Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Η όψη του μυστήριου..

.."Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε Ομορφιά. Την Ομορφιά που είναι μια οδός - η μόνη ίσως οδός προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει".. 






Ελύτης

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ!

Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία. Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος. Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα. Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια. Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών. Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες. Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις. Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία.

Όταν έρθει η τελευταία άνοιξις, ο κήπος μου θα 'ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους. Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια. Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς των στημόνες και θ' αναπνέω το άρωμά τους. 

  


Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ' άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περσότερο, θα θυμάμαι.

Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία. 


3879611


θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο. Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνησης, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα. Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη. 





Κάτω από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα.                        
Και ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας.
   

          Καρυωτάκης.

Κι αυτή η εναλλαγή μ' αρέσει....

Μέσα στο μαύρο φόντο, εικόνες ξεπηδάνε και χρώματα... στιγμούλες ζωντανές και χαμόγελα που λάμπουν και σπάνε τη μονοτονία του μαύρου... κάπως έτσι είναι και αυτή η σελίδα τελικά... δεν είναι τυχαία η επιλογή και ο σχεδιασμός! Στην αρχή δεν το συνειδητοποίησα, τώρα ξέρω. Ξέρω πως είναι αυτό που έγραψε ο Καζαντζάκης στην "Ασκητική" του..... Πως ερχόμαστε από μιαν άβυσσο και καταλήγουμε σε μιαν άβυσσο, το μεσοδιάστημα το λέμε ζωή. Κι όμως αρνούμαι να πιστέψω πως το μαύρο είναι η αρχή μας και το τέλος... Αρνούμαι κι ας έχω βάλει μαύρο φόντο.... το γέμισα με τρύπες χρωματιστές! Γεμάτες φως εικόνες. Κι έτσι όπως αναπηδώ από το ένα χρώμα στο άλλο λέω.... Ζω! Τι μαύρο, τι άσπρο... Ζω! κι αγαπώ όλα τα χρώματα το καθένα για αυτό που δίνει και εκπέμπει, γι' αυτό που κερδίζω και χάνω επιλέγοντας το χρώμα μου. Αν και είμαι της άποψης πως ακόμα και η χασούρα κέρδος είναι! Το μαύρο ναι είναι εκεί μα δε νικά! Το μαύρο είναι εκεί για να το πληγώνω με εικόνες και χρώματα.... Κι αυτή η εναλλαγή μ' αρέσει....

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

10 αποφάσεις για το νέο έτος!

Μια λίστα με 10 σημαντικές αποφάσεις που θα μπορούσατε να πάρετε για το νέο έτος, αλλά και για κάθε έτος που ακολουθεί.

1. Ξεκινήστε.

Tο συναίσθημα που μας διακατέχει όταν κάνουμε το πρώτο βήμα είναι πολύ πιο ευχάριστο από το συναίσθημα που έχουμε όταν παραμένουμε αδρανείς σκεφτόμενοι το πρώτο βήμα. Οπότε, σηκωθείτε και ξεκινήστε. Κάντε το πρώτο βήμα για το τρέχον έτος – έστω και αν πρόκειται για ένα μικρό βήμα προς τα εμπρός.
Η μεγαλύτερη ικανοποίηση που θα νιώσετε δεν θα είναι όταν τελειώσετε, αλλά μόλις συνειδητοποιήσετε ότι βρήκατε τη δύναμη να ξεκινήσετε. 




2. Δουλέψτε σκληρά για τα ουσιώδη.

Μην είστε απασχολημένοι, να είστε παραγωγικοί. Μην προβληματίζεστε για το χρόνο, αλλά για τα αποτελέσματά. Δώστε προτεραιότητα στα σημαντικά και ξεκινήστε με αυτά.
Και μην περιμένετε ότι θα είναι εύκολο να φτάσετε στο στόχο σας. Αν δεν ήταν δύσκολο, θα το είχατε ήδη πετύχει. Αυτά που αξίζουν την προσπάθεια, είναι συνήθως τα δύσκολα.

3. Ακολουθήστε τον δρόμο που χαράξατε.

Επιτυχημένη ζωή είναι αυτή στην οποία κατανοήσαμε και επιδιώξαμε τη δική μας πορεία, και όχι τα όνειρα των άλλων.
Θα πρέπει να κάνουμε ό, τι είναι σωστό για εμάς.  Κανείς άλλος δεν φοράει τα παπούτσια μας. Συνεχίστε να κινήστε προς τα εμπρός, πέρα από την αρνητική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κάντε ό, τι κάνετε, για εσάς.  Και αν συνειδητοποιήσετε ότι δεν είστε στο σωστό δρόμο, βρειτε τη δύναμη να ξεκινήσετε ξανά από την αρχή για μια νέα πορεία.  
 Photobucket
 

4. Βελτιώστε την αυτοπεποίθησή σας.

Πιστέψτε ότι μπορείτε. Πιστέψτε ότι είστε σε θέση να πάτε παραπέρα από όσο πήγατε μέχρι τώρα. Πιστέψτε ότι είστε αρκετά νέοι, αρκετά ώριμοι, αρκετά έξυπνοι και αρκετά δυνατοί για να πετύχετε τους στόχους σας. Μην επιτρέπετε λανθασμένες πεποιθήσεις να σας βάζουν εμπόδια. Και σίγουρα μην αποπροσανατολίζεστε από ανθρώπους γύρω σας που δεν είναι στο σωστό δρόμο.

5. Εστιάστε στις λύσεις.

Η ζωή πηγαίνει καλύτερα όταν επιλέγουμε και εμείς να συμβαίνει αυτό. Οι αρνητικοί άνθρωποι κάνουν πολύ θόρυβο σχετικά με το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα, ενώ οι θετικοί άνθρωποι λειτουργούν αθόρυβα και βελτιώνουν σταθερά τα πράγματα.
Πάντα υπάρχουν προβλήματα, πάντα υπάρχουν προκλήσεις, και πάντα υπάρχουν άνθρωποι πρόθυμοι να μετατρέψουν τις προκλήσεις και τα προβλήματα σε μεγάλες ευκαιρίες. Όσοι έχουν τη δύναμη, την αποφασιστικότητα και την πειθαρχία να το πράξουν, δημιουργούν μια καλύτερη ζωή για όλους. Προσπαθήστε να είστε ένας από αυτούς τους ανθρώπους.

6. Αποδεχτείτε τα πράγματα που δεν μπορείτε να αλλάξετε.

Εάν χρησιμοποιείτε αρνητική ενέργεια για να ωθήσετε κάτι μακριά σας, τότε είναι σαν να το καλείτε να παραμείνει.
Επιλέξτε να αποδεχθείτε την πραγματικότητα, να είστε θετικοί και δυναμικοί, δεν χρειάζεται να ελέγχετε κάθε μικρή λεπτομέρεια , και συνεχίστε με ηρεμία τη ζωή σας.

7. Αφήστε το παρελθόν εκεί όπου ανήκει.

Μην σκοντάψετε σε κάτι πίσω σας και μην χρησιμοποιείτε το παρελθόν ως δικαιολογία για να χάσετε το σήμερα. Δεν επουλώνονται οι πληγές του παρελθόντος, σκάβοντας βαθιά μέσα τους.
Η αποδοχή είναι το πικρό χάπι που πρέπει να πάρετε με γενναιότητα για να προχωρήσετε πέρα από τις στεναχώριες του χθες. Είναι μια επιλογή που πρέπει να κάνετε. Το παρελθόν υπαγορεύει το μέλλον, μόνο αν το επιτρέπετε.  


8. Εξισορροπείστε την εργασία με την απαραίτητη ξεκούραση.

Κάποιες φορές είναι καλύτερο να ξεκουράζεστε ώστε να μπορείτε μετά να δείτε με διαφορετική ματιά την εργασία σας. Όταν είστε καταπονημένοι ή εξουθενωμένοι από μία δουλειά, τότε είστε επιρρεπής σε λάθη και αυξάνετε τις πιθανότητες να μην καταφέρετε να βγάλετε το αποτέλεσμα που θέλετε.
Ο μυθιστοριογράφος Zadie Smith είπε κάποτε, «Όταν τελειώσετε το μυθιστόρημα σας, εφόσον τα χρήματα δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα και δεν χρειάζεται να ξεκινήσετε άμεσα τις πωλήσεις, βάλτε το σε ένα συρτάρι και  απομακρυνθείτε από αυτό. Το μυστικό για την αξιολόγηση της δουλειάς σας είναι απλό: θα πρέπει να γίνετε ο αναγνώστης του μυθιστορήματος και όχι ο συγγραφέας του. Παρόλο που ο  Smith αναφέρεται σε ένα μυθιστόρημα, εντούτοις είναι μια συμβουλή που όλοι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για οτιδήποτε εργαζόμαστε.

9. Δείξτε την αγάπη σας.

Δεν χρειάζεται να είστε τέλειος για να είστε τέλειος φίλος ή εραστής, αλλά η δέσμευση και η προσήλωση στις σχέσεις σας είναι απόλυτη ευθύνη σας. Οι σχέσεις διαρκούν για μια ζωή μόνο όταν και οι δύο άνθρωποι κάνουν την επιλογή να την διατηρήσουν, να αγωνιστούν για αυτήν, και να εργαστούν για αυτήν. Ούτε οι πράξεις αγάπης χρειάζεται να είναι υπερβολικές, το μόνο που χρειάζεται είναι να είναι αληθινές. Και η αληθινή αγάπη εμφανίζεται πάντα στις πράξεις, και όχι στα λόγια. 



10. Βοηθήστε ν” αλλάξει η ζωή κάποιου.

Δεν έχει σημασία πόσο τεράστιες φαίνονται να είναι οι προκλήσεις και τα προβλήματα, ή πόσο μικροί αισθάνεστε μερικές φορές. Μπορείτε να κάνετε τη διαφορά στον κόσμο. Οι πράξεις σας μπορούν να έχουν σημασία. Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των θετικών αλλαγών που έρχονται στη ζωή κάποιου, συμβαίνουν  μόνο και μόνο επειδή κάποιος άλλος νοιάζεται γι “αυτούς, πιστεύει σ” αυτούς, και τους παρακινεί. Γίνετε αυτός που θα αλλάξει προς τη θετική κατεύθυνση τη ζωή, έστω και μόνο ενός, άλλου ατόμου 
 123tagged.Com



.by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Όνειρα: Τα 12 βήματα!

Όταν ο Τζόζεφ Κάμπελ χρησιμοποίησε την έκφραση ‘ακολούθησε τις ευλογίες σου’, απηχούσε μία σκέψη που φαίνεται να ταιριάζει πολύ αυτό τον καιρό. Στον ‘Αλχημιστή’ αυτή η σκέψη αποκαλούνταν ‘προσωπικός μύθος’.
Ο Alan Cohen, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς και ομιλητές στην Αμερική, ασχολείται και με αυτό το θέμα.  Όταν ρωτά το κοινό στις διαλέξεις του αν είναι απογοητευμένο από τη δουλειά του, το 75% σηκώνει το χέρι του. Ο Cohen έχει δημιουργήσει ένα σύστημα που αποτελείται από 12 βήματα για να βοηθήσει τους ανθρώπους να ανακαλύψουν εκ νέου την ‘’ευλογία‘’ τους : 

░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░░█████████ ░░███████░░░░░░░░░░███▒▒▒▒▒▒▒▒███ ░░█▒▒▒▒▒▒█░░░░░░░███▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒███ ░░░█▒▒▒▒▒▒█░░░░██▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒██ ░░░░█▒▒▒▒▒█░░░██▒▒▒▒▒██▒▒▒▒▒▒██▒▒▒▒▒███ ░░░░░█▒▒▒█░░░█▒▒▒▒▒▒████▒▒▒▒████▒▒▒▒▒▒██ ░░░█████████████▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒██ ░░░█▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒█▒▒▒▒▒▒▒▒▒█▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒██ ░██▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒█▒▒▒██▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒██▒▒▒▒██ ██▒▒▒███████████▒▒▒▒▒██▒▒▒▒▒▒▒▒██▒▒▒▒▒██ █▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒█▒▒▒▒▒▒████████▒▒▒▒▒▒▒██ ██▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒█▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒██ ░█▒▒▒███████████▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒██ ░██▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒████▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒▒█ ░░███
1. Πες στον εαυτό σου την αλήθεια.
Σχεδίασε δύο στήλες σε ένα φύλλο χαρτιού. Στην αριστερή στήλη γράψε όλα αυτά που θα ήθελες να κάνεις. Στην άλλη στήλη γράψε όλα όσα κάνεις χωρίς κανέναν ενθουσιασμό. Γράψε σαν να μην πρόκειται να τα διαβάσει κανένας άλλος, και μην λογοκρίνεις τις απαντήσεις σου.
2. Ξεκίνα αργά, αλλά ξεκίνα.
Πήγαινε σ” ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο, ψάξε για ένα οικονομικό ταξίδι, πήγαινε να δεις την ταινία που αναβάλλεις συνεχώς, αγόρασε το βιβλίο που επιθυμείς να αγοράσεις. Να είσαι γενναιόδωρος με τον εαυτό σου και θα δεις ότι ακόμα και αυτά τα μικρά βήματα θα αισθανθείς πιο ζωντανός.
3.Σταμάτα αργά, αλλά σταμάτα.
Κάποια πράγματα καταναλώνουν όλη σου την ενέργεια. Πρέπει στ’ αλήθεια να πας στη συνεδρίαση της επιτροπής; Είναι αναγκαίο να βοηθήσεις αυτούς που δεν θέλουν να βοηθηθούν; Έχει το αφεντικό σου το δικαίωμα να απαιτεί να παρευρίσκεσαι όπου πηγαίνει και αυτός, πέρα από τις ωράριο της εργασίας σου; Όταν σταματήσεις να κάνεις αυτά που δεν ενδιαφέρεσαι να κάνεις, θα συνειδητοποιήσεις ότι μέχρι τώρα πίεζες περισσότερο τον εαυτό σου, από όσο   σου ζητούσαν πραγματικά οι άλλοι.
4. Ανακάλυψε τα μικρά σου ταλέντα.
Τι σου λένε οι φίλοι σου πως κάνεις καλά; Τι κάνεις με ευχαρίστηση ακόμα και αν δεν το κάνεις τέλεια; Αυτά τα μικρά κρυφά ταλέντα είναι προάγγελος των μεγάλων απόκρυφων ταλέντων σου. 



5. Ξεκίνα να επιλέγεις.
Αν κάτι σου δίνει ευχαρίστηση, μη διστάζεις. Αν αμφιβάλεις, κλείσε τα μάτια σου, φαντάσου ότι πήρες την απόφαση “Α” και δες όλα όσα πρόκειται να σου αποφέρει. Τώρα κάνε το ίδιο με την απόφαση “Β’. Η απόφαση που θα σε κάνει να αισθανθείς ότι συνδέεται περισσότερο με τη ζωή σου, είναι η σωστή-ακόμα και αν δεν είναι η πιο εύκολη.
6.Μη βασίζεις τις αποφάσεις σου στο οικονομικό όφελος.
Το κέρδος θα έρθει αν δουλέψεις πραγματικά με ενθουσιασμό. Το ίδιο βάζο, μπορεί να φτιαχτεί από έναν αγγειοπλάστη που αγαπά αυτό που κάνε, και από κάποιον άλλο που μισεί τη δουλειά του. Θα πουληθεί γρήγορα στην πρώτη περίπτωση, ενώ στη δεύτερη θα μείνει στο ράφι.
7. Ακολούθησε τη διαίσθηση σου.
Η πιο ενδιαφέρουσα δουλειά είναι αυτή που επιτρέπει στον εαυτό σου να είναι δημιουργικός. Ο Einstein είπε: “Δεν έφτασα στην κατανόηση του Σύμπαντος χρησιμοποιώντας απλώς τα μαθηματικά’. Ο Descartes, ο πατέρας της λογικής ανέπτυξε τη μέθοδο του βασιζόμενος στο όνειρο που είχε. 


  

8. Μη φοβάσαι ν’ αλλάξεις γνώμη.
Αν απέρριψες μια ιδέα και αυτό σε ενοχλεί, σκέψου ξανά αυτό που επέλεξες. Μην αγωνίζεσαι ενάντια σε αυτό που σε ευχαριστεί.
9. Μάθε πώς να ξεκουράζεσαι.
Μία μέρα την εβδομάδα χωρίς να σκέφτεσαι τη δουλειά, επιτρέπει στο υποσυνείδητό σου να σε βοηθήσει.
10. Άφησε τα πράγματα να σε οδηγήσουν σε ένα πιο χαρούμενο μονοπάτι.
Αν αγωνίζεσαι πάρα πολύ για κάτι χωρίς να έχεις κάποιο αποτέλεσμα, να είσαι πιο ευέλικτος και να ακολουθείς τους δρόμους που σου ανοίγει η ζωή. Αυτό δε σημαίνει ότι εγκαταλείπεις τον αγώνα, ότι γίνεσαι τεμπέλης ή ότι αφήνεις τα πράγματα στα χέρια άλλων. Σημαίνει ότι καταλαβαίνεις πως η δουλειά που γίνεται με αγάπη φέρνει δύναμη, και ποτέ απελπισία. 

  (538x596, 84Kb)


11. Διάβασε τα σημάδια.
Είναι μια προσωπική “γλώσσα’. Να ακούς τη διαίσθηση που έχεις κάθε στιγμή. Ακόμα και αν τα σημάδια δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που σχεδίαζες, ακολούθησε τα. Μερικές φορές μπορεί να πάρεις τη λάθος διαδρομή, αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μάθεις αυτή την καινούρια γλώσσα.
12.Τέλος, ρίσκαρε!
Οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει τον κόσμο, χάραξαν το δρόμο τους μέσα από πράξεις πίστης. Πίστεψε στη δύναμη των ονείρων σου. Ο Θεός είναι δίκαιος. Δεν θα έβαζε στην καρδιά σου μια επιθυμία που δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.
  coelho  Paulo 
 

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

είπαν.....

Photobucket
Η Φύση είναι ένα βιβλίο που είναι μονίμως ανοιχτό, και ο άνεμος γυρίζει τις σελίδες του. Christian Bobin, 1951-, Γάλλος συγγραφέας
Photobucket

Είπαν....

''Να μάθεις να αναγνωρίζεις τα αγριολούλουδα, τα πουλιά και τα δέντρα του τόπου σου.'' 
 H. Jackson Brown, Jr., Αμερικανός συγγραφέας αυτοβοήθειας
Photobucket

“Το να είσαι χαμένος, είναι νοητικό θέμα και όχι θέμα τοποθεσίας”

Photobucket

Αγαπημένες εικόνες !!!!!!!!!!

PhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucket

Zωντανές φωτογραφίες απο ζώα κ υδρόβια της φύσης!

PhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucketPhotobucket

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Ο ξένος(Διδακτικές ιστορίες κ μύθοι......)

Μια μέρα ήρθε ένας ξένος στο χωριό. Στάθηκε στην πλατεία και ξετύ
λιξε ένα πανό  Έγραφε “Κοινωνική Κουζίνα – Ο Άλλος Άνθρωπος”. Έστρωσε ένα τσουκάλι στη φωτιά κι έπιασε να μαγειρεύει.

-Τι είναι τούτο πάλι; Ποιός είναι αυτός;
-Δωρεάν φαγητό για όλους λέει;
-Ναι, εμείς δεν έχουμε κανέναν που να πεινάει.
-Και τι με νοιάζει εμένα, η σύνταξη να πέφτει.
-Δίκιο έχεις. Να μπαίνει ευρώ στην πανταλόνα.
-Τι παριστάνει ετούτος δηλαδή; Θ’ αλλάξει τον κόσμο;
-Έλα ντε.
Πετάχτηκε κι ο παπάς:
-Ρε τούτος θα μας πάρει τη δουλειά. Κι εμείς τι κάνουμε εδώ;
Κι ένας πολιτευτής συμφώνησε:
-Ετούτος και κάποιοι άλλοι σαν και δαύτονε θα μας χαλάσουν το μαγαζί. Τόσα χρόνια δηλαδή εμείς τι κάνουμε;
-Κάτι λέει για Αλληλεγγύη.
-Τι λέξη είν’ αυτή;
-Δεν ξέρω. Στο σχολειό μάθαμε να τηράμε μια το πίνακα και μια το βιβλίο. Τι γινότανε δίπλα ούτε που θυμάμαι.
Τότε πήρε το λόγο ο παππούς:
-Η Αλληλεγγύη υπήρχε τα παλιά χρόνια, δεν τη προλάβατε εσείς.
-Και πως ήτανε τότες;
-Τότες οι αυλές ήσαντε ανοιχτές. Ούλοι μια γειτονιά. Δεν υπήρχαν σιδεριές και συναγερμοί. Και τα σκυλιά ήσαντε και φίλοι όχι μόνο φύλακες. Όποιος είχε κάτι το μοιραζότανε, κι όποιος δεν είχε το μοιραζότανε κι αυτός. Γλεντάγαμε μαζί, κλαίγαμε μαζί, γελάγαμε μαζί και στο τέλος της ημέρας ο λογαριασμός ήταν ίδιος για όλους.
-Δηλαδη;
-Δηλαδή να…Η χαρά πολλαπλασιαζότανε γιατί την μοιραζόμασταν. Δεν χανότανε στο μοίρασμα, μ’ ένα περίεργο τρόπο αυγάταινε. Και η λύπη λιγόστευε. Όσο πιο πολλοί την κουβαλούσαμε αλάφραινε.
-Είναι πολλά τα χρόνια που’ φυγε αυτή η, πως την είπες, Αλληλεγγύη;
-Είναι. Από τότε που’ ρθε το χρήμα κι η ανάπτυξη. Το χρήμα έφερε τη μοναξιά.
-Μα γίνεται αυτό; Άμα δεν έχω μισθό πως θα ζήσω;
-Αμ γίνεται. Με το χρήμα αλλάζει το βλέμμα σου. Δεν βλέπεις δίπλα σου. Η ματιά σου φτάνει στο ύψος του μισθού σου και στο βάθος της τσέπης σου. Παραδίπλα τίποτα. Δε φταίς εσύ, η ανάγκη βλέπεις. Αλλά δεν μάθατε κι αλλιώς. Από μικρά σας ζέψανε στο ζυγό της οικονομίας. Όλα τα μετράμε με βάση τις ανάγκες μας. Παραπέρα τίποτα. Δεν προφταίνουμε. Να, κοιτάτε την πλατεία.
-Πω, πω!!!
Η πλατεία είχε γεμίσει από ανθρώπους που καθόντουσαν κι έτρωγαν σιωπηλοί.
-Που ήταν όλοι αυτοί κρυμμένοι;
-Αυτοί ήταν κρυμμένοι ή εσύ;
Μόλις απόσωσε ο “Άλλος Άνθρωπος” μάζεψε το τσουκάλι του και τις κουτάλες και τα φόρτωσε στο γαϊδουράκι του.
-Πως ήξερες ότι υπάρχουν πεινασμένοι στο χωριό μας;
-Δεν το’ ξερα γι’ αυτό ήρθα. Εύχομαι να μην ξανάρθω.
-Καλά κι όλοι αυτοί πως το’ ξερες ότι θα’ ρθουνε;
-Η μοναξιά φέρνει την πείνα. Άμα έχεις παρέα δεν πεινάς, δε μ’ έχεις ανάγκη. Η τροφή κρύβεται μέσα στη συντροφιά. Τι άλλο να σου πω;
-Και δε ζητάς τίποτα;
-Τίποτα.
Τούτα είπε μοναχά κι έφυγε. Κοιτούσανε τον “Άλλο Άνθρωπο” που ξεμάκραινε μέχρι που έγινε ένα με τον ορίζοντα. Τότε κάποιος αναρωτήθηκε:
-Δεν ρωτήσαμε ούτε τ’ όνομά του.
-Θα τον θυμόμαστε σαν ξένο.
Κι ένας άλλος πάλι μονολογούσε:
Της μοναξιάς τα βήματα
βαριά, δεν τα σηκώνω
κι εσύ μπορείς και προχωράς
μ’ ένα τσουκάλι μόνο…
_______
  Πηγή: torafeio.wordpress.com

Ἀντρέι Πλατόνωφ – Τὸ ἄγνωστο λουλούδι (Πα­ρα­μύ­θι βα­σι­σμέ­νο σὲ πραγ­μα­τι­κὰ γε­γο­νό­τα)

Zούσε κάποτε στὸν κό­σμο ἕ­να μι­κρὸ λου­λού­δι. Κα­νεὶς δὲν γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ὑ­πῆρ­χε στὴ γῆ. Εἶ­χε με­γα­λώ­σει μο­νά­χο του, σ’ ἕ­να ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Οἱ ἀ­γε­λά­δες καὶ οἱ κα­τσί­κες δὲν σύ­χνα­ζαν ἐ­κεῖ, καὶ τὰ παι­διὰ ἀ­πὸ τὴν κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νι­έ­ρων πο­τέ τους δὲν ἔ­παι­ζαν στὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο. Στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο κα­νέ­να χορ­τά­ρι δὲν φύ­τρω­νε· μό­νο με­ρι­κὲς ξε­χα­σμέ­νες, γκρί­ζες πέ­τρες ἦ­ταν σπαρ­μέ­νες ἐ­κεῖ, κι ἀ­νά­με­σά τους ἕ­νας ξε­ρὸς καὶ ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νος πη­λός. Μο­νά­χα ὁ ἄ­νε­μος σερ­γι­ά­νι­ζε στὸ ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Σὰν ἕ­νας γε­ρο-σπο­ρέ­ας, κου­βα­λοῦ­σε σπό­ρους καὶ τοὺς ἔ­σπερ­νε παν­τοῦ – τό­σο στὸ μαῦ­ρο, νο­τι­σμέ­νο χῶ­μα, ὅ­σο καὶ στὸ γυ­μνὸ καὶ πε­τρῶ­δες ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο οἰ­κό­πε­δο. Στὸ μαῦ­ρο καὶ εὔ­φο­ρο χῶ­μα οἱ σπό­ροι ἔ­δι­ναν λου­λού­δια καὶ χορ­τά­ρια, ὅ­μως στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λὸ πέ­θαι­ναν. 



       Μιὰ φο­ρὰ ἔ­πε­σε ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα ἕ­νας μι­κρὸς σπό­ρος, βρί­σκον­τας προ­στα­σί­α μέ­σα σ’ ἕ­ναν μι­κρὸ λάκ­κο, ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ τὸν πη­λό.
       Τὸ σπο­ρά­κι αὐ­τὸ βα­σα­νί­στη­κε γιὰ πο­λύ, κι ἔ­πει­τα μού­σκε­ψε μέ­σα στὴν πά­χνη, ἄ­νοι­ξε στὰ δύ­ο, ἀ­φέ­θη­καν ἀ­πὸ μέ­σα του λε­πτὲς τρι­χοῦ­λες ἀ­πὸ ρί­ζες, καὶ μ΄ αὐ­τὲς τρύ­πη­σε τὴν πέ­τρα καὶ τὸν πη­λὸ καὶ ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­να­πτύσ­σε­ται.
       Ἔ­τσι ἄρ­χι­σε νὰ ζεῖ στὸν κό­σμο τὸ μι­κρὸ ἐ­κεῖ­νο λου­λού­δι. Δὲν εἶ­χε τί­πο­τα γιὰ νὰ τρα­φεῖ στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λό. Οἱ στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς, ποὺ ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό, ἔ­φτα­ναν στὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ἐ­δά­φους, δί­χως νὰ εἰ­σχω­ρή­σουν μέ­χρι τὶς ρί­ζες του, ὅ­μως τὸ λου­λού­δι ζοῦ­σε καὶ με­γά­λω­νε καὶ γι­νό­ταν σι­γὰ-σι­γὰ ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ψη­λό. Τὸ λου­λου­δά­κι ὕ­ψω­νε τὰ φύλ­λα του ἐ­νάν­τια στὸν ἄ­νε­μο, καὶ ὁ ἄ­νε­μος κό­πα­ζε δί­πλα του. Ἀ­πὸ τὸν ἄ­νε­μο ἔ­πε­φταν στὸν πη­λὸ κόκ­κοι σκό­νης, κου­βα­λη­μέ­νοι ἀ­πὸ τὸ φύ­ση­μά του, μα­ζὶ μὲ εὔ­φο­ρο, μαῦ­ρο χῶ­μα. Σ’ ἐ­κεί­νους τοὺς κόκ­κους σκό­νης ὑ­πῆρ­χε τρο­φὴ γιὰ τὸ λου­λού­δι, ὡ­στό­σο οἱ κόκ­κοι ἦ­ταν ξε­ροί. Τὸ λου­λού­δι, γιὰ νὰ τοὺς μου­σκέ­ψει, ἔ­στη­νε καρ­τέ­ρι ὅ­λη τὴ νύ­χτα στὴ δρο­σιὰ καὶ τὴ μά­ζευε, στα­γό­να-στα­γό­να, στὰ φύλ­λα του. Καὶ ὅ­ταν τὰ φύλ­λα βά­ραι­ναν ἀ­πὸ τὴ δρο­σιά, τὸ λου­λού­δι τὰ χα­μή­λω­νε καὶ ἡ δρο­σιὰ ἔ­πε­φτε κά­τω, νο­τί­ζον­τας τοὺς μαύ­ρους κόκ­κους τῆς σκό­νης, τοὺς φερ­μέ­νους ἀ­πὸ τὸν ἄ­νε­μο, δι­α­βρώ­νον­τας μα­ζὶ καὶ τὸν ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νο πη­λό.
       Τὴν ἡ­μέ­ρα τὸ λου­λού­δι ἔ­στη­νε ἐ­νέ­δρα στὸν ἄ­νε­μο καὶ τὸ βρά­δυ στὴ δρο­σιά. Μο­χθοῦ­σε νυ­χθη­με­ρὸν γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ μὴν πε­θά­νει. Ἀ­νά­στη­σε με­γά­λα τα φύλ­λα του, ὥ­στε νὰ μπο­ροῦν νὰ συγ­κρα­τοῦν τὸν ἄ­νε­μο καὶ νὰ συλ­λέ­γουν τὴ δρο­σιά. Ὅ­μως ἦ­ταν δύ­σκο­λο γιὰ τὸ λου­λού­δι νὰ τρέ­φε­ται μό­νο ἀ­πὸ τοὺς κόκ­κους τῆς σκό­νης, ποὺ ἔ­πε­φταν μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ ἀ­νέ­μου, κι ἀ­κό­μα νὰ μα­ζεύ­ει γι’ αὐ­τοὺς τὴ δρο­σιά. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, ἔ­πρε­πε νὰ ζή­σει, καὶ ὑ­περ­νι­κοῦ­σε μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς ὑ­πο­μο­νῆς τὸν πό­νο του ἀ­πὸ τὴν πεί­να καὶ τὴν κού­ρα­ση. Τὸ λου­λού­δι μό­νο μιὰ φο­ρὰ στὴ διά­ρκεια τοῦ εἰ­κο­σι­τε­τρα­ώ­ρου χαι­ρό­ταν: ὅ­ταν ἡ πρώ­τη ἀ­κτί­να τοῦ πρω­ι­νοῦ ἥ­λιου ἄγ­γι­ζε τὰ ἀ­πο­κα­μω­μέ­να φύλ­λα του. 


       Ἐ­ὰν ὅ­μως ὁ ἄ­νε­μος ἔ­κα­νε πο­λὺ και­ρὸ νὰ ἐ­πι­σκε­φθεῖ τὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, τό­τε τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι αἰ­σθα­νό­ταν ἄ­σχη­μα, καὶ δὲν τοῦ ἀρ­κοῦ­σαν οἱ δυ­νά­μεις του γιὰ νὰ ζή­σει καὶ νὰ με­γα­λώ­σει.
       Ὅ­μως τὸ λου­λού­δι δὲν ἤ­θε­λε νὰ ζεῖ μέ­σα στὴ λύ­πη. Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν τὰ πράγ­μα­τα γιὰ ‘κεῖ­νο γί­νον­ταν ὁ­λό­τε­λα θλι­βε­ρά, λα­γο­κοι­μό­ταν. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, πά­σχι­ζε συ­νε­χῶς ν’ ἀ­να­πτυ­χθεῖ, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν οἱ ρί­ζες του τρα­γά­νι­ζαν τὶς γυ­μνὲς πέ­τρες καὶ τὸν ξε­ρὸ πη­λό. Ὅ­ταν συ­νέ­βαι­νε αὐ­τό, τὰ φύλ­λα του δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ τρα­φοῦν κα­νο­νι­κὰ καὶ κι­τρί­νι­ζαν: ἕ­να νευ­ρά­κι τους γι­νό­ταν μπλά­βο, ἕ­να ἄλ­λο κόκ­κι­νο, κά­ποι­ο τρί­το ἔ­παιρ­νε ἕ­να γα­λά­ζιο ἢ χρυ­σα­φὶ χρῶ­μα. Κι ὅ­λα αὐ­τὰ ἐ­πει­δὴ ἔ­λει­πε ἀ­π’ τὸ λου­λού­δι ἡ τρο­φή, καὶ τὸ μαρ­τύ­ριό του ἐκ­δη­λω­νό­ταν στὰ φύλ­λα μὲ δι­ά­φο­ρα χρώ­μα­τα. Τὸ ἴ­διο τὸ λου­λού­δι, ὡ­στό­σο, δὲν τὸ γνώ­ρι­ζε αὐ­τό: βλέ­πε­τε, ἦ­ταν τυ­φλὸ καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του· νὰ δεῖ πῶς στ’ ἀ­λή­θεια ἦ­ταν.
       Στὰ μέ­σα τοῦ κα­λο­και­ριοῦ ἡ στε­φά­νη τοῦ λου­λου­διοῦ ἄν­θι­σε. Μέ­χρι τό­τε ἔ­μοια­ζε μὲ χορ­τα­ρά­κι, ἐ­νῶ τώ­ρα εἶ­χε γί­νει πραγ­μα­τι­κὸ λου­λού­δι. Ἡ στε­φά­νη ἀ­πο­τε­λοῦν­ταν ἀ­πὸ πέ­τα­λα ποὺ εἶ­χαν ἕ­να ἁ­πλό, φω­τει­νὸ χρῶ­μα, δια­υγὲς καὶ ἔν­το­νο, ὅ­πως τὸ χρῶ­μα ἑ­νὸς ἀ­στε­ριοῦ. Καί, ὅ­πως ἕ­να ἀ­στέ­ρι, τὸ λου­λού­δι λαμ­πύ­ρι­ζε μὲ ζω­η­ρὴ φλό­γα καὶ ἦ­ταν ὁ­ρα­τὸ ἀ­κό­μα καὶ στὴ σκο­τει­νὴ νύ­χτα. Ὅ­ταν ὁ ἄ­νε­μος ἐρ­χό­ταν στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, ἄγ­γι­ζε πάν­το­τε τὸ λου­λού­δι καὶ ἔ­παιρ­νε μα­ζί του τὸ ἄ­ρω­μά του.
       Καὶ νά ποὺ ἕ­να πρω­ι­νὸ ἔ­φτα­σε δί­πλα σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ οἰ­κό­πε­δο ἕ­να κο­ρι­τσά­κι, ἡ Ντά­σα. Ζοῦ­σε μὲ τὶς φι­λε­νά­δες της στὴν κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νιέ­ρων, καὶ ἐ­κεῖ­νο τὸ πρω­ὶ ξύ­πνη­σε ἔ­χον­τας ἐ­πι­θυ­μή­σει τὴ μη­τέ­ρα της. Τῆς εἶ­χε γρά­ψει ἕ­να γράμ­μα καὶ τὸ πή­γαι­νε στὸν σταθ­μό, γιὰ νὰ φύ­γει ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ γρή­γο­ρα. Στὸν δρό­μο ἡ Ντά­σα φι­λοῦ­σε τὸν φά­κε­λο μὲ τὸ γράμ­μα καὶ τὸν ζή­λευ­ε ποὺ αὐ­τὸς θὰ ἔ­βλε­πε τὴ μη­τέ­ρα της νω­ρί­τε­ρα ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­κεί­νη. 


       Στὴν ἄ­κρη τοῦ ἔ­ρη­μου οἰ­κο­πέ­δου ἡ Ντά­σα αἰ­σθάν­θη­κε μιὰν εὐ­ω­διά. Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ ὁ­λό­γυ­ρα. Κα­νέ­να λου­λού­δι δὲν ὑ­πῆρ­χε κον­τά, μό­νο λί­γο χορ­τα­ρά­κι εἶ­χε φυ­τρώ­σει στὸ μο­νο­πά­τι καὶ τὸ οἰ­κό­πε­δο ἦ­ταν τε­λεί­ως γυ­μνό. Ὅ­μως ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­πνε­ε ἀ­πὸ τὸ οἰ­κό­πε­δο με­τα­φέ­ρον­τας ἀ­πὸ ‘κεῖ μιὰν ἀ­νά­λα­φρη μυ­ρω­διά, σὰν φω­νὴ ποὺ προ­σκα­λοῦ­σε, τὴ φω­νὴ μιᾶς ἄ­ση­μης καὶ ἄ­γνω­στης ζω­ῆς. Ἡ Ντά­σα θυ­μή­θη­κε ἕ­να πα­ρα­μύ­θι, ποὺ τῆς εἶ­χε δι­η­γη­θεῖ ἐ­δῶ καὶ και­ρὸ ἡ μη­τέ­ρα της. Τῆς εἶ­χε μι­λή­σει γιὰ ἕ­να τρι­αν­τά­φυλ­λο, ποὺ συ­νε­χῶς θλι­βό­ταν γιὰ τὴ μη­τέ­ρα του, ὅ­μως δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κλά­ψει καὶ μό­νο μὲ τὴν εὐ­ω­διὰ περ­νοῦ­σε ἡ θλί­ψη του. «Ἴ­σως ἐ­κεῖ­νο τὸ λου­λού­δι νὰ ἐ­πι­θυ­μεῖ στὸ πα­ρα­μύ­θι τὴ μη­τέ­ρα του, ὅ­πως ἐ­γώ», σκέ­φτη­κε ἡ Ντά­σα.
       Πῆ­γε στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο καὶ ἀν­τί­κρι­σε, κον­τὰ σὲ μιὰ πέ­τρα, ἐ­κεῖ­νο τὸ λου­λου­δά­κι. Ἡ Ντά­σα πο­τὲ ὣς τώ­ρα δὲν εἶ­χε δεῖ πα­ρό­μοι­ο λου­λού­δι – οὔ­τε σὲ χω­ρά­φι, οὔ­τε στὸ δά­σος, οὔ­τε στὶς εἰ­κό­νες τῶν βι­βλί­ων, οὔ­τε στὸν Βο­τα­νι­κὸ Κῆ­πο, που­θε­νά. Κά­θι­σε στὸ χῶ­μα, δί­πλα στὸ λου­λού­δι, καὶ τὸ ρώ­τη­σε:
       — Για­τί εἶ­σαι ἔ­τσι;
       — Δὲν ξέ­ρω, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι.
       — Καὶ για­τί δὲν μοιά­ζεις μὲ τ’ ἄλ­λα λου­λού­δια;
       Τὸ λου­λού­δι καὶ πά­λι δὲν ἤ­ξε­ρε τί νὰ πεῖ. Ὅ­μως ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἄ­κου­γε ἀ­πὸ τό­σο κον­τὰ τὴ φω­νὴ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που, ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ κά­ποι­ος τὸ κοι­τοῦ­σε, καὶ γι’ αὐ­τὸ δὲν ἤ­θε­λε νὰ προ­σβά­λει τὴν Ντά­σα μὲ τὴ σι­ω­πή του.
       — Δι­ό­τι περ­νά­ω δύ­σκο­λα, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι.
       — Καὶ πῶς σὲ λέ­νε; ρώ­τη­σε ἡ Ντά­σα.
       — Κα­νεὶς δὲν μὲ φω­νά­ζει μὲ κά­ποι­ο ὄ­νο­μα, εἶ­πε τὸ λου­λου­δά­κι, ζῶ μο­νά­χο μου.
       Ἡ Ντά­σα κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρά το ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο.
       — Ἐ­δῶ ἔ­χει πέ­τρες, ἐ­δῶ ἔ­χει πη­λό! εἶ­πε. – Πῶς καὶ ζεῖς μο­να­χό σου, πῶς φύ­τρω­σες μέ­σα ἀ­πὸ τὸν πη­λὸ καὶ δὲν πέ­θα­νες, ἔ­τσι μι­κρὸ ποὺ εἶ­σαι;
       — Δὲν ξέ­ρω, ἀ­πάν­τη­σε τὸ λου­λού­δι.
       Ἡ Ντά­σα ἔ­σκυ­ψε στὸ λου­λού­δι καὶ τὸ φί­λη­σε στὸ φεγ­γε­ρό του κε­φα­λά­κι.
       Τὴν ἑ­πο­μέ­νη, ὅ­λοι οἱ πι­ο­νιέ­ροι ἦρ­θαν νὰ ἐ­πι­σκε­φθοῦν τὸ λου­λου­δά­κι. Τοὺς εἶ­χε φέ­ρει ἡ Ντά­σα. Πο­λὺ πρὶν φτά­σουν στὸ οἰ­κό­πε­δο, τοὺς πρό­στα­ξε νὰ πά­ρουν μιὰν εἰ­σπνο­ὴ καὶ τοὺς εἶ­πε:
       —Ἀ­κοῦ­τε πό­σο ὄ­μορ­φα μυ­ρί­ζει;* Ἔ­τσι ἀ­να­σαί­νει αὐ­τό.
       Οἱ πι­ο­νι­έ­ροι στέ­κον­ταν γιὰ πο­λὺ ὥ­ρα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λου­λου­δά­κι καὶ τὸ κα­μά­ρω­ναν, σὰν νά ’­ταν ἥ­ρω­ας. Ἔ­πει­τα, ἔ­φε­ραν ἕ­να γύ­ρο ὅ­λο το ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο, τὸ μέ­τρη­σαν μὲ τὰ βή­μα­τά τους καὶ ὑ­πο­λό­γι­σαν πό­σα κα­ρό­τσια κο­πριὰ καὶ τέ­φρα ἔ­πρε­πε νὰ φέ­ρουν γιὰ νὰ λι­πά­νουν τὸν ἀ­πο­νε­κρω­μέ­νο πη­λό.
       Ἤ­θε­λαν νὰ γί­νει τὸ χῶ­μα στὸ οἰ­κό­πε­δο γό­νι­μο. Τό­τε καὶ τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι, μὲ τὸ ἄ­γνω­στο ὄ­νο­μα, θὰ μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­να­παυ­θεῖ, καὶ ἀ­πὸ τοὺς σπό­ρους του θὰ με­γά­λω­ναν, δί­χως νὰ χα­θοῦν, πα­νέ­μορ­φα παι­διά, τὰ πιὸ κα­λὰ λου­λού­δια, ποὺ θὰ ἔ­λαμ­παν ἀ­πὸ φῶς καὶ ποὺ ὅ­μοι­ά τους δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χαν που­θε­νά.
       Ἐ­πὶ τέσ­σε­ρις ἡ­μέ­ρες δού­λευ­αν οἱ πι­ο­νι­έ­ροι, λι­παί­νον­τας τὸ χῶ­μα στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο. Ἔ­πει­τα, μό­λις τε­λεί­ω­σαν, ξε­κί­νη­σαν τὸ τα­ξί­δι τους γιὰ ἄλ­λους ἀ­γρούς, γιὰ ἄλ­λα δά­ση, καὶ πλέ­ον στὸ ἔ­ρη­μο οἰ­κό­πε­δο δὲν ξα­να­φά­νη­καν.
Μό­νο ἡ Ντά­σα ἦρ­θε μιὰ φο­ρά, γιὰ ν’ ἀ­πο­χαι­ρε­τή­σει τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι. Τὸ κα­λο­καί­ρι ἔ­φτα­νε ἤ­δη πρὸς τὸ τέ­λος του καὶ οἱ πι­ο­νι­έ­ροι ἔ­πρε­πε ν’ ἀ­να­χω­ρή­σουν γιὰ τὰ σπί­τια τους. Ὅ­πως καὶ ἔ­γι­νε.
       Τὸ ἑ­πό­με­νο κα­λο­καί­ρι ἡ Ντά­σα ἦρ­θε πά­λι στὴν ἴ­δια κα­τα­σκή­νω­ση τῶν πι­ο­νι­έ­ρων. Κα­θ’ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τοῦ μα­κροῦ χει­μώ­να, θυ­μό­ταν τὸ μι­κρὸ λου­λού­δι μὲ τὸ ἄ­γνω­στο ὄ­νο­μα. Καὶ πῆ­γε ἀ­μέ­σως στὸ οἰ­κό­πε­δο νὰ τὸ ἐ­πι­σκε­φθεῖ.
       Ἡ Ντά­σα εἶ­δε ὅ­τι τὸ οἰ­κό­πε­δο εἶ­χε τώ­ρα ἀλ­λά­ξει: τώ­ρα ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­νο μὲ χορ­τά­ρι καὶ λου­λού­δια, κι ἀ­πὸ πά­νω του πε­τοῦ­σαν που­λιὰ καὶ πε­τα­λοῦ­δες. Ἀ­πὸ τὰ λου­λού­δια ἀ­να­δι­δό­ταν μιὰ εὐ­ω­διά, ὅ­μοι­α μ’ ἐ­κεί­νη τοῦ μι­κροῦ λου­λου­διοῦ-βι­ο­πα­λαι­στῆ.
       Ὡ­στό­σο, τὸ περ­σι­νὸ λου­λού­δι, αὐ­τὸ ποὺ ζοῦ­σε ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες καὶ στὸν πη­λό, δὲν ὑ­πῆρ­χε πιά. Πέ­θα­νε μᾶλ­λον τὸ πε­ρα­σμέ­νο φθι­νό­πω­ρο. Τὰ και­νούρ­για λου­λού­δια ἦ­ταν ἐ­πί­σης ὄ­μορ­φα, λι­γό­τε­ρο ὄ­μορ­φα ὅ­μως ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­κεῖ­νο, τὸ πρῶ­το λου­λού­δι. Ἡ Ντά­σα ἔ­πε­σε σὲ θλί­ψη, ἐ­πει­δὴ δὲν ὑ­πῆρ­χε πλέ­ον τὸ ἀλ­λο­τι­νὸ λου­λού­δι. Ἐ­νῶ εἶ­χε πά­ρει τὸν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, ξαφ­νι­κὰ στα­μά­τη­σε. Ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ πέ­τρες, φύ­τρω­νε στρι­μωγ­μέ­νο ἕ­να νέ­ο λου­λού­δι – ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­λιό, μό­νο ἐ­λα­φρῶς κα­λύ­τε­ρο καὶ ἀ­κό­μα πιὸ ὄ­μορ­φο. Τὸ λου­λού­δι τοῦ­το με­γά­λω­νε ἀ­νά­με­σα στὶς πέ­τρες, ποὺ τοῦ δυ­σκό­λευ­αν τὴ ζω­ή. Ἦ­ταν ζω­η­ρὸ καὶ καρ­τε­ρι­κό, ὅ­πως ὁ πα­τέ­ρας του, καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο δυ­να­τὸ ἀ­π’ τὸν πα­τέ­ρα του, ἐ­πει­δὴ ζοῦ­σε στὶς πέ­τρες.
       Στὴν Ντά­σα φά­νη­κε ὅ­τι τὸ λου­λού­δι τεν­τω­νό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος της, ὅ­τι τὴν κα­λοῦ­σε κον­τά του μὲ τὴ σι­ω­πη­λὴ φω­νὴ τῆς εὐ­ω­διᾶς του.
              1950
 * Ση­μεί­ω­ση τοῦ με­τα­φρα­στῆ: Ἐ­δῶ ὁ Πλα­τό­νωφ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴν ἔκ­φρα­ση ποὺ ἀ­παν­τᾶ στὴν Κρή­τη καὶ σὲ ὁ­ρι­σμέ­να ἄλ­λα μέ­ρη τῆς Ἑλ­λά­δας, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α τὴ μυ­ρω­διὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ τὴν ἀ­κού­σει.
Πη­γή: Некоммерческая электронная библиотека «I­m­W­e­r­d­en».
 Ἀν­τρέ­ι Πλα­τό­νωφ (Андрей Платонов) (Βο­ρό­νι­εζ, 28 Αὐ­γού­στου 1899 – Μό­σχα, 5 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1951). Ρῶ­σος καὶ Σο­βι­ε­τι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πλέ­ον πρω­τό­τυ­πους σὲ ὕ­φος καὶ γλώσ­σα λο­γο­τέ­χνες κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ πρώ­του μι­σοῦ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Τὸ πραγ­μα­τι­κό του ὄ­νο­μα ἦ­ταν Ἀν­τρέ­ι Πλα­τό­νο­βιτς Κλι­μιέν­τωφ. Ἀ­πὸ τὰ πιὸ γνω­στά του ἔρ­γα εἶ­ναι τὸ «Τσε­βεν­γκούρ» καὶ ὁ «Λάκ­κος». Τὸ λο­γο­τε­χνι­κό του ἰ­δί­ω­μα, ἕ­νας συν­δυα­σμὸς χρι­στι­α­νι­κοῦ συμ­βο­λι­σμοῦ, γλώσ­σας τῶν χω­ρι­κῶν, φι­λο­σο­φι­κοῦ λό­γου καὶ πο­λι­τι­κῆς ὁ­ρο­λο­γί­ας, δη­μι­ουρ­γεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ ἀ­κα­τα­νό­η­του καί, συ­νο­δευ­ό­με­νο ἀ­πὸ τὴ χρή­ση φαν­τα­στι­κῶν στοι­χεί­ων στὴ συγ­γρα­φι­κὴ πλο­κή, μοιά­ζει σχε­δὸν ἀ­με­τά­φρα­στο σὲ ἄλ­λη γλώσ­σα. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, οἱ με­τα­φρα­στὲς τοῦ Πλα­τό­νωφ ἀ­πο­λο­γοῦν­ται συ­νή­θως καὶ ζη­τοῦν συγ­γνώ­μη στὶς εἰ­σα­γω­γὲς τῶν με­τα­φρά­σε­ών τους, ἕ­νε­κα τοῦ πα­ρά­ξε­νου τρό­που ποὺ μοιά­ζει νὰ ἀ­πο­δί­δε­ται τὸ ρω­σι­κὸ πρω­τό­τυ­πο στὴ γλώσ­σα-στό­χο. Τὴ γλώσ­σα τοῦ Πλα­τό­νωφ, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως προ­α­να­φέρ­θη­κε, θε­ω­ρεῖ­ται μο­να­δι­κὴ στὴ ρω­σι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χουν γρα­φτεῖ ἀ­κό­μα καὶ μα­θη­μα­τι­κὲς πραγ­μα­τεῖ­ες, τὴν παί­νε­σαν, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, ὁ Μπρόν­τσκι καὶ ὁ Σολ­ζε­νί­τσιν. Σύμ­φω­να μὲ μαρ­τυ­ρί­ες τῆς γυ­ναί­κας τοῦ Πλα­τό­νωφ, τὸ «Ἄ­γνω­στο λου­λού­δι» γρά­φτη­κε τὸ 1950, ἕ­ναν χρό­νο πρὶν ἀ­πὸ τὸν θά­να­τό του ἀ­πὸ φυ­μα­τί­ω­ση, ὅ­ταν ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἦ­ταν ἤ­δη ἄρ­ρω­στος. Γί­νε­ται εὔ­κο­λα κα­τα­νο­η­τό, ἂν λη­φθοῦν μά­λι­στα ὑ­πό­ψη οἱ πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κὲς συν­θῆ­κες καὶ ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς πε­ρί­γυ­ρος μέ­σα στὸν ὁ­ποῖ­ο δη­μι­ούρ­γη­σε γε­νι­κό­τε­ρα ὁ Πλα­τό­νωφ, ὅ­τι τὸ «Ἄ­γνω­στο λου­λού­δι» ξε­περ­νᾶ τὰ ὅ­ρια τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ. Ὁ Πλα­τό­νωφ, ὅ­πως πολ­λοὶ ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς τῆς ἐ­πο­χῆς του, ἔ­ζη­σε μιὰ τρα­γι­κὴ ζω­ή, μπαί­νον­τας στὸ στό­χα­στρο τῶν Μυ­στι­κῶν Ὑ­πη­ρε­σι­ῶν τοῦ Στά­λιν (σύλ­λη­ψη καὶ ἐ­ξο­ρί­α τοῦ γιοῦ του, ἄρ­νη­ση δη­μο­σί­ευ­σης τῶν ἔρ­γων του, χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς τοῦ ἰ­δί­ου ὡς ἀν­τε­πα­να­στά­τη κ.λπ.­). Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τό, ὁ ἱ­στο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κὸς πε­ρί­γυ­ρος δύ­να­ται, ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως, νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει τὸ προ­σφο­ρό­τε­ρο πε­δί­ο ἀ­νά­λυ­σης σὲ σχέ­ση μὲ τὸ ἔρ­γο του. Θὰ ἦ­ταν ὡ­στό­σο λά­θος ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀ­νά­λυ­ση νὰ πε­ρι­ο­ρι­στεῖ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μέ­σα σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο πλαί­σιο. Ὁ σχο­λια­σμὸς τοῦ Μπρόν­τσκι ἐ­πὶ τοῦ θέ­μα­τος εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός: «Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με σο­βα­ρὰ γιὰ τὸν Πλα­τό­νωφ στὰ πλαί­σια τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ πε­ρί­γυ­ρου, εἶ­ναι ὅ­τι ἔ­γρα­ψε στὴ γλώσ­σα τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης οὐ­το­πί­ας (οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ σο­σι­α­λι­σμοῦ στὴ Ρω­σί­α), στὴ γλώσ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς του· κα­μιὰ ἄλ­λη μορ­φὴ τοῦ Εἶ­ναι δὲν κα­θο­ρί­ζει τὴ συ­νεί­δη­ση μὲ τὸν τρό­πο ποὺ τὸ κά­νει ἡ γλώσ­σα. Ἀλ­λά, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν συγ­χρό­νων του, τοῦ Μπάμ­πελ, τοῦ Πιλ­νιάκ, τοῦ Ὀ­λέ­σια, τοῦ Ζα­μιά­τιν, τοῦ Μπουλ­γκά­κωφ, τοῦ Ζό­σεν­κο, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο, μὲ τὴν στυλιστικὴ γαστρονομία, δηλαδὴ ἔπαιζαν μὲ τὴ γλώσσα ὁ καθένας τὸ δικό του παιχνίδι (πράγμα ποὺ ἐντέλει εἶναι ἡ φόρμα τοῦ σκιτσογραφήματος), ὁ Πλατόνωφ ὑποτάχθηκε στὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς του, διακρίνοντας σ’ αὐτὴν ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τὴν ὁποία, ἀφοῦ κοίταξε μία καὶ μοναδικὴ φορά, δὲν μπόρεσε ποτὲ στὴ συνέχεια νὰ ξαναγυρίσει στὴ λογοτεχνικὴ ἐπιφάνεια καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν πονηρὴ πλοκή, τὶς ἐξεζητημένες τυπογραφικὲς φόρμες καὶ τὶς στυλιστικὲς περιπλοκές.»
Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ρω­σι­κά:
Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς (Πει­ραι­ᾶς, 1965). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ με­τά­φρα­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ἡ φοι­νι­κιά (Γα­βρι­η­λί­δης, 2005). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ πε­ζο­γρά­φη­μα Τα­ξί­δι στὴν Ἀρ­με­νί­α, τοῦ Ὄ­σιπ Μαν­τελ­στάμ (Ἴν­δι­κτος, 2007).
   Πηγή: bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com

«Αντί Χριστουγεννιάτικης Ευχής. Περί Αστέγων»

Η διαρκούσα  λιτότητα στην Ελλάδα δεν συνδέεται μόνο με την γενική πτώση του βιοτικού επιπέδου, την ραγδαία αύξηση της φτώχειας και την περιχαράκωση του κοινωνικού κράτους εν γένει. Το χειρότερο επιφαινόμενο της κρίσης είναι ότι αυξάνει όλο και περισσότερο ο αριθμός των ανθρώπων που περιθωριοποιούνται εντελώς και εξοστρακίζονται από κάθε κοινωνικό δίκτυο.

Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατες εκτιμήσεις  τουλάχιστον 20.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι ως άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης . Μια μελέτη της ελληνικής οργάνωσης αστέγων  «Κλίμακα», φωτίζοντας την κοινωνική σύνθεση αυτού του στρώματος. σημειώνει ότι, σχεδόν 25 % προέρχονται από  τον κλάδο των κατασκευών και 16 % έχουν εργαστεί ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Εν κατακλείδι πρώτιστα θύματα της κρίσης είναι άνθρωποι που προέρχονται από οικονομικούς κλάδους οι οποίοι εν μέσω της κρίσης τέθηκαν σε μακροχρόνια ύφεση χωρίς να υπάρξουν ανάλογοι δίαυλοι διοχέτευσης της οικονομικής δραστηριότητας σε άλλους συναφής τομείς. Κατά συνέπεια  τα εν λόγω επαγγέλματα τελούν υπό  μια δομική και υπαρξιακή κρίση, με αποτέλεσμα να τροφοδοτούν το πεδίο της κοινωνικής περιθωριοποίησης με αιχμή του δόρατος την μάζα των αστέγων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ήμισυ των αστέγων έχει ένα μηνιαίο «εισόδημα» κατώτερο των 20 ευρώ. Παράλληλα  64% εξ αυτών αναζητούν καταφύγιο σε εγκαταλελειμμένα σπίτια και 10,5% ζουν στο αυτοκίνητο.
Οι κυριότερες ανησυχίες των άστεγων ανθρώπων αφορούν την  διαμονή,  την αγορά τροφίμων και ειδών ένδυσης,  την ιατρική περίθαλψη και την αναζήτηση για μια θέση εργασίας.
Με βάση την μελέτη της οργάνωσης «Κλίμακα»  71,1%  των αστέγων επιθυμεί από την πολιτεία να πάρει μέτρα και να δραστηριοποιηθεί γύρω από την  πρόληψη και προστασία των πολιτών από το ενδεχόμενο να μείνουν άστεγοι.
Επειδή λοιπόν «Άγιες Μέρες» πλησιάζουν και επειδή βλέπουμε τα κόμματα της συμπολίτευσης να ασχολούνται κυρίως με ζητήματα μεταθέσεων και την αντιπολίτευση να περιφέρεται στην Λατινική Αμερική αναζητώντας τον επίγειο παράδεισο, θεωρούμε σκόπιμο και επιβεβλημένο να καλέσουμε σύσσωμο τον  πολιτικό κόσμο στραφεί προς το επείγον ζήτημα των αστέγων να αναζητήσει θεσμικά και άλλα μέτρα. Το ίδιο αίτημα βέβαια στρέφεται  και προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την Κοινωνία Πολιτών.
  Καλά Χριστούγεννα και Καλές Γιορτές!   .
  Μαυροζαχαράκης Μανόλης - Κοινωνιολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Καλές Γιορτές!!


Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία!!!!!!!!

- Πάω κάτω τον μικρό... βάλε λίγο γάλα σε ένα ποτήρι στο τζάκι και κατέβα να φύγουμε. - Μπισκότα; - έβαλα! - Και ποιος θα ανεβάσει τα δώρα από την αποθήκη? - Η μάνα σου... - οκ.
Στο τζάκι μπροστά είναι το πιάτο με τα μπισκότα... 6 μπισκότα... χμμμ πρέπει να επιστρέψω τα περισσότερα στο κουτί τους και να κάνω ψίχουλα... οκ, ας φάω και ένα....



Φεύγουμε.

Στον γυρισμό δεν κοιμάται κανείς από τους δύο.
Και ας είναι περασμένα μεσάνυχτα.
Και ας ακούγονται χασμουρητά σε όλη την διαδρομή.
Παρκάρω. Ανοίγω την πόρτα και τα μικρά ξεχύνονται προς τα πάνω... μέχρι να φτάσω και γω ο μεγάλος έχει ήδη βρει και ξετυλίξει από το περιτυλιγμά του, ένα τεράστιο πειρατικό πλοίο και μένει να το κοιτάζει έκπληκτος μπροστά από το τζάκι... 

   


- Είναι ακριβώς αυτό που ζήτησα από τον Αη Βασίλη
- Γιώργο, είδες αν ήπιε το γάλα του και αν έφαγε τα μπισκότα του;
- Ναι ,τα φαγε.. χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από το παιχνίδι.

 christmas003518vipics.jpg

Ο μικρός μόλις άνοιξε και το δικό του δώρο... και γυρνάει περιχαρής να μας πει ότι "ατό δωρο ηθελα εγω" και ας μην είχε γραψει γράμμα στον Αη Βασίλη!  



Και οι δυο μη αποχωριζόμενοι σε απόσταση μέτρου τα δώρα τους προχώρησαν να ετοιμαστούν για ύπνο.
Ο Γιώργος σχολίασε το γεγονός ότι ο Αη Βασίλης έφερε δώρο και στον Παναγιώτη, παρόλο που δεν του το ζήτησε. Και ήταν και αυτό που ήθελε...
- Τελικά Γιώργο ο Αη Βασίλης πάει τα δώρα που θέλουν σε όλα τα καλά παιδάκια... και μάλλον εσύ πρέπει να ήσουν καλό παιδάκι φέτος...
- Μπαμπά... θα είμαι καλό παιδάκι του χρόνου... και θα ξαναρθει ο Αη Βασίλης...
- Ναι Γιώργο, μπορεί φέτος να μην ήσουν πάντα καλό παιδί, αλλά τελικά ο Αη Βασίλης πίστεψε ότι θα γίνεις καλύτερο παιδί και άξιζες το δώρο που ηθελες!
- Ναι μπαμπα.... 

Βάζουμε πιτζάμες
- Κοίτα Γιώργο... η κουρτίνα σου είναι σηκωμένη στην άκρη. Λες να μπήκε από εδω ο Αη Βασίλης;
- Ε ναι μπαμπά... που να χωρέσει ο Αη Βασίλης από το τζάκι τέτοιο, τόσο μεγάλο δώρο.
- Σα να χεις δίκιο... και μάλλον θα πάρκαρε εδώ στο μπαλκόνι τους τάρανδους!!!
- Ναι μπαμπα!!!

  
Τον σκεπάζω και πάω να φύγω....
- Μπαμπά...έλα να σου πω κάτι...
- Τι θες πάλι;
Σηκώνεται όρθιος στο κρεβάτι του...

Μπαμπά.... σε αγαπάω... με αφήνει και πετάγεται στη μαμά του που μόλις μπήκε...
Μαμά ... σε αγαπάω... σας αγαπάω...
και θα είμαι καλό παιδί...

...κλείσαμε φώτα και τις πόρτες των δωματίων τους... και μετά από λίγα λεπτά φανήκε και πάλι φώς να

βγαίνει από τα δωμάτια.

Τελικά υπάρχει Αη Βασίλης...
και μεις... 
θα είμαστε καλοί γονείς!

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me