Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Συ φταις, γιατί μ’ επίστεψες(Γράφει Γωγώ Ατζολετάκη)

Βουλιάζω σε μια ανείπωτη θλίψη.

Κάποια


 πουλάκια κι ένα διάχυτο πράσινο χρώμα επιμένουν να με πληροφορούν ότι ήρθε η άνοιξη. Περίεργο ! Δεν την κατάλαβα. Μάλλον εμένα με προσπέρασε.

Γκρίζα όλα γύρω μου. Γκρίζα και μέσα μου.

Σε μια χαραμάδα της θλίψης μου αναρωτιέμαι: Ποια είμαι; Πώς έγινα έτσι; Πού είναι η σπαργή και η ικμάδα μου; Πώς χάθηκε ο ενθουσιασμός μου, η ορμή, το δημιουργικό μου πνεύμα;

Σε μια άλλη χαραμάδα της θλίψης μου αναρωτιέμαι: Πού είμαι; Βρίσκομαι ακόμα σ' αυτή τη χώρα που την έμαθα «πατρίδα», ή μετανάστευσα; Μήπως μετανάστευσε η χώρα και με άφησε μόνη;

Φοβερή η μοναξιά χωρίς χώρα, χωρίς πατρίδα.

Ανοίγω την τηλεόραση, για να βάλω και κανένα άλλο χρώμα στο γκρίζο μου, και βλέπω μια κυριούλα να προσπαθεί ν' ανάψει ένα καρβουνάκι.

Στο μέρος όπου τρεις. άνθρωποι ήταν κι αυτοί. ξεκοίλιασαν έναν άλλον άνθρωπο, για να του πάρουν μια βιντεοκάμερα. Που θα τη σκότωναν προφανώς για 10 ευρώ. Τρεις άνθρωποι ξεκοίλιασαν έναν άνθρωπο για 10 ευρώ. Στο κέντρο της Αθήνας. Της πρωτεύουσας της χώρας που την έμαθα σαν «πατρίδα».

Αλλάζω κανάλι και τα μάτια μου πλημμυρίζουν αίμα. Άνθρωποι κατάχαμα στα οδοστρώματα, άνθρωποι-επιβολείς της τάξης με ασπίδες και κράνη να χτυπούν αλύπητα άλλους ανθρώπους, φωτιές, καπνοί, οδομαχίες, οδοφράγματα, Γαλλική. Ελληνική (;) επανάσταση, Άθλιοι κόντρα σε Άθλιους!

Πόλεμος στο κέντρο της Αθήνας. Ακροδεξιοί εναντίον ακροαριστερών, αλλοδαποί εναντίον ημεδαπών, Έλληνες εναντίον ΟΛΩΝ (;)
 
Σηκώνομαι από την πολυθρόνα με το γκρίζο να έχει γύρει προς μπλε μαρέν. Είναι 10 το βράδυ. Σκέφτομαι να κατεβάσω τα σκουπίδια.

«Μη! Είναι επικίνδυνο τέτοια ώρα», μου λέει ένας φίλος, που μένει γωνία Αχαρνών και Ιουλιανού.

«Μα εγώ δε μένω στο κέντρο», του λέω.
«Δεν έχει σημασία», μου λέει. «Το κακό εξαπλώνεται παντού σα ραδιενέργεια. Τώρα έχει ξεφύγει απ' την Ομόνοια και τα Πατήσια και τρέχει. ταξιδεύει με τον άνεμο. θα σε βρει όπου και να 'σαι».

Αποφασίζω να κάνω την επανάστασή μου και κατεβάζω τα σκουπίδια. Στο γυρισμό από τον κάδο κοιτάζω ασυναίσθητα πίσω μου. Μήπως μ' ακολουθεί κανείς;

Ξανακάθομαι στην πολυθρόνα μου και συλλογίζομαι: Σε ποιόν. σε ποιους να καταλογίσω τη θλίψη μου, τον ακρωτηριασμό, το μαρασμό μου; Στους νυν, στους πρώην, στους παραπρώην, στους δικτάτορες, στον Δηλιγιάννη, στον Όθωνα, στον Κωλέττη, ή στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο;.Ποιος θα λογοδοτήσει στην Ιστορία; Κάποιος. κάποιοι θα πρέπει να 'ναι επιτέλους υπεύθυνοι.

Είναι νωρίς για ύπνο, όμως δεν ξανανοίγω την τηλεόραση. Καλύτερα ένα βιβλίο. Απλώνω το χέρι στη βιβλιοθήκη και πιάνω ένα στην τύχη. «Το παράπονον του νεκροθάπτου» του Εμμ. Ροΐδη. Το 'χω διαβάσει; Συνειδητοποιώ πως δεν το 'χω διαβάσει. Παράξενο ! Ο Ροΐδης είν' ο άνθρωπός μου.

«Πάνω στην ώρα!», σκέφτομαι. Έτσι κι έτσι, εδώ που φτάσαμε, έναν νεκροθάφτη χρειαζόμαστε.

Διαβάζω. Και θλίβομαι χειρότερα. Σμίγω το δικό μου παράπονο με τα παράπονα του δυστυχούς νεκροθάπτου, μέχρι που φτάνω στην τελευταία σελίδα για την εξιλέωσή μου:

«Το "συ φταις γιατί μ' επίστεψες" άφησέ το εις τους λωποδύτας του Χρηματιστηρίου. Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα
λησμονούμεν, τόσο μεγαλειτέρα είνε η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν. Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είνε ο λαός, τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλωσύνη του τους δίδει το δικαίωμα να τον γδέρνουν ως το κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστειαν και την ατιμίαν. Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί του: Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους»!

Κλείνω το βιβλίο με ένα δάκρυ. Ένα μεγάλο δάκρυ για την κατάρα αυτής της χώρας να βρίσκεται πάντα σε χέρια λαοπλάνων.

Μετά σβήνω τα φώτα και πέφτω για ύπνο. Αν καταφέρω να κοιμηθώ.

Καλό ξύπνημα, Συνέλληνες! Και καλή

Λευτεριά!
 Γράφει   η  Γωγώ Ατζολετάκη

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Πάρτε πίσω τη ζωή σας σε 10 βήματα....

O Tony Schwartz,  συγγραφέας του πετυχημένου βιβλίου «Be Excellent at Anything« και πρόεδρος και ιδρυτής της Energy Project, αναφέρει σε άρθρο του στο περιοδικό «Harvard Business Review», 10 πρακτικές συμβουλές ώστε η ζωή μας να αποτελεί πηγή ικανοποίησης .
Η λίστα των συμβουλών ξεκινάει από τις πιο βασικές και θεμελιώδεις, και καταλήγει στο υψηλότερο επίπεδο.Image hébérgée par monsterup.com
1. Κοιμηθείτε επαρκώς κάθε βράδυ. Παρόλο που ο ύπνος είναι το πιο υποτιμημένο μέρος στη ζωή μας, εντούτοις μπορεί να βελτιώσει τα βιώματα μας κάθε στιγμή που είμαστε ξύπνοι. Αν κοιμάστε μόνο 6-6 ½ ώρες, τότε αρκεί μόλις μια ώρα επιπλέον ύπνος κάθε βράδυ ώστε να σας γεμίσει με περισσότερη σωματική ενέργεια, συναισθηματική δύναμη   και διαύγεια σκέψης.
2. Κινηθείτε περισσότερο. Δεν είναι μόνο καλό για την λειτουργία της καρδιάς σας, αλλά και για την ψυχική υγεία σας. Τουλάχιστον τέσσερις φορές την εβδομάδα, κάνετε κάποια μορφή άσκησης που αυξάνει σημαντικά τον καρδιακό ρυθμό  για 30 λεπτά,  και επιπλέον κινηθείτε πιο συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας. 




3. Τρώτε λιγότερο και πιο συχνά. Το φαγητό είναι καύσιμο. Άπαχες πρωτεΐνες και σύνθετοι υδατάνθρακες είναι καύσιμο πολλών οκτανίων. Αποδίδουμε καλύτερα όταν τροφοδοτούμε τον εσωτερικό φούρνο μας με μικρές δόσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας, αρχίζοντας με το πρωινό. 

4. Ανανεωθείτε. Οι άνθρωποι δεν έχουν σχεδιαστεί για να λειτουργούν συνεχώς. Αντιθέτως, πρέπει να υπάρχει διαρκής εναλλαγή μεταξύ χρήσης και ανανέωσης της ενέργειας.  Το ιδανικό θα ήταν να κάνετε ένα διάλειμμα κάθε 90 λεπτά, ακόμη και αν πρόκειται για μόνο ένα ή δύο λεπτά προκειμένου να πάρετε βαθιές αναπνοές. 
 

5. Επενδύστε σε αυτούς που αγαπάτε. Το μεγαλύτερο δώρο που μπορείτε να προσφέρετε είναι η πλήρης προσοχή σας. Καλύτερα να είστε πλήρως παρών με κάποιον για μια ώρα, παρά να έχετε φυσική παρουσία για πολλές ώρες, αλλά το μυαλό σας να ταξιδεύει αλλού.  
 

6. Δώστε ευχαριστίες. Είμαστε πολύ πιο γρήγοροι στο να παρατηρούμε τι κακό συμβαίνει στη ζωή μας, από ό, τι τι είναι αυτό που είναι καλό. Τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα,  ταχυδρομήστε ένα χειρόγραφο σημείωμα  εκτίμησης σε  κάποιον που το αξίζει, αναφέροντας του για ποιο λόγο είστε ευγνώμον. 
free glitter text and family website at FamilyLobby.com
free glitter text and family website at FamilyLobby.com
7. Κάντε πρώτα το πιο σημαντικό πράγμα. Νωρίς το πρωί έχετε περισσότερη ενέργεια και λιγότερους περισπασμούς. Ξεκινήστε την εργάσιμη ημέρας σας εστιάζοντας χωρίς διακοπή, για 60 έως 90 λεπτά, με τη πιο σημαντική και/ή δύσκολη εργασία που πρέπει να  φέρετε εις πέρας εκείνη την ημέρα.
8. Εξασκηθείτε στον προβληματισμό. Είμαστε τόσο απασχολημένοι με τα τρέχοντα και επείγουσα θέματα της ημέρας,  ώστε σπάνια  αφιερώνουμε χρόνο για να σκεφτούμε τι είναι αυτό που κάνουμε. Αποτραβηχτείτε για 15 έως 30 λεπτά στο τέλος κάθε ημέρας  για να προβληματιστείτε ήσυχα και χωρίς διακοπές για το τι μάθατε αυτή την ημέρα, και ποιες είναι οι σημαντικότερες προτεραιότητες σας για την επόμενη ημέρα.
9. Συνεχίστε να μαθαίνετε. Ο εγκέφαλός μας λειτουργεί καλύτερα όταν τον έχουμε σε εγρήγορση, και η ζωή μας  γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα όταν το πετυχαίνουμε. Διαβάζοντας βιβλία είναι ένας απλός και εξασφαλισμένος τρόπος για να μάθετε και να αναπτυχθείτε ως άνθρωπος. Αλλά αυτό μπορείτε να το καταφέρετε και με άλλους καθημερινούς τρόπους, όπως μαθαίνοντας  μια ξένη γλώσσα, ένα άθλημα, ένα μουσικό όργανο, ή πώς να γράφετε κώδικα, να επισκευάζετε ένα αυτοκίνητο, ή να σχεδιάζετε. 


 
10. Προσφέρετε. Αφιερώστε τουλάχιστον μία ώρα την εβδομάδα ώστε να παραμερίσετε τις δικές σας ανάγκες και να αφιερώσετε αυτό τον χρόνο για να δώστε προστιθέμενη αξία στον υπόλοιπο κόσμο γενικότερα. Μια ώρα την εβδομάδα είναι πολύ λίγος χρόνος, αλλά είναι μια αρχή – και επιπλέον είναι περισσότερος χρόνος από ό, τι οι περισσότεροι από εμάς αφιερώνουμε για κοινωνική προσφορά.  


by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Οι γυναικείες ασχολίες στα παλιά χρόνια........

Μια Μηλιώτισσα θυμάται τη ζωή της
Τι θες να μάθεις για τη ζωή εκείνη την παλιά; Άλλαξαν τόσα τα τελευταία χρόνια. Ακόμη και εγώ, όταν το συλλογιέμαι καμιά φορά. όταν μιλάω με τα παιδιά και με τ’ αγγόνια μου, σαστίζω. Άμα στα πω το όσα ζήσαμε, ούτε που θα με πιστέψεις. Αφού όμως θες να μάθεις, άκουσέ με…
Από νωρίς μέχρι αργά τη νύχτα πόσες δουλειές, βαριές δουλειές, δεν κάναμε… Κι έπειτα εγώ, και σαν εμένα πόσες ζήσαμε το κάψιμο του χωριού, το ξεριζωμό. Εκεί να δεις ζωή, και ο σεισμός μετά με βρήκε με δύο μικρά στην αγκαλιά. Ζυμωθήκαμε τότε όλες μας με την απελπισία.
Θέλεις να μάθεις… Και εγώ θέλω να μάθω.

Ξέρεις τι δεν καταλαβαίνω με σας τις νέες, σήμερα; Το γιατί παραπονιέστε;
Γιατί λέτε πως κουράζεστε; Κούραση!
Υπάρχει σήμερα κούραση στα σπιτικά σας; Με τόσες ευκολίες;
Νιώθει καμιά σας, είμαι περίεργη να μάθω, εκείνη την κούραση που πλάκωνε τη μάνα μου σαν πέτρα;Τότε που καθετί περνούσε από τα δύο της χέρια; Τι να σου πρωτοθυμηθώ! Το κουβάλημα του νερού από τη βρύση, τα κλαρούδια για τα ζωντανά, τη μπουγάδα και το σίδερο με το κάρβουνο, ή τις γέννες, τη μια μετά την άλλη! Το τσούρμο τα παιδιά να πλύνεις, να ταΐσεις, να μπαλώσεις! Τους γέρους να κοιτάξεις μ’ όλες τους τις παραξενιές! Αλλά και τις ολονυχτίες στην εκκλησιά, τις προετοιμασίες για κάθε μας λύπη και χαρά. Και τη δουλειά δίπλα, στον άντρα, στις ελιές και στο αμπέλι;
Σήμερα, εσείς οι περισσότερες έχετε πια ξεφύγει από τη δίκιά μας τη ζωή. Τώρα, λοιπόν, ότι και να σου πω δεν μπορείς να το νιώσεις, γιατί άκου να δεις…

Η μάνα μου ξυπνούσε μόλις που χάραζε. Έριχνε βιαστικά λίγο νερό στο πρόσωπό της, περνούσε μια χτένα στα ολόισια μαλλιά και τα σήκωνε ψηλά με κάτι μεγάλες κοκάλινες φουρκέτες, θαρρώ πως τηνε βλέπω μπροστά μου, κι έβαζε το μπρίκι να φτιάξει καφέ για τον πατέρα. Εκείνος το ζήταγε αυτό. Δεν ήθελε να πίνει καφέ στο καφενείο παρέα με τους άλλους. Ήθελε τη συντροφιά της. Και κει, στην κουζίνα, τους έβλεπα για λίγο καθισμένους μαζί στο τραπέζι. Μιλούσαν χαμηλόφωνα να μην ξυπνήσουν τα μικρά. Είμασταν, βλέπεις πέντε. Ύστερα εκείνος έφευγε, καβάλα στο ζώο πήγαινε στα κτήματα κι έλειπε όλη μέρα.
Σαν έμενε μονάχη, η πρώτη δουλειά της μάνας ήταν ν’ αρμέξει τα πράματα, να στραγγίσει το γάλα, να κρεμάσει τις κλάρες για να τρώνε οι γίδες και να βάλει πίτουρο, τριφύλλι ή κριθάρι για τα ζωντανά. Έβγαζε τις κότες από το κατώι και τις πήγαινε στον τζάκο. Ύστερα έβραζε το γάλα, χώριζε όσο ήθελε για να φτιάξει τυρί, και πήγαινε στη βρύση για νερό. Κουβαλούσε το ντυστί και δυο κανάτια ή το γκιούμι γεμάτο, Ατέλειωτο μου φαινόταν τότε αυτό το πήγαιν’ έλα στη βρύση… Ανεβοκατέβαινε το καλντερίμι, φορώντας τα τσόκαρα τα ξύλινα ή τις παντόφλες από καουτσούκ που όλο και της έφευγαν στο δρόμο. Τι κούραση αυτή! Και στο σπίτι θέλαμε κοντά πολύ νερό, Δεν ήταν μόνο η λάτρα στην κουζίνα, ήταν το σφουγγάρισμα και το λουτρό, τα ζωντανά που θέλανε να πιουν. Ήταν και τα λουλούδια. Όλοι αυτοί οι ντενεκέδες, βαμμένοι κόκκινοι, που στόλιζαν την αυλή μας θέλανε πότισμα το καλοκαίρι κάθε μέρα. Και οι πλάκες στην αυλή, έπρεπε και αυτές ν’ αστράφτουν. Χαιρόταν όμως να τα βλέπει η μητέρα καθαρά και ολάνθιστα. Ποτέ μου δεν την άκουσα να παραπονεθεί για το κουβάλημα. Αλλά σαν μεγάλωσε ο αδελφός μου, ο πατέρας τον έστελνε μαζί της πια στη βρύση, πριν φύγει για το σχολείο. Να τηνε βοηθάει λίγο. Αργότερα πήγαινα και ’ γω από κοντά. 

 



Άλλο μεγάλο βάσανο παλιά ήτανε και οι ψύλλοι και οι κοριοί. Όσο κι αν όλα στο σπίτι άστραφταν από καθαριότητα, πάντα και κάπου θα τρύπωναν αυτοί. Δεν είχαμε τότε βλέπεις φάρμακα για να ψεκάσουμε τους στάβλους και να τα διώξουμε τα ζωύφια, κι έτσι ασβεστώναμε συχνά τους τοίχους, αλείβαμε τα σανιδένια τα πατώματα με το πετρέλαιο, ζεματίζαμε τα μιντέρια και ανοίγαμε τα μπαούλα για να τινάξουμε τα στρωσίδια και τα ρούχα μας. Ώρες δουλειά κοπιαστική. Και το στρώματα με τα καλαμποκόφυλλα θέλαν κι αυτά το χρόνο μια φορά άνοιγμα, πλύσιμο, τιναγμό και ξαναγέμισμα. Φέρναμε τότε τα φύλλα από τη Μπούφο με τα ζώα, Αλλά τι χαρά, όταν ξαπλώναμε στο φουσκωμένο στρώμα.
Όλα, κορίτσι μου, είχανε τότε κόπο, θυμάμαι την μπουγάδα που βάζαμε. Εσείς σήμερα πατάτε ένα κουμπί. Τότε η μάνα μου έπλενε στο χέρι στοίβες τα ρούχα. Αμέτρητα σεντόνια και προσόψια, μαξιλάρες, πουκάμισο και αλλαξιές. Τότε, όταν δεχόμασταν στο σπίτι, η μάνα πάντα έστρωνε ότι άμορφο είχε στην προίκα της, κι όλα ήταν πάντοτε φρεσκοπλυμένα και μοσχομυρίζανε. Σήμερα η νύφη μου βάζει τα νάυλον, κι ας της έχω φτιαγμένα τόσα. Είναι, δε λέω λέω, βολικό, αλλά χάθηκε η αρχοντιά.
“Ήθελε κόπο για να πλυθούν και να σιδερωθούν τα ρούχα, μα χαλάλι. Εμείς, μια μέρα πριν, φέρναμε το νερό από τη βρύση, για να γεμίσουν τα καζάνια και το βαρέλι για το ξέβγαλμα, κόβαμε και κλαρούδια μπόλικα για τη φωτιά, να ‘χει νερό καυτό. Συχνά οι γειτόνισσες πηγαίνανε παρέα να πλύνουν στη βρύση και περνάνε μαζί κι όλα τα πιτσιρίκια, για να μη μείνουν μοναχά και γίνουν σκανταλιές.
Φεύγαμε νωρίς, πολύ νωρίς. Οι μανάδες με τη σκάφη στον ώμο και τα ρούχα στοιβαγμένα στις καλαμένιες τις κοφίνες. Αφού άναβαν το καζάνι δίπλα στη βρύση, με μανίκια ανασκουμπωμένα, έσκυβαν πάνω από τη σκάφη κι έτριβαν τα ρούχα μέχρι να ασπρίσουν. Δεν είχε τότε απορρυπαντικά, κι έπλεναν με το δικό τους το σαπούνι, φτιαγμένο από ντόπιο λάδι ελιάς. Κοσκίνιζαν τη στάχτη από το φούρνο, κι άφηναν την μπουγάδα στο σταχτόνερο. Ώρες δουλειά, δουλειά σκληρή. Κι όμως, εγώ θυμάμαι τις γυναίκες να ψιλοκουβεντιάζουν μεταξύ τους, να γελάνε και κάπου κάπου. Κι ύστερα ήταν και η κυρά Λεμονιά, μια μεγαλοκοπέλα, λίγο γεμάτη και πάντα χαρούμενη, που όλο και έλεγε και κάποιο τραγουδάκι και σταμάταγε γιο λίγο η δουλειά. Θυμάμαι ακόμα και την κατσάδα που έφαγα από τη μάνα όταν μας έπιασε μια φορά να παίζουμε κρυφτό πίσω οπό τα ρούχα που είχαν απλώσει στα σκοινιά.
Όλα αυτά τα ρούχα έπρεπε να σιδερωθούν με κείνο το σίδερο που πύρωνε με κάρβουνο. Η μάνα στεκόταν ώρες όρθια κι αυτό την παίδευε πολύ. Δεν έλεγε όμως να καθίσει και όσο προχώραγε η ώρα σιγά σιγά, ένα ένα τα ασπροφούστανα κι οι νυχτικές οι αντρικές, και τα πουκάμισα, οι μαλλίνες οι άσπρες, τα σεντόνια και οι μαξιλάρες, τα τραπεζομάντιλα, τα στόρια, τα κουρτινάκια τα πλεκτά, όλα κολλαρισμένα έμπαιναν πάλι στο μπαούλο.
Αν η μπουγάδα γινόταν στο μήνα μια φορά, η μάνα ζύμωνε και μια και δυο φορές την εβδομάδα. Τη μέρα αυτή ξυπνούσε, ακόμα πιο νωρίς, για να προλάβει ν’ ανάψει φούρνο πριν ανέβει ο ήλιος ψηλά και τηνε πάρει η ζέστη. Ζύμωνε θυμάμαι δεκατέσσερις οκάδες αλεύρι και μας έφτιαχνε επτά καρβέλια και μια πιταστή. Φορούσε πάντα το μαντίλι, για να μην πέσει τρίχα στο ζυμάρι, και με σηκωμένα τα μανίκια, την έβλεπα σκυμμένη πάνω από το ξύλινο σκαφίδι να δουλεύει, με τις δυο γροθιές σφιγμένες μέχρι που οι κόμποι από τα χέρια της να μελανιάσουν.
Μαζί με τα καρβέλια έψηνε παξιμάδια, έφτιαχνε κολοκυθόπιτα, πίτα με χόρτα, και μπομπότα με το καλαμποκίσιο το αλεύρι. Τι σβέλτη που ήτανε, τι επιτήδεια, τι νόστιμο ψωμί που τρώγαμε τότε! Σήμερα μουχλιάζει σε λίγες μέρες, γιατί δεν είναι φτιαγμένο με προζύμι. Όταν η μάνα άναβε το φούρνο, μοσχοβολούσε η γειτονιά. Για να κάψει όμως ο φούρνος ήθελε μπόλικα τσάκνα και κλαρούδια. Τις πιο πολλές φορές όλα αυτά τα κουβαλούσε εκείνη. Φρέσκα κλαριά τα τάιζε στις γίδες, ξερό το έκαιγε στο φούρνο. Τα κουβαλούσε εκείνη, γιατί ο πατέρας γύρναγε αργά από το κτήμα. Το μεσημέρι η θέση του έμενε σχεδόν πάντα αδειανή. Κι όμως, η μάνα το χε έννοια το μαγείρεμα και στο τραπέζι ήθελε να λέμε πάντα προσευχή. Τις πιο πολλές φορές μαγείρευε το βράδυ, γιατί δεν είχαμε τότε ψυγείο ηλεκτρικό, κι έπρεπε ο άντρας να “βρει έτοιμο φαί να πάρει το πρωί μαζί. Κι ύστερα, αν είχε δουλειά πολλή στο κτήμα, αν μάζευαν ελιές, μήλα ή κάστανα, αν ήτανε τρύγος, αν αλώνιζαν, τον έπαιρνε μαζί, κι εμείς, γυρνώντας από το σχολείο, τρώγαμε μοναχά. Ξέραμε ότι θ αργούσανε, και θα ‘ταν και οι δύο κατάκοποι.
Η μάνα όμως θα “χε και πάλι τόσα να κάνει! Τόσα να φροντίσει! Δε θα τελείωνε ασφαλώς η μέρα της, μ” όλη την κούραση της. Πόσες φορές μου δεν την έβλεπα ακόμα τη νύχτα, όταν όλοι είχαμε από καιρό πλαγιάσει, με τη λάμπα και το λύχνο αναμμένο με κάτι να παιδεύεται, να τα προλάβει όλα.
Μονάχα μετά το φαγητό το μεσημεριανό ξαπόσταινε για λίγο. Και όχι πάντα. Γιατί συχνά μαζεύονταν στα σπίτια οι γειτόνισσες. Η μία να ξάσει το μαλλί, η άλλη να γνέσει, να πλέξει κάλτσες για τα παιδιά ή τη φανέλα για τον άντρα. Ψήνανε καφεδάκι και δούλευαν κουβεντιάζοντας. Πολλές φορές μες στο πανέρι έφερναν ρούχα που ’θελαν μπάλωμα. Ποιός τότε αγόραζε καινούρια κάθε τόσο; Ποιος τα πετούσε μόλις πάλιωναν;

Δούλευαν, και μεις τα μικρά, καθισμένα δίπλα τους, μαθαίναμε.
Βλέποντας τις μανάδες μας μαθαίναμε τα πάντα. Εσείς, που ζείτε στις πόλεις τις μεγάλες, τι ξέρετε να φτιάξετε; Τα παίρνετε όλα έτοιμα. Σχεδόν τίποτα πια δεν είναι ναι σπιτικό.
Δίνετε τώρα στα παιδιά σας σταρένιο τραχανά, με στάρι τριμμένο στο χερόμυλο;
Τις χυλοπίτες, τα ντόπια μακαρόνια;
Ρίχνετε στο φαί φρέσκια ντομάτα πελτέ, που να μοσχομυρίζει; 

 


Κι έχετε στο τραπέζι τυράκι με γάλα από τα ζωντανά σας;
Τρώτε τις ελιές τις ζαρωμένες και τις ξιδάτες, κομμένες από τα δέντρα στο δικό σας κτήμα και πίνετε τσιπουράκι με τσιτσιράβα τουρσί;
Ψήνετε μπακλαβά με φύλλα ψιλά σαν τσιγαρόχαρτο, ανοιγμένα στο χέρι, και με καρύδι ξεφλουδισμένο, άσπρο, χιονάτο;
Πλένεστε με σαπούνι από ντόπιο λάδι ελιάς, να ευωδιάζει δάφνη;
Πάν’ όλ” αυτά, για σας τις νέες νοικοκυρές των πόλεων, ξεχάστηκαν…
Έπαψε η φροντίδα του σπιτιού να “ναι χαρά σας και μόνη ικανοποίηση.
Η μάνα μου, κι ας κουραζόταν τόσο, το ‘χε καμάρι το δικό της σπιτικό, χαιρόταν να τηνε παινεύουν. Της έφτανε. Και μένα μου “φτάνε. Αλλά και σήμερα, εδώ μες στο χωριό, βρίσκεις νοικοκυρές που συνεχίζουν ν’ ασχολούνται με τα παραδοσιακά. Δεν κουβαλάνε πια το νερό από τη βρύση, δε βάζουνε μπουγάδα. είναι η ζωή πιο εύκολη, αλλά το θέλουν το πατροπαράδοτο, κι ας αλλάξαν τόσα τα τελευταία χρόνια,,,». 
 




____
  Πηγή: Μια Μηλιώτισσα θυμάται τη ζωή της
Αντικλείδι , http://antikleidi.com

4 λέξεις θα αλλάξουν την τύχη σου το 2013........

Mερικοί άνθρωποι μοιάζουν να έχουν γεννηθεί τυχεροί, ενώ κάποιοι άλλοι μια ολόκληρη ζωή νιώθουν να καταδιώκονται από την γκαντεμιά. Είναι όμως πραγματικά η τύχη, κάτι μοιραίο;

Και μπορούν να κάνουν κάτι οι γκαντέμηδες για να αλλάξουν τη μοίρα τους;

Σύμφωνα με τον καθηγητή και κορυφαίο βρετανό ψυχολόγο Richard Wiseman, , θεωρεί ότι αν θέλετε να είστε πιο τυχεροί στη ζωή σας πρέπει να αλλάξετε τον τρόπο που σκέφτεστε. Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να κάνεις είναι να περιμένεις την καλή σου τύχη, που συχνά λειτουργεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μετά πρέπει να δουλέψεις με την δική σου προσωπικότητα και να αρχίσεις να σκέφτεσαι και να δρας σας τυχερό άτομο.
Τέσσερις είναι οι λέξεις που πρέπει να βάλεις στο λεξιλόγιο σου τη νέα χρονιά:



Ευκαιρία: Οι τυχεροί άνθρωποι δεν είναι περισσότερο τυχεροί από τους περισσότερους, είναι όμως πιο γρήγοροι στο να εντοπίσουν την ευκαιρία και να την εκμεταλλευτούν. Σε ένα πείραμα που έκανε ο καθηγήτής Wiseman συμπέρανε ότι οι τυχεροί άνθρωποι είναι πιο χαλαροί και ανοιχτοί γι” αυτό μπορούν να δουν τις ευκαιρίες. Είναι κοινωνικοί που σημαίνει ότι έχουν ένα μεγάλο… πηγάδι από υποστηρικτές για να καλέσουν σε βοήθεια ή συμβουλή. 



Αντοχή: Οι τυχεροί άνθρωποι συνήθως βλέπουν την καλή πλευρά της κακοτυχίας τους. Φαντάζονται πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα και γι” αυτό αισθάνονται καλύτερα και περισσότερο θετικοί , για το τι συνέβη. Γι” αυτό να προσπαθείτε να μετατρέπετε το αρνητικό σε θετικό και άρα προς όφελός σας.  



Ένστικτο: Οι άτυχοι άνθρωποι τείνουν να τρέχουν από τη μία δραστηριότητα στην άλλη και περιβάλλονται από θόρυβο και αποπροσανατολισμό που τους αποτρέπει από το να ακούσουν την εσωτερική τους φωνή. Οι τυχεροί άνθρωποι συχνά περνάνε κάποιο χρόνο χαλαρώνοντας για να σκεφτούν τι θέλουν από τη ζωή τους. 




Αισιοδοξία: Οι γκαντέμηδες θεωρούν ότι το σύμπαν τους πολεμά έχοντας την νοοτροπία του θύματος όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Επίσης περιμένουν την κακοτυχία να τους συναντήσει. Οι τυχεροί άνθρωποι είναι αιωνίως αισιόδοξοι. Πιστεύουν ότι θα επιτύχουν και όταν αυτό δε συμβαίνει, έχουν την ικανότητα να διαχωρίζουν την αποτυχία με μία στάση του τύπου «δεν ήταν γραφτό να γίνει». Αλλάξτε λοιπόν αντιμετώπιση και τα καλά είναι στο δρόμο σας!

____


Πηγή: newsbomb.gr

Παθιασμένο Μαδριγάλι (Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα)

Ήθελα των χειλιών σου να 'μαι

για να σβηστώ πάνω στο χιόνι

των δοντιών σου.



Ήθελα στο στήθος να 'μαι

σαν το αίμα να κυλήσω

Ήθελα και στα μαλλιά σου

χρυσό όνειρο για πάντα.



Και η καρδιά σου να γινόταν

τάφος στον πόνο της δικής μου.

Η σάρκα σου να μου είναι σάρκα

το μέτωπό σου μέτωπό μου.



¨Ήθελα όλη η ψυχή μου

να μπει μες στο μικρό κορμί σου

και να 'μαι γω η σκέψη σου όλη

και να 'μαι γω το άσπρο σου ρούχο.



Για να σε κάνω να με έρω-

τευετείς με τόσο πάθος

να ξοδευτείς για να με ψάχνεις

χωρίς ποτέ να μ' ανταμώσεις.



Για να πηγαίνεις τ' όνομά μου

κραυγάζοντας προς τον πουνέντε,

ρωτώντας τα νερά για μένα

θλιμμένη πίνοντας χολή

που άφησε πιο πριν στο δρόμο

από η καρδιά μου να σε θέλει.



Κι ενώ εγώ θα μπαίνω μέσα

στη σάρκα του μικρού κορμιού σου

όντας εγώ, εσύ η ίδια

και μέσα σου όντας πια για πάντα

ενώ εσύ μάταια με ψάχνεις

από Ανατολή σε Δύση

μέχρι που τέλος να μας κάψει

η γκρίζα φλόγα του θανάτου.

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

''Μιλώ, Μανώλης Αναγνωστάκης!



Μανώλης Αναγνωστάκης
Μιλώ,
για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών.
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα.
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες.
Μιλώ,
για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους
και τα σαπίζει η βροχή.
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα
σαν κρανία ξεδοντιασμένα.
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας
στα στήθια τις πληγές τους.
Μιλώ,
για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα.
Για τις φλεγόμενες πόλεις..
τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους..
τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται
τις νύχτες στα κατώφλια.
Μιλώ,
για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως
λιγοστεύει τα ξημερώματα.
Για τα φορτωμένα καμιόνια και
τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες.

Μιλώ,
Για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα Του.
κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν...
κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν...
κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια.
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν.
Κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει,
χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
Ό ρ θ ι ο ι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους. 












...είπαν.....

Κάθε πρωινό,παιδιά ξεκινούν χωρίς καμιά ανησυχία. Το κάθε τι είναι πιθανό, οι χείριστες υλικές συνθήκες είναι άριστες. Τα δάση είναι λευκά ή μαύρα,ποτέ πια κανείς δεν θα κοιμηθεί. Αντρέ Μπρετόν

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me