- Τελικά φεύγεις αύριο;
- Ναι, αλλά έχουμε ένα ολόκληρο βράδυ να περάσουμε μαζί!
Η βαριά πόρτα του αεροπλάνου έκλεισε με θόρυβο και για μια στιγμή τον επανέφερε στη πραγματικότητα από τη βουτιά που είχε κάνει στις προ εικοσιπενταετίας αναμνήσεις του. Για μια στιγμή.
Ανατρίχιασε και χωρίς να το καταλάβει έσφιξε το χέρι της που κρατούσε εδώ και ώρα στο δικό του. Δεν ήξερε αν αυτό έγινε εξ αιτίας της δροσερού αέρα που ήρθε αναπάντεχα από τη μεριά της θάλασσας ή γιατί συνειδητοποίησε τη μοναδικότητα της στιγμής, μιας στιγμής συναισθηματικά φορτισμένης σε τέτοιο βαθμό, που του έφερνε δάκρυα στα μάτια. Συγκρατήθηκε. Καθισμένοι πάνω στο πέτρινο πεζούλι που είχε κτιστεί κατά μήκος της ακτογραμμής, έβλεπαν το ηλιοβασίλεμα της Πέτρας. Ο ήλιος βυθιζόταν στη θάλασσα και μια πολύχρωμη γραμμή, στην οποία κυριαρχούσε ένα βαθύ πορτοκαλί, ξεκινούσε από το σημείο της ένωσης, περνούσε ανάμεσα από τις δυο βραχονησίδες και έφτανε μέχρι τα πόδια τους. «Άραγε είναι τόσος όμορφος ο κόσμος ή μου έχει φορέσει παραμορφωτικούς φακούς η αγάπη;» Μέσα σε τούτη τη πανδαισία χρωμάτων και συναισθημάτων βρήκε το χρόνο (και την όρεξη) να φιλοσοφήσει.«Αδιόρθωτος! Πάντα έτσι ήμουν ο μαλάκας» μονολόγησε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο εσωτερικό του αεροπλάνου. Οι ίδιες γνωστές και μονότονες σκηνές. Στο βάθος η αεροσυνοδός ετοιμαζόταν για την καθιερωμένη επίδειξη. Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά του και η μουσική γέμισε τον κόσμο του. Έκανε ακόμα πιο όμορφο το σκηνικό των αναμνήσεων.
Περπάτησαν αγκαλιασμένοι κατά μήκος της παραλίας. Από τη μια ο ήχος από το αναιμικό κύμα που ερωτοτροπούσε με τα χαλίκια και κρυφά φλέρταρε και με πόδια τους. Από την άλλη η απαλή μουσική των Πυξ Λαξ. Η φωνή του Φίλλιπου ιδιαίτερα ευαίσθητη σε τούτο το τραγούδι:
- Ναι, αλλά έχουμε ένα ολόκληρο βράδυ να περάσουμε μαζί!
Η βαριά πόρτα του αεροπλάνου έκλεισε με θόρυβο και για μια στιγμή τον επανέφερε στη πραγματικότητα από τη βουτιά που είχε κάνει στις προ εικοσιπενταετίας αναμνήσεις του. Για μια στιγμή.
Ανατρίχιασε και χωρίς να το καταλάβει έσφιξε το χέρι της που κρατούσε εδώ και ώρα στο δικό του. Δεν ήξερε αν αυτό έγινε εξ αιτίας της δροσερού αέρα που ήρθε αναπάντεχα από τη μεριά της θάλασσας ή γιατί συνειδητοποίησε τη μοναδικότητα της στιγμής, μιας στιγμής συναισθηματικά φορτισμένης σε τέτοιο βαθμό, που του έφερνε δάκρυα στα μάτια. Συγκρατήθηκε. Καθισμένοι πάνω στο πέτρινο πεζούλι που είχε κτιστεί κατά μήκος της ακτογραμμής, έβλεπαν το ηλιοβασίλεμα της Πέτρας. Ο ήλιος βυθιζόταν στη θάλασσα και μια πολύχρωμη γραμμή, στην οποία κυριαρχούσε ένα βαθύ πορτοκαλί, ξεκινούσε από το σημείο της ένωσης, περνούσε ανάμεσα από τις δυο βραχονησίδες και έφτανε μέχρι τα πόδια τους. «Άραγε είναι τόσος όμορφος ο κόσμος ή μου έχει φορέσει παραμορφωτικούς φακούς η αγάπη;» Μέσα σε τούτη τη πανδαισία χρωμάτων και συναισθημάτων βρήκε το χρόνο (και την όρεξη) να φιλοσοφήσει.«Αδιόρθωτος! Πάντα έτσι ήμουν ο μαλάκας» μονολόγησε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο εσωτερικό του αεροπλάνου. Οι ίδιες γνωστές και μονότονες σκηνές. Στο βάθος η αεροσυνοδός ετοιμαζόταν για την καθιερωμένη επίδειξη. Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά του και η μουσική γέμισε τον κόσμο του. Έκανε ακόμα πιο όμορφο το σκηνικό των αναμνήσεων.
Περπάτησαν αγκαλιασμένοι κατά μήκος της παραλίας. Από τη μια ο ήχος από το αναιμικό κύμα που ερωτοτροπούσε με τα χαλίκια και κρυφά φλέρταρε και με πόδια τους. Από την άλλη η απαλή μουσική των Πυξ Λαξ. Η φωνή του Φίλλιπου ιδιαίτερα ευαίσθητη σε τούτο το τραγούδι:
Αγάπης φως της γης ταξίδια
μαύρα παράξενα παιχνίδια
στο φως του ήλιου θ' ακουμπήσω
το καλοκαίρι να μυρίσω.
Μ' άσπρο πανί θα ταξιδέψω
μικρό κορίτσι θα σε κλέψω
όσο αγαπάω μένω πίσω
κι όλο μ' αφήνεις να σ' αφήσω
«Πλήρωμα σκάφους σε θέση απογείωσης». Η φωνή του πιλότου τρύπωσε ανάμεσα στο κενό που έχουν μεταξύ τους τα τραγούδια. Έσφιξε με δύναμη το μπράτσο του καθίσματος. Πάντα αυτή η στιγμή, παρ’ όλα τα ταξίδια του, ήταν δύσκολη. Ένοιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του και το κενό στη βουβωνική χώρα. Το σκάφος οριζοντιώθηκε και ο Στέφανος ξεφύσησε με ανακούφιση. Άνοιξε για λίγο τα μάτια.
Πετούσαν στα σύννεφα. Πήγαιναν για το ξενοδοχείο και για μια στιγμή συλλογίστηκε ότι δεν περπατάνε απλώς. «Μα πως μπορεί να συμβαίνει αυτό;» αναρωτήθηκε. «Αύριο φεύγω όχι μόνο από το νησί αλλά και από τη χώρα. Το πιθανότερο είναι να μην ξαναϊδωθούμε ποτέ και ούτε γκρίνιες, ούτε παράπονα, ούτε μιζέρια. Μόνο χαρά και προσμονή για τούτη τη τελευταία νύχτα μας. Εντάξει, είναι το σεξ που ακολουθεί, αλλά μπορεί αυτό όσο καλό και να είναι (και παραείναι καλό) να καλύψει τη πραγματικότητα; Και η απώλεια; Το γεγονός ότι δεν θα ξαναζήσουμε αυτές τις υπέροχες στιγμές δεν θα έπρεπε να μας γεμίζει απελπισία; Είναι η αγάπη τόσο δυνατή που τα σκεπάζει όλα και μας επιβάλει να ζήσουμε τη στιγμή χωρίς σκιές, χωρίς δεύτερες σκέψεις;»
«Θα πάρετε κάτι;» Η αεροσυνοδός με ένα αστραφτερό χαμόγελο περίμενε την απάντησή του. «Καφέ» είπε και τόνισε την λέξη. Είχε πιεί ένα νες στο σπίτι με το που σηκώθηκε από το κρεβάτι και ένα καπουτσίνο στο αεροδρόμιο. Ο γαλλικός ήταν ότι πρέπει τώρα, άλλωστε μια ποικιλία του χρειαζόταν για να μπορέσει να πιει και τους είκοσι καφέδες, που ειδικά για τούτη τη μέρα είχε προγραμματίσει.
Άνοιξαν το μίνι μπαρ και πήραν από μια παγωμένη Bud. Βγήκαν για λίγο στο μπαλκόνι. Η νύχτα φουριόζα είχε εισβάλει από παντού και στο διάβα της είχε μαζέψει την αύρα από τη θάλασσα και μ’ αυτή παρηγορούσε τη πυρωμένη γη. Αγκαλιάστηκαν. Ασυναίσθητα έψαξαν για το φεγγάρι, μόνο αστέρια και αυτά ντροπαλά. Η φωνή του Μητροπάνου του ράγισε τη καρδιά.
Τ' αυγουστιάτικο φεγγάρι δεν το βρήκαμε
πιο νωρίς ήρθ' ο Σεπτέμβρης και χαθήκαμε
πώς χωρίσαμε με τόση ευκολία…
«Το ποτήρι σας παρακαλώ». Η αεροσυνοδός είχε ξεχάσει το χαμόγελό της στο σερβίρισμα. Από τα μεγάφωνα ακούστηκε η φωνή του πιλότου. «Κυρίες και κύριοι πετάμε στα τριάντα χιλιάδες πόδια και υπολογίζουμε άφιξη στη Μυτιλήνη σε είκοσι λεπτά. Ο καιρός στο έδαφος βροχερός». Το προετοίμαζε καιρό τούτο το ταξίδι. Εδώ και πέντε μήνες που ανέλαβε διευθυντής δικτύου νήσων Αιγαίου, στο τμήμα πωλήσεων της πολυεθνικής, ήξερε ότι κάποια στιγμή θα πήγαινε και στη Λέσβο. Ήταν όμως τόσο πολλές οι υποχρεώσεις και τα τρεξίματα που απέρρεαν από τα νέα του καθήκοντα που σχεδόν το είχε ξεχάσει. Ακόμα και τα βράδια, όταν μετά από δεκαπέντε ώρες εξαντλητικής εργασίας έκλεινε τα μάτια, δεν προλάβαινε να οργανώσει τις συνηθισμένες αποδράσεις του μυαλού του. Στοιχεία πωλήσεων, αριθμοί και ποσοστά τον πλάκωναν μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Ένας ύπνος βαθύς και χωρίς όνειρα.
Την ήθελε την προαγωγή στη δουλειά του, την επιζητούσε. Εκτός από ηθική ανταμοιβή, μια αναγνώριση για τη μέχρι τώρα προσφορά του, ήταν και τα λεφτά παραπάνω. Πόσο μάλλον σε μια τέτοια εποχή με την οικονομική κρίση και τα επακόλουθά της. Τον εξιτάριζε όμως και η εξουσία που απέκτησε ξαφνικά. Για πρώτη φορά βρέθηκε σε δικό του γραφείο, είχε εταιρικό αμάξι πολυτελείας, τη δική του αποκλειστική γραμματέα και ένα τμήμα από δέκα πωλητές, όλοι υπό την προσταγή του.
«Στις προσταγές σου κυρία μου!» Η Ζωή τον τράβηξε από το χέρι, σχεδόν τον έσυρε μέσα στο δωμάτιο. Έπεσαν με τα ρούχα στο κρεβάτι. Το φιλί που ακολούθησε, περίεργα πως, δεν ήταν αγχωμένο. Ήταν τρυφερό, σε τέτοιο σημείο, που μια γλυκιά ζάλη άρχισε να τον περιβάλει. Ξάπλωσε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια και άφησε τη Ζωή να κάνει παιχνίδι. Χαλαρός, όσο ποτέ άλλοτε, απολάμβανε τα φιλιά και τα χάδια μέχρι που το μέλι κάλυψε όλο του το σώμα. Τα πάντα είχαν κολλήσει. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του, μάταια. Ο Μορφέας φάνηκε στο δωμάτιο με απειλητικές διαθέσεις. Δεν επιχείρησε να αντισταθεί, σαν έτοιμος από καιρό, παραδόθηκε στην αγκαλιά του. Ξύπνησε περασμένες δέκα και το μόνο που αντίκρισε ήταν ένα σημείωμα σε ένα χαρτί πάνω στο μαξιλάρι της και ένα λευκό γαρύφαλλο, από τη γλάστρα της βεράντας, δίπλα του. Άρχισε να διαβάζει την ίδια στιγμή που ένας κόμπος στο λαιμό του έκοβε την ανάσα.
Στέφανε,
Μη λυπάσαι. Όλο μου το είναι γνωρίζει ότι ειδικά σήμερα ήθελες να με ευχαριστήσεις. Να ξέρεις ότι το έκανες με τον καλύτερο τρόπο. Όλη τη νύχτα σε παρακολουθούσα να κοιμάσαι. Σου χάιδευα τα μαλλιά και σου τραγουδούσα. Ήθελα να σου μεταφέρω λίγο από τη ψυχή μου, να σε συνοδεύει σε τούτο το μακρινό σου ταξίδι. Ήσουν τόσο ήρεμος, τόσο όμορφος! Ζήλεψα για λίγο που δεν θα σε έχω δίπλα μου τα δύσκολα βράδια του χειμώνα, αλλά μέχρι εκεί. Θα είμαι ευτυχισμένη, όταν θα ξέρω ότι είσαι καλά. Σε αγάπησα χωρίς ανταποδοτικά τέλη. Μακάρι να σε ξαναδώ.
Ζωή.
«Πλήρωμα σκάφους σε θέση προσγείωσης». Άνοιξε τα μάτια και έριξε μια ματιά από το παράθυρο. Δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει τίποτα. Η ομίχλη είχε σκεπάζει τα βουνά και η ορατότητα ήταν χαμηλή. Ένοιωσε τις ρόδες να ακουμπάνε στο έδαφος και το αεροπλάνο να φρενάρει και να τρίζει ολόκληρο. «Επιτέλους!» Στην αίθουσα αναμονής δεν τον περίμενε κανείς. Ποτέ δεν ειδοποιούσε για την πρώτη του επίσκεψη. Ήθελε να αποκτήσει δική του άποψη για τη δουλειά και τις δυνατότητές της, πριν τον παραμυθιάσουν οι τοπικοί αντιπρόσωποι. Θα έκανε μια γρήγορη έρευνα αγοράς στη πόλη και νωρίς το απόγευμα θα περνούσε και από τον αντιπρόσωπο. Το βραδάκι θα συναντούσε τη Ζωή. Ήταν πολύ εύκολο να τη βρει κι ας είχαν περάσει τα χρόνια. Ένοιωσε το τρέμουλο της φωνής της στο τηλεφώνημα. Ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το κορμί. «Είναι δυνατόν; Μετά από τόσα χρόνια και να κάνω σαν σχολιαρόπαιδο;» αναρωτήθηκε και απάντηση δεν πήρε. ΄Την ήθελε την προαγωγή στη δουλειά του, την επιζητούσε. Εκτός από ηθική ανταμοιβή, μια αναγνώριση για τη μέχρι τώρα προσφορά του, ήταν και τα λεφτά παραπάνω. Πόσο μάλλον σε μια τέτοια εποχή με την οικονομική κρίση και τα επακόλουθά της. Τον εξιτάριζε όμως και η εξουσία που απέκτησε ξαφνικά. Για πρώτη φορά βρέθηκε σε δικό του γραφείο, είχε εταιρικό αμάξι πολυτελείας, τη δική του αποκλειστική γραμματέα και ένα τμήμα από δέκα πωλητές, όλοι υπό την προσταγή του.
«Στις προσταγές σου κυρία μου!» Η Ζωή τον τράβηξε από το χέρι, σχεδόν τον έσυρε μέσα στο δωμάτιο. Έπεσαν με τα ρούχα στο κρεβάτι. Το φιλί που ακολούθησε, περίεργα πως, δεν ήταν αγχωμένο. Ήταν τρυφερό, σε τέτοιο σημείο, που μια γλυκιά ζάλη άρχισε να τον περιβάλει. Ξάπλωσε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια και άφησε τη Ζωή να κάνει παιχνίδι. Χαλαρός, όσο ποτέ άλλοτε, απολάμβανε τα φιλιά και τα χάδια μέχρι που το μέλι κάλυψε όλο του το σώμα. Τα πάντα είχαν κολλήσει. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του, μάταια. Ο Μορφέας φάνηκε στο δωμάτιο με απειλητικές διαθέσεις. Δεν επιχείρησε να αντισταθεί, σαν έτοιμος από καιρό, παραδόθηκε στην αγκαλιά του. Ξύπνησε περασμένες δέκα και το μόνο που αντίκρισε ήταν ένα σημείωμα σε ένα χαρτί πάνω στο μαξιλάρι της και ένα λευκό γαρύφαλλο, από τη γλάστρα της βεράντας, δίπλα του. Άρχισε να διαβάζει την ίδια στιγμή που ένας κόμπος στο λαιμό του έκοβε την ανάσα.
Στέφανε,
Μη λυπάσαι. Όλο μου το είναι γνωρίζει ότι ειδικά σήμερα ήθελες να με ευχαριστήσεις. Να ξέρεις ότι το έκανες με τον καλύτερο τρόπο. Όλη τη νύχτα σε παρακολουθούσα να κοιμάσαι. Σου χάιδευα τα μαλλιά και σου τραγουδούσα. Ήθελα να σου μεταφέρω λίγο από τη ψυχή μου, να σε συνοδεύει σε τούτο το μακρινό σου ταξίδι. Ήσουν τόσο ήρεμος, τόσο όμορφος! Ζήλεψα για λίγο που δεν θα σε έχω δίπλα μου τα δύσκολα βράδια του χειμώνα, αλλά μέχρι εκεί. Θα είμαι ευτυχισμένη, όταν θα ξέρω ότι είσαι καλά. Σε αγάπησα χωρίς ανταποδοτικά τέλη. Μακάρι να σε ξαναδώ.
Ζωή.
«Θα πάμε για φαγητό; τον ρώτησε ή Ζωή.
«Ένα εσπρεσάκι πρώτα, στη καφετέρια, να τα πούμε με την ησυχία μας και μετά» της απάντησε.
Στο μπαρ του αεροδρομίου ήπιε έναν ελληνικό στα όρθια και πήρε ταξί για τη πόλη. Στο ράδιο του ταξιτζή, ο Λαυρέντης με τον Νιόνιο τραγουδάνε και το διασκεδάζουν:
Και τι ζητάω, τι ζητάω
Μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω…
Άρχισε να σκέφτεται εντατικά:
«Εδώ που τα λέμε δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα αυτή η συνάντηση. Η Μάρω Βαμβουνάκη περιγράφει στο ομώνυμο βιβλίο της μια τέτοια συνάντηση με μελανά χρώματα. Η ηρωίδα της επιστέφει στο γενέθλιο τόπο με μια τεράστια λαχτάρα να δει την πρώτη της αγάπη. Μιαν αγάπη, που το πέρασμα του χρόνου την εξιδανίκευσε και την τοποθέτησε πάνω απ’ όλα. Όμως η συνάντηση υπήρξε καταστροφική. Ο ήρωας σε μαύρο χάλι, παχύς και με αραιωμένα μαλλιά, με ψόφια μάτια και άδειο βλέμμα. Χαρακτηρίζει μέσα της τη συνάντηση μνημόσυνο της παλιάς αγάπης και φεύγει βιαστικά προσπαθώντας να κρατήσει ανέπαφη την ανάμνησή της. Φευ! Διαπιστώνει τελικά ότι έχει πεθάνει και σαν τέτοια πήγε στο παράδεισο, καθαγιασμένη και εξωραϊσμένη, με τη νοσταλγία να τη μνημονεύει και να τη δοξάζει. Τελικά δεν αποκλείεται να πάθω τα ίδια ή ακόμα χειρότερα να τα πάθει η Ζωή».
Ένοιωσε τον ιδρώτα να τον περιλούζει. Ξέσφιξε λίγο τη γραβάτα του.
«Φτάσαμε κύριος».
Κατέβηκε από το ταξί και μπήκε στο ξενοδοχείο. Πήγε κατευθείαν για μπάνιο, το είχε μεγάλη ανάγκη αυτή τη στιγμή. Παράγγειλε ένα φρέντο και τον απόλαυσε στο μπαλκόνι του δωματίου. Λίγα μέτρα πιο πέρα η θάλασσα λυσσομανούσε. Τα κύματα, στοιχισμένα και με απόλυτη ακρίβεια, έπεφταν στη στεριά και πέθαιναν νικημένα αλλά περήφανα που εκτέλεσαν την αποστολή τους.
«Εγώ θα το κάνω και ας είναι καταστροφή, το χρωστάω στον εαυτό μου!» είπε με πείσμα και τράβηξε μια γερή τζούρα καπνού που τον ζάλισε.
«Δηλαδή τι μπορεί να έχει πάθει η Ζωή; Στην ομορφιά των νιάτων της θα έχει προστεθεί η γνώση και η σοφία μιας γυναίκας που πολέμησε με πείσμα και αξιοπρέπεια για τη ζωή της. Κι αν τα χαρακτηριστικά της έχουν αμβλυνθεί από το χρόνο, η ηρεμία και η σύνεση θα τα έχουν κάνει ακόμα πιο αξιαγάπητα. Για να μη πούμε για την εμπειρία μιας σαρανταπεντάρας. Ουάου!»
Η τελευταία σκέψη τον γέμισε κέφι και αισιοδοξία. Ντύθηκε και ξεκίνησε γεμάτος αυτοπεποίθηση για τη δουλειά. Η μέρα κύλισε με εξαιρετικούς ρυθμούς. Ο Στέφανος είναι στο ξενοδοχείο και ετοιμάζεται για την βραδινή συνάντηση. Μόλις έχει τελειώσει το ξύρισμα και κοιτάζεται στο καθρέφτη. Του αρέσει αυτό που βλέπει, του χαμογελάει και του κλείνει το μάτι. Ντύνεται και φεύγει με βήμα αποφασιστικό και σίγουρο. Φτάνει στη καφετέρια και ρίχνει μια ματιά στο εσωτερικό της. Ήταν εκεί και ήταν η Ζωή! Τον είδε και του χαμογέλασε. Το βλέμμα της του έκοψε τα πόδια, για λίγο. Είδε τα μάτια της, έχασε τον κόσμο και ένα πράγμα μόνο μπόρεσε να σκεφτεί:
«Λυπάμαι Μάρω, αλλά οι παλιές αγάπες δεν πάνε στο παράδεισο. Είναι ο Παράδεισος!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου