Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι.
Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε και κουτό. Ένα συνηθισμένο
σκιουράκι ήτανε, που θα μοιαζε μ’ όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη
συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε , το σκαγε απ’ τη φωλιά
του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι,
καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιούν νερό….
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια…
Το σκιουράκι ένοιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε
κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα
μάτια και τα ρωτούσε:
- Μπορείς να μ’ αγαπάς?
Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν.
Κι άλλα του λέγανε: Δεν έχω χρόνο – ή δεν ξέρω τι είναι ν αγαπάς….
Κι αυτό γινότανε κάθε σούρουπο κι έτσι
είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας
ασβός του χαμογέλασε και του είπε:
- Μπορώ. Έλα ν αγαπηθούμε.
- Μπορείς? Πόσο χαίρομαι!
- Πες μου όμως, τι πα’ να πει ν αγαπηθούμε?
- Λοιπόν, το πιο
σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν’
αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόντουσαν στα μάτια για μερόνυχτα….
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι βέβαια. Αλοίμονο αν ήταν τόσο απλό. Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα! …
- Τι ωραίο να σ’ αγαπάω!
Τώρα δεν αγαπιόμαστε?
- Όχι ακόμα. Για ν
αγαπηθούμε πα να πει και να χουμε κάτι ο ένας απ τον άλλον. Έλα ν
αλλάξουμε χρώματα. Δως μου λίγο απ το καστανόμαυρο τρίχωμα σου κι εγώ θα
σου δώσω απ το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έτσι έκαναν…
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του
ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα
του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι, όχι ακόμα.
Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει ν αγκαλιαστουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά,
και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μια αχτίδα από φως. Έλα, με το
ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεε… ώπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Τώρα.
Και που λέτε όσο κι αν φαίνεται παράξενο,
κάπως έτσι έγιναν κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει μια
βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ την
τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ αστέρια – έγιναν
ένα …
Κι ύστερα βγήκε απ τον ουρανό τόξο τόσο
λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην
τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ τα σύννεφα…
Και πέρασε καιρός. Να τανε χρόνια, να
τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος
είναι άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψυθίρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστικα από το τρέξιμο. Θα θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες? Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.
- Για μένα είναι. Έπειτα το χω ξανακάνει. Λίγοι αντέχουν δεύτερη φορά. Ειναι επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω…
Αυτά είπε. Και με πολύ μεγάλη ευκολία, πήδηξε πάνω σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε…
- Μη φεύγεις,
φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι
είναι αστείο να τρέχω μόνο μου στον ουρανό…
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το
σκοτάδι, κι ίσως – δε σας τ ορκίζομαι – το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω
από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεε … ωωωωωωω… Είναι κανείς εδώ? Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιός θα μπορούσε να μου πει πως θα ξαναγυρίσω πίσω?
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανείς.
- Μου φαίνεται πως
τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι
μόνο μου για πάντα? Εεεεε …. ωωωωω…. Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ?
Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στ αυτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σαν να βγαινε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!
- Μου μίλησε κανείς? Τίποτα δε βλέπω.
- Ψιτ, εδώ δίπλα
στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό
βόλτα στο Γαλαξία. Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Εγώ μόνο μπορώ να σε
γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω απ τη γη., κι έτσι ύστερα
σιγά – σιγά θα κατεβούμε. Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι
ενέργεια μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε, θα πρέπει να
θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να
προχωράμε…
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω?
- Ξέρω κι εγώ? … το τρίχωμα σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι απ την καρδιά σου…
- Το τρίχωμα μου
και οι πατούσες μου είναι δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την
πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει…
- Εντάξει, παίρνω
τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καιώ την πρώτη… Μην πονάς πολύ.
Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά… Το σκιουράκι, μ
ένα πόδι, κοίταζε τη γη – τόσο μικρούλα – κι όμως του φάνηκε πως
διέκρινε στο δάσος τον ασβό του. Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι
αυτόν. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο.
- Παράξενο να
μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν αυτό το κάτι που τρέχεις
γύρω του. Κι όμως είναι άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το
φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ αυτό…
- Σσσσσς! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα… Καίω τη δεύτερη πατούσα. Κατεβαίνουμε …
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας
τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελλά, που όλα δείχνουν πως
δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να
μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθάρα, τα δέντρα, τα
πουλάκια, του ποτάμι και ξαφνικά…
Πλάτς! … Και μετά τίποτα…
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε
να συνέρχεται, πόναγε σ όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος
ήταν κοντά του και του βαζε οινόπνευμα κι ύστερα του φυσούσε τις πληγές
για να μην τσούζει, και του βαζε επιδέσμους και το χάιδευε….
- ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως είδε να σκύβει από πάνω του ένας
κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ αστεία μουσούδα, που
όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως
λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στα μάτια του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο
τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνομοσύνη δεν μπορούσε.
Κοιτάζονταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το
σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για
όλα….
- Μπορείς να μ αγαπάς?
Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δε μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για να σ αγαπήσω…
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ΄τη δική μου.
- Όμως ν αγαπηθούμε πα να πει να τρέχουμε μαζί – κι εγώ δεν έχω πόδια.
- Να τρέχουμε, έτσι
άσκοπα, γιατί? Ν αγαπηθούμε πα να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως
μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να μαστε οι δυό μας, και όχι πόσο
γρήγορα θα τρέξουμε, ούτε που θα πάμε…
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ
αγαπάς θα σου φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε
θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω
αγκαλιά και θα ναι πιο όμορφα, γιατί θ ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά
σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ
ή εσύ, θα είμαστε εμείς….
Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα – κι εγώ που να ξέρω?
Λένε πως τους είδανε να φεύγουν για την
Ανατολή, περπατώντας και οι δυο μετα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε… Ο
απόηχος απ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δέντρων.
- Λένε …
Πάντως ποτέ – μα ποτέ – κανείς δεν τους ξανάδε πια!
Λίλη Λαμπρέλλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου