Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Θετική σκέψη!!!

1222925Ο Τζέρι είναι ο μάνατζερ ενός εστιατορίου. Είναι πάντα σε πολύ καλή διάθεση και πάντα έχει κάτι θετικό να πει!
Αν κάποιος τον ρωτήσει τι κάνει, αυτός θα του απαντήσει:
«Αν μπορούσα να είμαι καλύτερα, θα έπρεπε να έχω άλλον ένα Τ
ζέρι!»
Πολλοί από τους συναδέλφους του παραιτήθηκαν όταν αυτός άλλαζε αφεντικό, έτσι ώστε να τον ακολουθήσουν από εστιατόριο σε εστιατόριο! Γιατί;
Διότι ο Τζέρι ήταν παρακινητής από τη φύση του. Αν κάποιος συνάδελφος είχε μια άσχημη μέρα ο Τζέρι ήταν εκεί για να του πει πως μπορεί να το δει από τη θετική πλευρά.
Βλέποντας αυτή την κατάσταση, πήγα και τον ρώτησα ένα πρωί, από περιέργεια.
«Δεν το καταλαβαίνω. Κανείς δεν μπορεί να είναι τόσο θετικό άτομο όλη την ώρα. Πώς το κάνεις αυτό;»
Ο Τζέρι απάντησε:
«Κάθε πρωί που ξυπνώ σκέφτομαι ότι έχω δύο επιλογές, να είμαι σε καλή ή σε κακή διάθεση. Πάντα διαλέγω να είμαι σε καλή διάθεση. Κάθε φορά που συμβαίνει κάτι, μπορώ να είμαι το θύμα ή να διδάσκομαι κάτι από αυτό. Διαλέγω πάντα να διδάσκομαι κάτι. Κάθε φορά που κάποιος με πλησιάζει με παράπονα, μπορώ να επιλέξω να ακούω τα παράπονα ή να επισημάνω τη θετική πλευρά. Πάντα διαλέγω την θετική πλευρά της ζωής». 
http://static.desktopnexus.com/thumbnails/825328-bigthumbnail.jpg

«Μα δεν είναι πάντα τόσο εύκολο», απάντησα.
«Κι όμως είναι», απάντησε ο Τζέρι. «Η ζωή έχει να κάνει με επιλογές. Αν αφήσεις απ’ έξω όλα τα σκουπίδια, όλες οι καταστάσεις καταλήγουν σε δύο επιλογές. Εσύ διαλέγεις πώς να αντιδράσεις σε όλες τις καταστάσεις. Εσύ διαλέγεις πώς οι άνθρωποι θα επηρεάσουν την διάθεσή σου. Εσύ διαλέγεις αν θα είσαι σε καλή ή σε κακή διάθεση. Είναι δική σου επιλογή πώς θα ζήσεις την ζωή σου».
Μερικά χρόνια αργότερα, άκουσα ότι ο Τζέρι έκανε κάτι κατά λάθος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι μπορεί να γίνει στις επιχειρήσεις εστιατορίων. Άφησε ανοιχτή την πίσω πόρτα του εστιατορίου του. Και μετά;
Νωρίς το πρωί τον λήστεψαν τρεις ένοπλοι άνδρες.
Τι ήθελαν;
Λεφτά!!
Όσο ο Τζέρι προσπαθούσε να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο, το χέρι του, τρέμοντας από νευρικότητα, γλίστρησε από τον συνδυασμό.
Οι ληστές πανικόβλητοι τον πυροβόλησαν.
Ευτυχώς, τον βρήκαν γρήγορα και τον πήγαν γρήγορα στο νοσοκομείο.
Μετά από 18 ώρες εγχείρηση και εβδομάδες εντατικής παρακολούθησης, ο Τζέρι βγήκε από το νοσοκομείο, με τα σημάδια από τις σφαίρες να βρίσκονται ακόμη στο σώμα του.
Είδα τον Τζέρι περίπου έξι μήνες μετά το ατύχημα. Όταν τον ρώτησα τι κάνει, απάντησε:
«Αν μπορούσα να είμαι καλύτερα θα είχα άλλον ένα Τζέρι. Θέλεις να δεις τις ουλές μου;»
Αρνήθηκα να δω τις πληγές του, αλλά τον ρώτησα τι πέρασε από το μυαλό του όταν γινόταν η ληστεία.
«Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι έπρεπε να έχω κλειδώσει την πίσω πόρτα» μου απάντησε. «Μετά, όταν ήμουν ξαπλωμένος στο πάτωμα χτυπημένος, σκέφτηκα ότι έχω δυο επιλογές, να ζήσω ή να πεθάνω».
«Δεν φοβήθηκες;» τον ρώτησα.
Ο Τζέρι συνέχισε:
«Οι τραυματιοφορείς ήταν υπέροχοι. Μου έλεγαν συνέχεια ότι θα γινόμουν καλά.
»Αλλά όταν με πήγαν στα εξωτερικά ιατρεία και είδα τις εκφράσεις των γιατρών όταν είδαν τα τραύματά μου, τότε φοβήθηκα πραγματικά.
»Στα μάτια τους διάβαζα, ‘’Είναι νεκρός’’
» Ήξερα ότι έπρεπε να αναλάβω δράση.»
«Τι έκανες; τον ρώτησα»
«Λοιπόν ήταν μια μεγάλη νοσοκόμα που μου έκανε ερωτήσεις φωνάζοντας», είπε ο Τζέρι, «και με ρώτησε ‘’είσαι αλλεργικός σε κάτι;’’
«Ναι», απάντησα.
Οι γιατροί και οι νοσοκόμες σταμάτησαν ότι έκαναν σα να περίμεναν την απάντησή μου. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και φώναξα:
«Σφαίρες!»
Ενώ γελούσαν, τους είπα:
«Διαλέγω να ζήσω… Παρακαλώ να με εγχειρήσετε σα να ήμουν ζωντανός και όχι πεθαμένος».
http://static.desktopnexus.com/thumbnails/876124-bigthumbnail.jpgΟ Τζέρι έζησε χάρη στην ικανότητα των γιατρών και χάρη στην καταπληκτική νοοτροπία του. Έμαθα απ’ αυτόν ότι κάθε μέρα επιλέγεις να αγαπήσεις τη ζωή σου ή να την μισήσεις. Το μόνο πράγμα που είναι πραγματικά δικό σου και κανείς δεν μπορεί να σου πάρει είναι η νοοτροπία σου…

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Μία συγκινητική ιστορία ενός ηλικιωμένου ανθρώπου!

Ήταν πρωί, περίπου 8:30, όταν ένας ηλικιωμένος περίπου 80 χρονών, με ράμματα στον αντίχειρά του, έφτασε στο νοσοκομείο . Είπε ότι ήταν βιαστικός, και ότι είχε ένα άλλο ραντεβού στις 9:00. 

 
Η νοσοκόμα που τον ανέλαβε τον έβαλε να καθίσει κάπου, γνωρίζοντας ότι θα έπαιρνε πάνω από μια ώρα για να τον δει κάποιος γιατρός.
Τον είδε να κοιτάει επίμονα το ρολόι του και επειδή δεν ήταν και πολύ απασχολημένη αποφάσισε να δει τη πληγή του. Αφού το εξέτασε προσεκτικά, είδε ότι η πληγή στον αντίχειρα είχε επουλωθεί και έτσι μίλησε με τους γιατρούς για να αφαιρέσουν τα ράμματα.
Ενώ του φρόντιζε τα ράμματα, τον ρώτησε αν είχε άλλο ραντεβού με γιατρό σήμερα. Ο ηλικιωμένος είπε πως δεν είχε ραντεβού με γιατρό
αλλά έπρεπε να πάει στο γηροκομείο για να φάει πρωινό με τη σύζυγό του. Η νοσοκόμα τον ρώτησε πως πήγαινε από θέμα υγείας η σύζυγός του…
Ο ηλικιωμένος απάντησε ότι η γυναίκα του ήταν θύμα της νόσου Alzheimer. Της είπε ακόμα ότι η γυναίκα του δεν ήξερε ποιος ήταν και ότι δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει τα τελευταία 5 χρόνια. 

Η νοσοκόμα έμεινε έκπληκτη, και τον ρώτησε,
«Και γιατί συνεχίζεις και πας κάθε πρωί, αφού δεν ξέρει ποιος είσαι;»
Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε, χάιδεψε το χέρι της νοσοκόμας και είπε:
«Δεν με γνωρίζει, αλλά εγώ εξακολουθώ να ξέρω ποια είναι.»

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

ΑιΣθΗμΑτΑ!!!!

Τα ζώα έχουν αντίληψη, συναισθήματα, επικοινωνούν, έχουν χαρακτήρα. Άλλοτε σιωπηλά, άλλοτε ηχηρά επικοινωνούν μεταξύ τους και με τους ανθρώπους. Εκδηλώνουν την αγάπη τους, τη φιλία τους, τη συμπαράστασή τους, το θυμό τους, τη λύπη τους. Οι φωτογραφίες το αποδεικνύουν.

Μια αληθινή ιστορία που αξίζει να διαβάσετε....

Ένας φτωχός αγρότης ονόματι Φλέμινγκ, ζούσε στο Αyrshire ( Σκωτία ). Μια μέρα ενώ δούλευε για να ζήσει τη φαμίλια του, άκουσε να καλούν σε βοήθεια από το γειτονικό βάλτο. Άφησε τα εργαλεία του κάτω και έτρεξε να βρει τον φοβισμένο νεαρό που είχε χωθεί όλος μέσα στο βάλτο και φώναζε προσπαθώντας να ελευθερωθεί.
Ο αγρότης έσωσε τον νεαρό που αλλιώς θα αργοπέθαινε σκληρά . Την άλλη μέρα μια πολυτελής άμαξα έφτασε στο σπίτι του. Ένας ευγενής κομψά ντυμένος άντρας κατέβηκε και συστήθηκε ως ο πατέρας του αγοριού που είχε σώσει ο αγρότης. " Θέλω να σας ανταμείψω. Σώσατε τη ζωή του γιου μου " είπε στον αγρότη.
 " Δεν θα δεχτώ πληρωμή γι αυτό που έκανα ", του απάντησε εκείνος.
Την ίδια στιγμή ο μικρός γιος του αγρότη βγήκε στη πόρτα του φτωχικού τους." Είναι ο γιος σας;" ρώτησε ο ευγενής... 





" Μάλιστα " ,απάντησε περήφανος ο αγρότης.

 " Τότε σας προτείνω να μου επιτρέψετε να προσφέρω στο γιο σας την ίδια εκπαίδευση με το δικό μου. Αν ο γιος μοιάσει στον πατέρα, είμαι βέβαιος ότι θα γίνει κάποιος που και οι δύο θα είναι περήφανοι ".
Ο αγρότης δέχτηκε. Ο γιος του αγρότη Φλέμινγκ, φοίτησε στα καλύτερα σχολεία και στο τέλος πήρε το δίπλωμά του, από την Ιατρική Σχολή του Νοσοκομείου St. Marie του Λονδίνου.
Έγινε ένας  μεγαλόπνοος ( γιατρός ), από τους πιο ξακουστούς του κόσμου.
Το 1927 ο διάσημος γιατρός Αλέξανδρος Φλέμινγκ ανακάλυψε την πενικιλίνη.
Πολύ αργότερα ο γιος του αριστοκράτη που είχε σωθεί μικρός στο βάλτο, προσβλήθηκε από πνευμονία.
Ποιος του έσωσε τη ζωή αυτή τη φορά;...σώθηκε χάρη στη πενικιλίνη!
Το όνομα του αριστοκράτη Άγγλου; Σερ Ράντολφ Τσόρτσιλ και ο γιος του Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ...
Ο Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Σερ Αλέξανδρος Φλέμινγκ παρέμειναν φίλοι σε όλη τους τη ζωή.
Ο Σερ Αλέξανδρος Φλέμινγκ πέθανε το 1955, σε ηλικία 74 ετών στο Λονδίνο. Ο Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ πέθανε το 1965, σε ηλικία 95 ετών στο Λονδίνο. Τους έθαψαν στο ίδιο κοιμητήριο.........


από e-mail αναγνώστη

''Σοφά ρητά για την γυναίκα!''

Οι άνδρες κυνηγούν. Οι γυναίκες ψαρεύουν. Βίκτωρ Ουγκώ, 1802-1885, Γάλλος Συγγραφέας 

 Cute Images Cute Pictures Funny Pics
 
Η γυναίκα θέλει πολλά από έναν άνδρα, ενώ ο άνδρας θέλει μόνο ένα, αλλά από πολλές γυναίκες.
Κονσταντίν Μελιχάν, Ρώσος χιουμορίστας


Ο παράδεισος βρίσκεται εκεί που είναι η Εύα.
Mark Twain, 1835-1910, Αμερικανός συγγραφέας


Βλέπεις πολλούς έξυπνους άντρες με ηλίθιες γυναίκες, αλλά ποτέ μια έξυπνη γυναίκα με ηλίθιο άντρα.
Erica Jong, γ. 1942, Αμερικανίδα συγγραφέας


Αν δεν υπήρχαν γυναίκες, όλα τα λεφτά του κόσμου δεν θα είχαν σημασία.
Αριστοτέλης Ωνάσης, 1900-1975, Έλληνας εφοπλιστής


Το να κερδίσεις έναν άντρα είναι τέχνη. Το να τον κρατήσεις είναι επάγγελμα.
Simone De Beauvoir, 1908-1986, Γαλλίδα Συγγραφέας


Οι γυναίκες και οι γάτες θα κάνουν ό,τι τους αρέσει. Οι άντρες και οι σκύλοι θα πρέπει να χαλαρώσουν και να συνηθίσουν σ' αυτήν την ιδέα.
Robert Heinlein, 1907-1988, Αμερικανός συγγραφέας επιστ. φαντασίας


Στις γυναίκες αρέσει αυτό που ακούν, στους άντρες αυτό που βλέπουν.
Marcel Achard, 1899-1974, Γάλλος συγγραφέας


Ένα κορίτσι με μέλλον πρέπει να αποφεύγει έναν άντρα με παρελθόν.
Evan Esar, 1899-1995, Αμερικανός χιουμορίστας


Υπάρχουν δυο μόνο πράγματα που μπορούν να κάνουν τη γυναίκα σου  ευτυχισμένη: πρώτον να την κάνεις να νομίζει ότι περνάει το δικό της και, δεύτερον, να περνάει το δικό της.
Λύντον Τζόνσον, 1908-1973, Αμερικανός Πρόεδρος [1963-1968]


Ας αφήσουμε τις πολύ όμορφες γυναίκες για τους άντρες που δεν έχουν καθόλου φαντασία.
Marcel Proust, 1871-1922, Γάλλος συγγραφέας


Οι άντρες αγαπάνε λίγο και συχνά, ενώ οι γυναίκες πολύ και σπάνια.
Ζαν-Ζακ Ρουσώ, 1712-1778, Γαλλοελβετός φιλόσοφος

Το καλύτερο απόκτημα ενός άντρα, ή το χειρότερο, είναι η γυναίκα του.
Τhomas Fuller, 1608-1661, Άγγλος στοχαστής


Για να είσαι ευτυχισμένη μ' έναν άντρα, πρέπει να τον καταλαβαίνεις πολύ και να τον αγαπάς λίγο. Για να είσαι ευτυχισμένος με μια γυναίκα, πρέπει να την αγαπάς πολύ και να μην προσπαθείς να την καταλάβεις καθόλου.
Hellen Rowland, 1875-1950, Αμερικανίδα  




χιουμορίστρια

Η γυναίκα μου είναι ζώδιο της γης. Εγώ είμαι ζώδιο του νερού. Μαζί είμαστε ζώδιο της λάσπης.
Henry Youngman, 1906-1998, Αμερικανός κωμικός


Όταν ήμουν νέος, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην παντρευτώ προτού βρω την ιδανική γυναίκα. Τελικά την βρήκα, αλλά έψαχνε κι αυτή για τον τέλειο άνδρα.
Robert Schuman, 1886-1963, Γάλλος πρωθυπουργός [1946-48]


Οι άντρες θέλουν από τις γυναίκες το ίδιο πράγμα που ζητάνε από τα εσώρουχά τους: λίγη υποστήριξη, ζεστασιά, άνεση, ελευθερία.
Jerry Seinfeld, γ.1954, Αμερικανός κωμικός


Ο πόλεμος ανάμεσα στα δύο φύλα είναι ο μόνος στον οποίο τα αντίπαλα μέρη κοιμούνται τακτικά με τον εχθρό.
Quentin Crisp, 1908-1999, Βρετανός συγγραφέας.

 

 

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Το σκιουράκι – Ερωτική ιστορία!!

Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε και κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα μοιαζε μ’ όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε , το σκαγε απ’ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιούν νερό….
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια κι αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια…
Το σκιουράκι ένοιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:
- Μπορείς να μ’ αγαπάς?
Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν’ απαντήσουν. Κι άλλα του λέγανε: Δεν έχω χρόνο – ή δεν ξέρω τι είναι ν αγαπάς….
Κι αυτό γινότανε κάθε σούρουπο κι έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου, μια μέρα, το σκιουράκι ξαναρώτησε κι ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:
- Μπορώ. Έλα ν αγαπηθούμε.
- Μπορείς? Πόσο χαίρομαι!
- Πες μου όμως, τι πα’ να πει ν αγαπηθούμε?
- Λοιπόν, το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Ν’ αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πά’ να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.
Κι έτσι κοιταζόντουσαν στα μάτια για μερόνυχτα….
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι βέβαια. Αλοίμονο αν ήταν τόσο απλό. Ν’ αγαπηθούμε πά’ να πει και να φτιάξουμε κάτι μαζί.
Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα! …
- Τι ωραίο να σ’ αγαπάω!
Τώρα δεν αγαπιόμαστε?
- Όχι ακόμα. Για ν αγαπηθούμε πα να πει και να χουμε κάτι ο ένας απ τον άλλον. Έλα ν αλλάξουμε χρώματα. Δως μου λίγο απ το καστανόμαυρο τρίχωμα σου κι εγώ θα σου δώσω απ το κίτρινο των ματιών μου.
Κι έτσι έκαναν…
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Κι ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Όχι, όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει ν αγκαλιαστουμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μια αχτίδα από φως. Έλα, με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.
- Ένα, δύο, τρία, εεεεεεεε… ώπ!
- Τώρα αγαπιόμαστε?
- Τώρα.
Και που λέτε όσο κι αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγιναν κι έτρεχαν για τον ήλιο. Κι άρχισε να πέφτει μια βροχή, γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που απ την τεράστια ταχύτητα – που ζάλισε όλα τα πουλιά κι όλα τ αστέρια – έγιναν ένα …
Κι ύστερα βγήκε απ τον ουρανό τόξο τόσο λαμπερό, που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε, κι αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ τα σύννεφα…
Και πέρασε καιρός. Να τανε χρόνια, να τανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος είναι άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψυθίρισε:
- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστικα από το τρέξιμο. Θα θελα να γυρίσω πίσω.
- Κουράστηκες? Όμως, δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.
- Για μένα είναι. Έπειτα το χω ξανακάνει. Λίγοι αντέχουν δεύτερη φορά. Ειναι επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω…
Αυτά είπε. Και με πολύ μεγάλη ευκολία, πήδηξε πάνω σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε…
- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω, κι είναι αστείο να τρέχω μόνο μου στον ουρανό…
Όμως, τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, κι ίσως – δε σας τ ορκίζομαι – το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.
- Εεεεεε … ωωωωωωω… Είναι κανείς εδώ? Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιός θα μπορούσε να μου πει πως θα ξαναγυρίσω πίσω?
Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήταν άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανείς.
- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Κι άρχισα να κρυώνω. Κι αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα? Εεεεε …. ωωωωω…. Βοήθεια! Δεν είναι κανείς εδώ?
Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στ αυτιά του, τόσο γλυκιά και σιγανή σαν να βγαινε από μέσα του.
- Ψιτ, ψιτ! Σκιουράκι!
- Μου μίλησε κανείς? Τίποτα δε βλέπω.
- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στο Γαλαξία. Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Άκου. Εγώ μόνο μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω απ τη γη., κι έτσι ύστερα σιγά – σιγά θα κατεβούμε. Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα κι ενέργεια μου έχει σχεδόν εξαντληθεί. Για να γυρίσουμε, θα πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε…
- Ότι πεις. Τι θες να θυσιάσω?
- Ξέρω κι εγώ? … το τρίχωμα σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι απ την καρδιά σου…
- Το τρίχωμα μου και οι πατούσες μου είναι δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Κι αυτό δεν αλλάζει…
- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου. Ελπίζω να μας φτάσουν. Καιώ την πρώτη… Μην πονάς πολύ. Μην κλαις, δεν το αντέχω. Ησύχασε. Κρατήσου τώρα. Αλλάζουμε πορεία.
Κι έτσι μπήκανε σε τροχιά… Το σκιουράκι, μ ένα πόδι, κοίταζε τη γη – τόσο μικρούλα – κι όμως του φάνηκε πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του. Κι ήταν το κέντρο της γης ο ασβός γι αυτόν. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω. Τίποτα άλλο.
- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είν αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Κι όμως είναι άσκοπο να τρέχεις, γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις απ αυτό…
- Σσσσσς! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η ηλιαχτίδα… Καίω τη δεύτερη πατούσα. Κατεβαίνουμε …
Κι αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελλά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, κι η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθάρα, τα δέντρα, τα πουλάκια, του ποτάμι και ξαφνικά…
Πλάτς! … Και μετά τίποτα…
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σ όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του βαζε οινόπνευμα κι ύστερα του φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του βαζε επιδέσμους και το χάιδευε….
- ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.
Όμως είδε να σκύβει από πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας μ αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στα μάτια του.
Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο, μα τόσο τρυφερό, που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνομοσύνη δεν μπορούσε. Κοιτάζονταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα….
- Μπορείς να μ αγαπάς?
Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.
- Φοβάμαι πως δε μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για να σ αγαπήσω…
- Δεν πειράζει. Αν το θες, θα σου δώσω ένα κομμάτι απ΄τη δική μου.
- Όμως ν αγαπηθούμε πα να πει να τρέχουμε μαζί – κι εγώ δεν έχω πόδια.
- Να τρέχουμε, έτσι άσκοπα, γιατί? Ν αγαπηθούμε πα να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο, όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να μαστε οι δυό μας, και όχι πόσο γρήγορα θα τρέξουμε, ούτε που θα πάμε…
Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ αγαπάς θα σου φτιάξω δεκανίκια από ξύλο αγριοτριανταφυλλιάς. Κι αν δε θες, θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Κι αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα ναι πιο όμορφα, γιατί θ ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ, θα είμαστε εμείς….
Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα – κι εγώ που να ξέρω?
Λένε πως τους είδανε να φεύγουν για την Ανατολή, περπατώντας και οι δυο μετα χέρια, και να γελάνε, να γελάνε… Ο απόηχος απ το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δέντρων.
- Λένε …
Πάντως ποτέ – μα ποτέ – κανείς δεν τους ξανάδε πια!
 Λίλη Λαμπρέλλη

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Το ταξίδι του τρελού!!!!

Το ταξίδι του τρελού ξεκινάει πολύ απλά. Με ένα μικρό βήμα. Ο κόσμος είναι ένα μεγάλο και επικίνδυνο μέρος αλλά ο
τρελός δε νοιάζεται. Κρατάει όλα τα υπάρχοντά του σε ένα μικρό σακούλι
στερεωμένο σε ένα ξύλο. Δεν έχει πολλά. Η περιουσία του είναι η καρδιά του. Τα αισθήματά του. Οι αναμνήσεις του. Όταν ο
πύργος σου καταρρέει, δε σου μένουν πολλά. Μόνο αυτά που έχουν πραγματικά σημασία. Ο τρελός τρέχει. Τρέχει να ξεφύγει από τον εαυτό του, αλλά το ταξίδι είναι μακρύ. Και ο προορισμός του κρυμμένος. Ο τρελός ψάχνει να βρει τον εαυτό του κι ας μην το ξέρει.

Μερικές φορές, το δυσκολότερο πράγμα είναι βρεις τον εαυτό σου. Να καθίσετε σε μια άκρη, οι δυό σας και να τα πείτε. Κανείς δεν είναι τέλειος. Στην πορεία γίνονται λάθη, άλλες φορές μοιραία, άλλες λιγότερο. Αλλά πάντα με επιπτώσεις. Το μυστικό δεν είναι να μην κάνεις λάθη, αλλά να διδάσκεσαι απ' αυτά και να μην τα επαναλαμβάνεις.

Πολλές φορές ο τρελός κοιτάει πίσω. Βλέπει τα λάθη του και τρέχει ακόμα πιο γρήγορα. Αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει. Κάνει κύκλους και τα βρίσκει πάλι μπροστά του. Έμαθε να ζει μ'αυτό. Τα λάθη του κατέστρεψαν ό,τι πιο πολύτιμο είχε, έκαψαν τη ζωή του και τον έβγαλαν στους δρόμους. Του άφησαν μόνο ένα σακούλι με αισθήματα και αναμνήσεις. Και τώρα ο τρελός τα φυλάει σαν τον μεγαλύτερο θησαυρό. Αλλά αποφεύγει να τα κοιτάξει. Τα έχει κρυμμένα γιατί του θυμίζουν ποιος είναι. Τι έχασε. Τις ευθύνες και τις επιπτώσεις. Και ο τρελός τρέχει. Τρέχει μακριά και επιπόλαια, διωγμένος απ' όλους. Μόνος. Γιατί αυτό είναι το ταξίδι του. Και όταν ο τρελός σταματάει να είναι μόνος, πάλι μόνος του είναι. Κι όταν ο τρελός νομίζει πως το ταξίδι τελείωσε, αυτό μόλις ξεκινάει. Και όταν ο τρελός ανοίγει το σακούλι του, προσφέρει απλόχερα τα μόνα υπάρχοντά του σε αυτόν που τα ζητάει. Προσφέρει τον μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου αλλά κανείς δε νοιάζεται.


Ο τρελός πονάει. Γιατί κανένας δεν τον καταλαβαίνει. Παλιότερα ζητούσε βοήθεια, αλλά κατάλαβε πως κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Παλιότερα δικαιολογούσε τους άλλους αλλά τώρα δεν τον νοιάζει. Παλιότερα δικαιολογούσε τον εαυτό του αλλά τώρα τον μισεί. Παλιότερα προσπαθούσε να μην είναι μόνος αλλά τώρα έχει καταλάβει πως δε γίνεται αλλιώς. Παλιότερα νόμιζε πως αρκεί να ανοίξει το σακούλι του και πως αυτό μόνο θα έφτανε, αλλά τώρα κατάλαβε πως δεν είναι αρκετό. Κατάλαβε πως ο κόσμος ποδοπατάει τα

αισθήματα γιατί τα φοβάται και πως οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν και παγώνουν. Για αυτό ο τρελός αποφάσισε να κρατήσει το σακούλι του κλειστό απο δω και πέρα.


Κι όταν ο τρελός κοιτάει τον ουρανό, βλέπει ένα λαμπρό άστρο και μελαγχολεί. Γιατί κάποτε, το άστρο αυτό ήταν δίπλα του και το φως του τον έλουζε. Αλλά ο τρελός το αγάπησε τόσο που έτρεμε πως θα του φύγει. Και το άστρο τρόμαξε και σταμάτησε να λάμπει. Και ο τρελός θύμωσε αλλά το άστρο παρέμενε σβηστό. Και ο τρελός φώναξε αλλά το άστρο τίποτα. Και ο τρελός προσπάθησε αλλά το άστρο δεν ανταποκρινόταν. Και ο τρελός άνοιξε το σακούλι του και το άστρο τρεμόσβησε. Και ο τρελός άρχισε να ελπίζει και έβγαζε ό,τι πιο πολύτιμο είχε απ'το σακούλι και το έδινε απλόχερα στο άστρο. Αλλά μάταια. Το άστρο έφυγε και ανέβηκε πάλι στον ουρανό, μακριά από τον τρελό. Και άρχισε να λαμπυρίζει δυνατά και έδειξε στον τρελό πως δεν τον χρειάζεται. Και ο τρελός έκλαψε γιατί εκείνος χωρίς το άστρο ήταν νεκρός. Άδειος. Και ο τρελός πόνεσε και προσπάθησε να φτάσει πάλι το άστρο αλλά δεν μπορούσε. Γιατί το άστρο πια φώτιζε άλλες χώρες. Και ο τρελός πέθανε.


Κι όταν ο θάνατος είδε τον τρελό, χαμογέλασε.


"Εσύ πάλι;", του είπε και τον πήρε από το χέρι.

"Πολλοί με φοβούνται", του είπε ξανά, "αλλά αγνοούν την πραγματική μου φύση. Βλέπεις, είμαι αναγκαίος. Αν τα πράγματα ήταν αιώνια, τίποτα δε θα είχε νόημα. Προσφέρω τη δυνατότητα για αλλαγή, για ανανέωση. Λυπηρό πολλές φορές, συμφωνώ, μα αναγκαίο".

"Γιατί πρέπει να γίνει έτσι;", ρώτησε ο τρελός.

"Δεν ξέρω", απάντησε ο θάνατος. "Εσύ ξέρεις, δικός σου είναι ο δρόμος".

"Απλά θέλω άλλη μια ευκαιρία"

"Όλοι θέλουν απλά μια ευκαιρία. Αλλά δεν υπάρχει. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. Επισκέπτομαι με την ίδια ευκολία παιδιά, γονείς, γέρους, άρρωστους, υγιείς, πλούσιους και φτωχούς. Είμαι αυτός που ισορροπεί τη ζυγαριά. Κι όταν έρχομαι δε φεύγω ποτέ με άδεια χέρια".

Ο θάνατος τραβούσε κουπί σε έναν σκοτεινό ποταμό. Ψάρια ξεπρόβαλαν το κεφάλι τους, κοιτούσαν τον τρελό και ξαναβουτούσαν στα σκοτεινά νερά.

"Είναι η χώρα των νεκρών", είπε ο θάνατος. "Και πρέπει να την διασχίσεις".

"Τι υπάρχει πέρα από δω;", ρώτησε ο τρελός.

"Τι υπάρχει στην πίσω πλευρά του καθρέφτη όταν τον κοιτάζεις;", ρώτησε ο θάνατος.

Ο τρελός βρέθηκε σε μια ακτή με μαύρο χορτάρι. Στον ορίζοντα υψωνόταν ένας λόφος και στην κορυφή του ένα σκοτεινό κτίσμα. Μπροστά του απλωνόταν ένας δρόμος.

"Τι είναι αυτό;", ψιθύρισε ο τρελός.

"Ο Πύργος", απάντησε μια φωνή.

Ο τρελός γύρισε και αντίκρισε έναν κρεμασμένο. Ήταν ανάποδα, το κεφάλι του προς το έδαφος, τα χέρια του ανοιχτά σχημάτιζαν ένα τρίγωνο. Το αριστερό του πόδι δεμένο σε ένα κλαδί που έμοιαζε με ανκ και το δεξί διπλωμένο μπροστά από το γόνατο. Από κάτω του αναδευόταν ένα φίδι.

"Ποιος είσαι;", ρώτησε ο τρελός.

"Είμαι ο κρεμασμένος", απάντησε εκείνος. "Είμαι η κάθοδος, αυτή που έκανες κι εσύ. Είμαι η θυσία σου. Λένε πως τα πάντα έχουν ένα τίμημα, πως όλα απαιτούν θυσίες. Είμαι η θυσία που σε οδήγησε στο σκοτάδι ώστε να μπορέσεις να ξαναβγείς στο φως. Ήμουν εσύ, ώσπου αποφάσισες να γίνεις εγώ".

"Εγώ το μόνο που θέλω είναι το άστρο μου", απάντησε ο τρελός.

"Είμαι τα θέλω σου που πρέπει να θυσιάσεις για να κοπούν τα δεσμά σου. Όσο ζητάς, όσο ελπίζεις, όσο φοβάσαι δε θα ελευθερωθείς ποτέ".

"Τι πρέπει να κάνω;", ρώτησε ο τρελός.

"Δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι πλέον. Μόνο προς τα κάτω", είπε ο κρεμασμένος κοιτάζοντας την ανηφόρα που οδηγούσε στον Πύργο. Το φίδι από κάτω του σίριξε.

Ο τρελός ακούμπησε το ξύλο με το σακούλι στον ώμο του και προχώρησε τον σκοτεινό δρόμο. Ο πύργος τον παρακολουθούσε αμίλητος. Ήταν όμως πολύ σκοτεινά και τα δέντρα ψηλά και τρομακτικά. Περίεργα ζωώδη μάτια παρακολουθούσαν τον τρελό στο σκοτάδι. Φοβήθηκε.

"Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο", είπε.

"Μην απελπίζεσαι", του είπε μια φωνή. "Θα σου δείξω εγώ το δρόμο"

Δίπλα του έστεκε ένας άνθρωπος ντυμένος με ένα κόκκινο μανδύα που κρατούσε στο ενα χέρι μία ράβδο με φίδια και στο άλλο ένα φανάρι που έλαμπε λες και είχε κλεισμένο μέσα τον ήλιο. Το σκοτάδι υποχωρούσε αμέσως στο πέρασμά του και η γη άνθιζε και τα δέντρα καρποφορούσαν.

"Είμαι ο Ερημίτης. Οδηγώ τις χαμένες ψυχές στον προορισμό τους. Τις βοηθώ να δουν τον δρόμο που απλώνεται μπροστά τους και να βρουν τις απαντήσεις που γυρεύουν".

"Ποιος είναι ο προορισμός μου;", ρώτησε ο τρελός.

"Από δω", του είπε ο Ερημίτης προχωρώντας. "Κατέβηκες να κάνεις το πιο μεγάλο ταξίδι απ' όλα. Να διασχίσεις το σκοτάδι για να βγεις αναγεννημένος στο φως. Να δεις τον εαυτό σου και τον κόσμο με καινούργια μάτια. Από την αρχή. Να καταλάβεις τα μυστικά και τις δυνατότητές σου. Να αντιμετωπίσεις τους εσώτερους φόβους και ελπίδες σου. Να ελευθερωθείς".

"Και πως θα το κάνω αυτό;", ρώτησε τρομαγμένος ο τρελός. "Είμαι μόνος μου και ο τόπος αυτός πολύ σκοτεινός. Υπάρχουν παντού άγρια ζώα έτοιμα να με κατασπαράξουν αν βγω λίγο από το δρόμο".

"Θα χρειαστείς κάποια εφόδια", του είπε ο ερημίτης κοιτώντας την πρόχειρη και ατημέλητη φορεσιά του και το αστεία παράξενο καπέλο του. "Πραγματικά... Δε σκέφτηκες να βάλεις κάτι πιο επίσημο;", του είπε χαμογελώντας. "Θα βρεις πως έχεις πολλούς συμμάχους στο ταξίδι σου. Για την ακρίβεια, ακόμα και οι εχθροί είναι σύμμαχοί σου καθώς πολλές φορές σε αναγκάζουν να υπερβείς τις δυνατότητές σου για να τους ξεπεράσεις. Το κάθε τι είναι κομμάτι της πορείας σου, έτοιμο να σε διδάξει τρομερές γνώσεις, αν είσαι πρόθυμος να ακούσεις και να μάθεις... Έλα... Θα πάμε στην τέχνη...".

Προχώρησαν αρκετά στον φιδογυριστό δρόμο αλλά δεν τους ενόχλησε τίποτα. Ο Ερημίτης απαντούσε ευγενικά και κρυπτικά σε όλες τις ερωτήσεις του τρελού λέγοντάς του συνεχώς: "Οι λάθος ερωτήσεις δίνουν απλά λάθος απαντήσεις. Οι σωστές ερωτήσεις δίνουν ακόμα περισσότερες

ερωτήσεις".

Μετά από κάποια ώρα, συνάντησαν την τέχνη. Είχε δύο κεφάλια, ένα μαύρο και ένα άσπρο και ένα σώμα που καλυπτόταν με ένα πράσινο φόρεμα. Τα χέρια της, (πάλι ένα άσπρο και ένα μαύρο, αντίθετα από τα κεφάλια) κρατούσαν το άσπρο ένα κύπελλο με νερό και το μαύρο μια φλόγα. Τα δύο συστατικά ανακατεύονταν, ενώνονταν με έναν μυστικό γάμο και κατέληγαν σε μια χρυσή χύτρα που την φύλαγαν ένα άσπρο λιοντάρι και ένας κόκκινος αετός. Τα κεφάλια σηκώθηκαν και κοίταξαν τον τρελό.

"Α... Είπαν... Καλωςήρθες. Σε περιμέναμε..."

"Τι είσαι;", μπόρεσε να ψελλίσει αμήχανα ο τρελός.

"Είμαι η τέχνη. Το τέλειο αποτέλεσμα του μυστικού αλχημικού γάμου. Είμαι η ένωση των δύο αντιθέτων σε ένα σώμα ανώτερο και από τα δύο μαζί. Δες. Η φωτιά θερμαίνει το νερό, το νερό σβήνει τη φωτιά. Κι από αυτή την ένωση προέρχεται όλη η δημιουργία. Τα πάντα. Είμαι σαν εσένα. Είμαι το δημιουργικό μηδέν".

"Πως μπορείς να με βοηθήσεις στο δρόμο μου;", ρώτησε ο τρελός.

"Αν θες να διασχίσεις τον σκοτεινό τούτο τόπο θα χρειαστείς την ασπίδα της ελαφρότητας και το ξίφος της θέλησης. Να τα έχεις πάντα μαζί σου και δε θα αποτύχεις. Κανείς εχθρός δε θα μπορέσει να σε βλάψει", είπε και το λευκό χέρι της κρατούσε μια διάφανη ασπίδα ενώ το μαύρο ένα μυτερό ξίφος.
"Δέξου τα", του είπε.

"Τα δέχομαι", είπε ο τρελός και τα πήρε στα χέρια του. Η ασπίδα ήταν πανάλαφρη και σχεδόν διάφανη και το ξίφος κοφτερό και λεπτό. Μέσα του γυάλιζε ακόμα η φλόγα της φωτιάς. Ο τρελός ένιωσε δυνατός και χαμογέλασε.

"Ευχαριστώ τέχνη", είπε και έζωσε το σπαθί στη ζώνη του.

Και ο τρελός πάλεψε πολλά τέρατα της χώρας των σκιών με τα όπλα αυτά και βγήκε νικητής. Και άρχισε να νιώθει αυτοπεποίθηση και δύναμη και κοίταξε στον ουρανό και είδε πως το άστρο τον κοιτούσε γελαστό.

"Για σένα!", φώναξε και γέλασε μαζί του.

"Σε ποιον μιλάς;", του είπε μια φωνή.

"Στο άστρο μου", είπε ο τρελός, χωρίς καν να κοιτάξει την πηγή της.

"Δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Βρισκόμαστε στην χώρα των νεκρών... Τα άστρα σου είναι σβηστά εδώ...", είπε η φωνή και ξέσπασε σε ένα μακάβριο γέλιο.

Πράγματι. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και άδειος. Ο τρελός έσκυψε το κεφάλι και δάκρυσε ξανά. Θυμήθηκε και άκουσε τα λάθη του να τον κυνηγούν. Αυτή τη φορά όμως δε θα έτρεχε. Θα έμενε εκεί που ήταν να τα αντιμετωπίσει! Ήταν γενναίος πια... Είχε τα όπλα του και τίποτα δε θα τον σταματούσε.

Ο τρελός ήταν αφελής.

Τα λάθη του τον παρέσυραν με ορμή και έπεσαν πάνω του σαν άγρια και πεινασμένα θηρία. Του έσπασαν το ξίφος και του θρυμμάτισαν την ασπίδα. Του κατασπάραξαν το σώμα και του ξερίζωσαν την καρδιά. Τον άφησαν ένα άδειο κουφάρι στην άκρη του δρόμου για τον Πύργο. Χόρτασαν. Γέλασαν. Έπαιξαν. Τιμώρησαν. Και έφυγαν ικανοποιημένα.

Ο τρελός έμεινε εκεί για χρόνια και χρόνια ανήμπορος να κουνηθεί. Ανήμπορος να σηκωθεί. Μόνο θυμόταν και όποτε η θύμησή του αγγιζόταν από το φως του άστρου, πίδακες αίματος πετάγονταν εκεί που κάποτε βρισκόταν η καρδιά του.

"Δεν πειράζει...", σκεφτόταν, "Πάρτη... Σου ανήκει... Στην προσφέρω κι εσύ την αφήνεις δίπλα σαν βεντάλια που πλέον κουράστηκες να κάνεις αέρα. Γιατί δε ζεσταίνεσαι πια... Δεν πειράζει... Για σένα..."

Και ο τρελός ένιωσε ελεύθερος. Κατάλαβε πως δεν πρέπει να περιμένει αντάλλαγμα για τίποτα. Ο τροχός του Κάρμα είναι τυφλός. Μπορούμε μόνο να δώσουμε. Μέχρι εκεί φτάνει η εξουσία μας.

Ο τρελός χαμογέλασε. Και εκεί στην χώρα των νεκρών ο τρελός πέθανε.

Κι όταν ο θάνατος είδε τον τρελό, χαμογέλασε.

"Εσύ πάλι;", του είπε και τον πήρε από το χέρι…



Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me