματα", λέω επίσημα, εγώ. Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι, σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα. Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς, παρατάει το τιμόνι του και χορεύει. Κι η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους αληταράδες. Κι η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες. Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά. Πού να χωρέσουν μέσα μου όλ' αυτά; Πού να στριμωχτούν, π' ανάθεμά τα"

"Σκισμένο ψαθάκι" Αλκυόνη Παπαδάκη

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Το δώρο της παπλωματούς

Μία γυναίκα, που κανείς δε γνώριζε από πού και πότε εμφανίστηκε στην πολιτεία, ζούσε σ΄ ένα μικρό σπιτάκι στο βουνό και μέρα νύχτα δούλευε και έφτιαχνε τα πιο όμορφα παπλώματα που είχανε ποτέ υπάρξει. Πλήθος πλουσίων ανέβαιναν στο σπίτι της προσφέροντάς της τεράστια χρηματικά ποσά, για να τους φτιάξει ένα από τα μαγικά της παπλώματα. Η ίδια ευγενικά απαντούσε ότι δεν τα είχε για πούλημα. Και αργά το βράδυ τριγυρνούσε στα σκοτεινά στενά και τα χάριζε σε άστεγους και σε όποιον έκρινε ότι τα είχε ανάγκη.
Στην ίδια πολιτεία ζούσε και ένας βασιλιάς, που το μόνο που γέμιζε την άδεια του ζωή ήταν ένα: τα δώρα. Κανένα δώρο όμως δεν τον ικανοποιούσε, κανένα δεν του έφτανε, όλο ήθελε κι άλλα. Έτσι σοφίστηκε έναν νέο νόμο και γιόρταζε τα γενέθλιά του δυο φορές το χρόνο. Κανένας από την πολιτεία του δεν εννοείτο να μην του προσφέρει κάτι, ό, τι κι αν ήταν αυτό. Γι΄ αυτό μόλις πληροφορήθηκε πως υπήρχε μία παπλωματού με τόσο μεγάλη μάλιστα φήμη και δεν του είχε δώρισε ένα από τα παπλώματά της, το απαίτησε μόνος του. Η παπλωματού, πάντα ευγενικά και καλοσυνάτα, αρνήθηκε.
Η ποινή ήταν να την κλείσουν σε μία σπηλιά με μια πεινασμένη αρκούδα.
Ο βασιλιάς, που παρά την απληστία του δεν ήταν κακός, μετάνιωσε και όταν πήγε να την ελευθερώσει, την είδε να πίνει τσάι με το άγριο θηρίο, που η γυναίκα του έφτιαξε με το σάλι της ένα μαλακό μαξιλάρι.
Αμέσως μετάνιωσε για την απόφασή του να την ελευθερώσει και μία νέα ποινή την περίμενε: την παράτησε σε ένα νησί τόσο μικρό, που με τα βίας χωρούσαν και τα δυο της πόδια.
Και πάλι όμως, μετανιωμένος από την πράξη του, αποφάσισε να την ελευθερώσει. Προς έκπληξή του την είδε πάνω σε ένα δέντρο, να ράβει από το γιλέκο της παλτουδάκια στα σπουργίτια. Αυτά ήταν που την μετέφεραν εκεί.
Και τότε έκαναν μια συμφωνία: «..θα πρέπει προτού σου φτιάξω το πάπλωμα, να χαρίσεις όλα όσα έχεις μαζωμένα στο παλάτι σου. Και με το κάθε δώρο που θα αποχωρίζεσαι, εγώ θα μεγαλώνω κατά ένα περισσότερο κομμάτι το πάπλωμά σου». 




Ο βασιλιάς διστακτικά ξεκίνησε με το πρώτο δώρο. Κι έπειτα έδωσε και δεύτερο και τρίτο και «κάτι σαν χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του». Η χαρά που έδινε στους άλλους μοιράζοντας τα υπάρχοντά του τον έκανε άλλο άνθρωπο! Ταξίδεψε σ΄ όλο τον κόσμο χαρίζοντας ό, τι είχε και δεν είχε. Κι όταν πια δεν του έμεινε τίποτα, η παπλωματού του χάρισε το πάπλωμά του. Και, παρόλο που τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα και ήταν πάμφτωχος, ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που είχε δει ποτέ στη ζωή της! Δέχτηκε λοιπόν και κείνη με χαρά τον θρόνο του, που της τον πρόσφερε: «είναι ό, τι πιο αναπαυτικό για κάποια που περνά της ώρες της ράβοντας», της είπε.
Κι από τότε ήταν εκείνος που τα βράδια έψαχνε στα στενά σοκάκια της πόλης τον άνθρωπο που είχε την μεγαλύτερη ανάγκη, για να του χαρίσει ένα από τα παπλώματα της γυναίκας.
«Και πάντα η καρδιά του ήταν γεμάτη από χαρά και ευτυχία και από τότε το γέλιο ποτέ δεν του έλειψε».
……………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγκυρα. Συγγραφέας Τζέφ Μπριμπό. Εικονογράφος Γκέιλ ντε Μάρκεν.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Γράμμα όπως ακριβώς μας εστάλη ........

To μεταφέρουμε όπως ακριβώς μας εστάλη από την καλή μας φίλη Αναστασία.
Κατάντια δεν είναι να σε αναγκάζουν κάποια ανάλγητα κτήνη με γραβάτες και πολυτελή αυτοκίνητα να ζητάς λίγα τρόφιμα, για να μην πεθάνουν τα παιδιά σου απ' την πείνα.  
Κατάντια είναι να αδιαφορείς εσύ που έχεις ακόμη να φας γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω σου.  
Κατάντια είναι να μιλάς ακόμη για ''σωστούς δρόμους'' και για ''σωτηρία που επετεύχθη'' και να απαιτείς συνεχώς καινούργιους φόρους και καινούργια χαράτσια, για να δώσεις στους πολίτες αυτό που τους ανήκει: το φάρμακο, την ιατρική περίθαλψη, την τροφή, τη ζωή την ίδια, την αξιοπρέπεια.        

 Κατάντια είναι να βάζεις το αφορολόγητο στο 1/4 του δικού σου μισθού και μετά να παριστάνεις - ενώ είσαι εταίρος της κυβέρνησης - τον προστάτη των αδύναμων.
Υπάρχει έντονη αβεβαιότητα και φόβος για το τι μας ξημερώνει, ωστόσο αυτό που πρέπει να μας φοβίζει περισσότερο είναι μήπως πάψουμε να είμαστε άνθρωποι - μήπως μας ΚΑΤΑΝΤΗΣΟΥΝ σαν τα μούτρα τους: κουρέλια με ανθρώπινη όψη που σέρνονται, όπως διατάζει το αφεντικό τους. 
 Πίστεψαν ότι δεκαετίες τώρα το είχαν καταφέρει, ότι μας είχαν αποκόψει από την ανθρωπιά μας, την ελληνική ψυχή μας και βάλθηκαν να μας εξοντώσουν και βιολογικά. Όμως, απέτυχαν.
Τα χρόνια, οι στιγμές που ζούμε το αποδεικνύουν: είναι τόσο δύσκολες οι στιγμές που ζούμε, ώστε έλιωσαν το γρανίτη που είχε παγιδεύσει τον αληθινό πυρήνα μας, την ψυχή μας. 
 Μπορούμε ακόμη και αισθανόμαστε, μπορούμε ακόμη και πονάμε και ο πόνος είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ζεις ακόμη, ότι είσαι ακόμη άνθρωπος και θα παραμείνεις άνθρωπος.
Αυτή η ανθρωπιά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τους, όπως σε κάθε εποχή τρόμου και ζόφου που επέβαλαν στην ανθρωπότητα. Πάντα το φως της ανθρωπιάς ήταν που τους τρομοκρατούσε. 
 Γιατί οι μικροσκοπικές φωτιές ανθρωπιάς που ανάβουν εδώ κι εκεί είναι που όλες μαζί κρατούν ζωντανή την ανθρωπότητα, που φωτίζουν τη σκοτεινιά της εποχής, που σαν σινιάλα υποδεικνύουν την έναρξη της αλλαγής, του αγώνα για την ανατροπή και για το καλύτερο.
Κάθε άνθρωπος είναι η εστία του φόβου τους, η εστία της ελπίδας.   


Κάθε άνθρωπος μπορεί να δώσει με μια μικρή κίνησή του τη φλόγα της ελπίδας που λυσσομανούν να σβήσουν.  
Κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει στήριγμα για έναν άλλο. 
 Κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει λιθαράκι για την ήττα τους, γιατί πλέον απομένει να πέσει η πρώτη πέτρα πάνω στο ανίερο οικοδόμημά τους.
Μην περιμένουμε να ενδιαφερθεί κανείς άλλος για τους συνανθρώπους μας.  
Το ελληνόφωνο κράτος δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την ''ανακούφιση'' των εγχώριων και των διεθνών αρπακτικών που ζεσταίνονται με τις φλόγες που καίνε ανθρώπινα πτώματα.  
Μόνο εμείς μπορούμε να βοηθήσουμε τους συνανθρώπους μας και τους εαυτούς μας, γιατί η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη που δείχνουμε εμείς πανικοβάλλει τα όρνεα, γιατί τους αποδεικνύει ότι η αντίδραση, η αντίσταση σιγοκαίει ακόμη και γίνεται σταδιακά πυρκαγιά... 

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

O άνθρωπος,το άλογο και το σκυλί!!!!!!!!

Ένας άνθρωπος, το άλογό του και το σκυλί του περπατούσαν σ ένα δρόμο. Καθώς περνούσαν δίπλα από ένα τεράστιο δέντρο, έπεσε ένας κεραυνός και όλοι έμειναν στον τόπο. Αλλά ο άνθρωπος δεν αντιλήφθηκε ότι είχε πια αφήσει τον κόσμο τούτο και συνέχισε να περπατάει με τα ζώα του. Μερικές φορές οι πεθαμένοι θέλουν χρόνο για να συνειδητοποιήσουν τη νέα τους κατάσταση…
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς, ανηφορικός, ο ήλιος έκαιγε και αυτοί είχαν ιδρώσει και διψούσαν πολύ. Σε μια στροφή διέκριναν μια μεγαλόπρεπη πύλη, καμωμένη ολόκληρη από μάρμαρο, που οδηγούσε σε μία πλατεία στρωμένη με χρυσάφι, που στο κέντρο της είχε μία πηγή από όπου ανάβλυζε κρυστάλλινο νερό.  




Ο οδοιπόρος προχώρησε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο: “Καλημέρα”
“Καλημέρα”, απάντησε ο φύλακας
“Ποιος είναι αυτός ο τόσο όμορφος τόπος;
“Είναι ο παράδεισος”
“Ωραία που φτάσαμε στον παράδεισο, διψάμε πολύ”
“Μπορείτε να μπείτε,κύριε, και να πιείτε όσο θέλετε” και ο φύλακας έδειξε την πηγή
“Το άλογο και το σκυλί μου διψάνε κι αυτά”
“Λυπάμαι πολύ” είπε ο φύλακας “Εδώ δεν επιτρέπονται ζώα” 



Ο άνθρωπος στενοχωρήθηκε επειδή διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει νερό μόνο αυτός. Ευχαρίστησε το φύλακα και συνέχισε το δρόμο του. Αφού περπάτησαν πολλή ώρα στην ανηφόρα, εξαντλημένοι πια, έφτασαν σ ένα μέρος που είχε για είσοδο μια παλιά ξύλινη πύλη που οδηγούσε σ ένα χωματόδρομο πλαισιωμένο από δέντρα. Στη σκιά ενός από τα δέντρα καθόταν ένας άνθρωπος μ ένα καπέλο στο κεφάλι, ίσως και να κοιμόταν. 

“Καλημέρα” είπε ο οδοιπόρος.
Ο άνθρωπος έγνεψε με το κεφάλι “Διψάμε πολύ, εγώ το άλογό μου και το σκυλί μου”
“Έχει μια πηγή σ’ εκείνες τις πέτρες” είπε ο άνθρωπος δείχνοντας το σημείο
“Πιείτε όσο θέλετε” 
Ο άνθρωπος, το άλογο και το σκυλί πήγαν ως την πηγή και έσβησαν τη δίψα τους. 

 
Ο οδοιπόρος γύρισε για να τον ευχαριστήσει. “Ελάτε πάλι όποτε θέλετε” απάντησε ο άνθρωπος
“Αλήθεια, πως λέγεται αυτό το μέρος;”
“Παράδεισος”
“Παράδεισος;;” Μα ο φύλακας της μαρμαρένιας πύλης είπε ότι ο παράδεισος ήταν εκεί!”
“Εκεί δεν είναι ο παράδεισος, είναι η κόλαση”
Ο οδοιπόρος τα χασε “Πρέπει να τους απαγορεύετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτό σίγουρα θα προξενεί μεγάλα μπερδέματα!”
“Καθόλου, αντίθετα μας κάνουν μεγάλη χάρη. Επειδή εκεί μένουν όλοι αυτοί που είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους…”
Paulo Coelho

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me