Μια φορά και ένα καιρό ζούσε σ ενα μακρινό τόπο μια γριά που είχε τα χρονακια της!!Μοναδικη της συντροφιά ήταν μια αχλαδια στην αυλή της που μεγάλωνε.
Ο κόσμος τη φώναζε ΚΥΡΑ-ΜΙΖΕΡΙΑ.
Τα παιδια την κορόιδευαν ,και σαν ερχοταν η εποχή που τα αχλαδια ήταν έτοιμα,ανέβαιναν επάνω στην αχλαδιά ,και της έκλεβαν τα φρούτα!
Η γριά τα κυνηγούσε θυμωμένη αλλά που να τα φτάσει.
Στο τελείωμα μιας μέρας,εκεί που καθόταν η γριά στην αυλή της,παρουσιάστηκε ένας ταξιδιώτης.
Την ρώτησε αν θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει για τη νύχτα που ερχόταν.
Η γριά του είπε; Ελα μέσα.Κάπου θα βρω να σου στρώσω;
Οταν ξημέρωσε ο ταξιδιώτης την ευχαρίστησε και της είπε..;Γρια για το καλο που μου έκανες,ζήτησέ μου οτιδήποτε θέλεις και θα γίνει;.
Η επιθυμία σου θα πραγματοποιηθεί αμέσως.
ΑΑΑ έκανε η γριά.Εχω μόνο μία επιθυμία.Θέλω όποιος σκαρφαλώνει πανω στην αχλαδιά μου ,να κολλάει επάνω και να μην κατεβαίνει κάτω αν δεν το θελήσω εγώ.
Πέρασε ο καιρός και τ αχλάδια άρχισαν πάλι να ωριμάζουν.
Τα παιδιά της γειτονιάς,όπως είχαν συνήθεια,σκαρφάλωσαν ξανά πάνω στο δέντρο της γριάς και άρχισαν να μαζεύουν τ αχλάδια.
Εφτασαν μέχρι την κορυφή,μα σαν πήγαν να κατέβουν δεν μπορούσαν γιατί είχαν κολλήσει.
Μετα απο πολλά παρακάλια και κλάματα η γρια Μιζέρια δέχτηκε να τ αφήσει να κατέβουν απο το δέντρο,αλλά με την υπόσχεση ότι δεν θα την ξαναενοχλούσαν πια......
Κύλησαν οι μέρες και ξαφνικά η γριά είδε κάποιον ταξιδιώτη να έρχεται απο μακριά.Τα πόδια του λες και δεν πάταγαν στη γη.Τα ρούχα ήταν κουρέλια και το πρόσωπό του σκοτεινό - μάτια δεν έβλεπες.
Η γριά Μιζέρια τον ρώτησε;Τίνος είσαι εσύ παιδί μου;;Δεν σε έχω ξαναδεί.
Δεν είσαι απο τα μέρη μας;
Εκείνος αποκρίθηκε.
;Γριά είμαι ο Θάνατος και ήρθα να σε πάρω;;
Η γριά Μιζέρια σαν το άκουσε αυτό απάντησε.
;Αχ παλικάρι μου!!!Να ξερες πως σε περίμενα να έρθεις.Μηπως μπορείς όμως να μου κάνεις μια τελευταία χαρη;
Δεν σκαρφαλώνεις πάνω στην αχλαδιά μου για να μαζέψεις μερικά αχλάδια να έχουμε για το δρόμο;;
Ο Θάνατος ξεγελάστηκε και ανέβηκε πάνω στην αχλαδιά.Μάζεψε όσα μπορούσε και πήγε να κατέβει.Μάταια όμως!!Είχε κολλήσει και έμεινε εκεί πανω.
Τα χρόνια πέρναγαν και δεν πέθαινε κανείς στη γη.Οι γιατροί,οι φαρμακοποιοί,οι νεκροθάφτες και πολλοί άλλοι άρχισαν να παραπονιούνται .Εχαναν τις δουλειές τους και πείναγαν.
Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν παραγεράσει και ένιωθαν κουρασμένοι.Περίμεναν την ώρα του λυτρωμού.
Μα που ο Θάνατος;;Ηταν ακόμα κολλημένος πάνω στην αχλαδιά της γριάς Μιζέριας.
Οταν όλα αυτα έφτασαν στ αυτιά της γριάς γυρίζει και του λέει:;
Θάνατε δε μου λες.Αν σε αφήσω να κατέβεις κάτω ,θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα ξανάρθεις ποτέ εδώ για να με πάρεις εμένα;;;
Τότε το σκέφτηκε καλά ο Θάνατος,είδε τι δουλειά είχε μαζευτεί στον κόσμο ,και τι να κάνει.;
Μία ψυχή λιγότερη τι αξία έχει;;σκέφτηκε.Αλλωστε μια παλιόγρια είναι η Μιζέρια.Θα την αφήσω μόνη της.
Από τότε λοιπόν ο Θάνατος έρχεται και παίρνει μαζί του γέρους,άρρωστους,πλούσιους,φτωχούς,χονδρούς,αδύνατους,'ανδρες,γυναίκες και καμιά φορά ξεχνιέται και κάνει λάθη και παίρνει μαζί του και παιδιά.
Μα η κυρά Μιζέρια ,λένε,ότι απο τότε μένει για πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους.....
Ας τη διώξουμε λοιπόν και ας χαμογελάσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου