Τέσσερα κεριά έκαιγαν απαλά φωτίζοντας το σκοτεινό δωμάτιο. Η νύχτα ήταν τόσο ήσυχη που μπορούσες να τα ακούς να σιγοψιθυρίζουν…
“Είμαι
η Ειρήνη, όμως κανένας δε φροντίζει να διατηρεί τη φλόγα μου, μάλλον θα
πρέπει να αποχωρήσω”, ακούστηκε να ψιθυρίζει το πρώτο κερί και
αργόσβησε.
“Είμαι η Πίστη, μα κανένας δε φαίνεται να με
χρειάζεται πλέον, οπότε δεν υπάρχει νόημα να παραμένω αναμμένη”, είπε το
δεύτερο κερί την ώρα που ένα απαλό αεράκι έσβηνε τη φλόγα του.
“Είμαι
η Αγάπη, δεν έχω την αντοχή να διατηρήσω τη φλόγα μου. Οι άνθρωποι δε
μου δίνουν σημασία και δεν κατανοούν την αξία μου. Έχουν πάψει να
αγαπάνε ακόμα και τα πιο κοντινά τους άτομα.” ψιθύρισε το τρίτο κερί και
έσβησε.
Ένα μικρό κοριτσάκι άνοιξε ξαφνικά την πόρτα και
μπήκε στο δωμάτιο. Κοίταξε τα σβησμένα κεριά και με βουρκωμένα μάτια
τους είπε: “Γιατί δεν είστε αναμμένα; Θα έπρεπε να είστε αναμμένα μέχρι
το τέλος”
Τότε μοναχά μίλησε το τέταρτο κερί। “Μη κλαις,
της είπε. Όσο υπάρχω εγώ και διατηρώ τη φλόγα μου, μπορούμε να ανάψουμε
και πάλι τα σβησμένα κεριά. Το όνομα μου είναι Ελπίδα…”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου