Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Δέκα ψίχουλα για ενα σπουργίτη!

1. H μοναξιά,
ποδήλατο
χωρίς βοηθητικές

2. Η απουσία,
εξάρτηση
από το ορατό

3. Η αμαρτία,
φιάλη οξυγόνου
στην κατάδυση

4. Η αγιότητα,
βράγχια
αντί πνευμόνων

5. Η προσευχή,
μετάλλαξη αναστεναγμού
σε ανάσα

6. Ο φόβος,
οχυρό
στο ανοίκειο

7. Ο άγγελος,
διακριτική
προστασία

8. Ο θάνατος,
αφαίμαξη
πόνου

9. Το άνθος,
υπενθύμιση
παραδείσου

10. Το χαμόγελο,
καθρέφτης
του Θεού

Ο βασιλιάς, η βασίλισσα και το κόκκινο τριαντάφυλλο!

Μια καθημερινή μάχη ανάμεσα στα δύο βασίλεια. Μια μάχη δίχως τέλος εδώ και χρόνια, κανείς δε θυμάται πόσα.


Κάθε νύχτα ο βασιλιάς ακόνιζε τα σπαθιά του, τρόχιζε τα ακόντια, σφυριλατούσε βέλη στα σκοτεινά υπόγεια του παλατιού του.

Απ’ την άλλη μεριά του βουνού, στο άλλο παλάτι, κάθε νύχτα η βασίλισσα έβραζε στο μεγάλο καζάνι της τα φυτά που τις έδιναν τα λαμπερότερα χρώματα, βουτούσε τις κλωστές της και ύφαινε μεταξωτά υφάσματα στη σοφίτα του δικού της παλατιού.



Και κάθε πρωί, χρόνια τώρα, η ίδια μάχη ξεκινούσε με το που ξεμυτούσαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Σπαθιά, τόξα και ακόντια εκτοξεύονταν με δύναμη από τη μια μεριά. Πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα απ’ την άλλη.



Κάθε μέρα όλα ήταν πιο βελτιωμένα από την προηγούμενη. Πιο μυτερά τα σπαθιά, πιο αιχμηρά τα τόξα, πλέον ακονισμένα τα ακόντια. Αλλά και πιο πολύχρωμα, πιο λεπτεπίλεπτα και πιο μεγάλα τα μεταξωτά.



Άλλοτε τα όπλα του βασιλιά κατάφερναν να φτάσουν απέναντι δίχως όμως ποτέ να μπορέσουν να μπούνε στο παλάτι για να τραυματίσουν τη βασίλισσα. Κι άλλοτε τα μετάξια κατάφερναν κι αυτά να φτάσουν απέναντι δίχως όμως ποτέ να τρυπώσουν από κάποιο ξεχασμένο ανοιχτό παράθυρο για να τυλίξουν και να πνίξουν τον βασιλιά. Συνήθως στην εναέρια μάχη τα σπαθιά έσχιζαν τα υφάσματα, τα ακόντια τα τρυπούσαν, τα τόξα τα κομμάτιαζαν ή τα μεταξωτά όπλα της βασίλισσας τύλιγαν τα άγρια όπλα του βασιλιά με αφοπλιστικά σφιχταγκαλιάσματα και τυφλώνοντας την πολεμική ορμή τους τα έριχναν στο χώμα.



Τα χρόνια περνούσαν και τα εργαλεία στο υπόγειο του βασιλιά που βελτίωναν τα όπλα του σκούριασαν. Τα χρόνια περνούσαν και τα φυτά που έδιναν τα χρώματα στα υφάσματα της βασίλισσας εξαντλήθηκαν, έσπασε ο αργαλειός της και το μεγάλο καζάνι της ράγισε.



Και καθώς τα χρόνια περνούσαν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα έμειναν άπραγοι, γερασμένοι κι απορημένοι. Ο ένας στο υπόγειο κι η άλλη στη σοφίτα, καθισμένοι στις αναπαυτικές βελούδινες πολυθρόνες τους έσπαζαν το κεφάλι τους να θυμηθούν ποια ήταν η αιτία του πολέμου τους, πώς άρχισαν όλα, πόση ζωή σπατάλησαν σ’ αυτή την ατέλειωτη μάχη. Κανένας όμως απ’ τους δυο δε θυμόταν τίποτα.



Ήρθε χειμώνας βαρύς. Το βουνό που τους χώριζε ήταν χιονισμένο. Ίχνος πράσινου φύλλου δε διέκρινες. Με βαριά βήματα ο βασιλιάς ανέβηκε τη σκάλα του υπογείου, μπήκε στην άδεια αίθουσα του θρόνου και πλησίασε το παράθυρο. Κοίταξε το χιονισμένο βουνό και τα μάτια του έμειναν εκεί ακίνητα χωρίς σκέψεις, αισθήματα, σχεδόν χιονισμένα.



Με βαριά βήματα κι η βασίλισσα κατέβηκε από τη σοφίτα στην δική της άδεια αίθουσα του θρόνου και πλησίασε το παράθυρο. Είδε κι αυτή το χιονισμένο βουνό και τα δικά της μάτια της, ακριβώς σαν τα μάτια του βασιλιά, έμειναν εκεί ακίνητα χωρίς σκέψεις, αισθήματα, σχεδόν χιονισμένα.



Ξαφνικά και ταυτόχρονα είδαν κι οι δυο στην κορφή του βουνού κάτι ολωσδιόλου παράδοξο. Κανείς απ’ τους δυο δεν ήταν σίγουρος τι ήταν αυτό το αλλόκοτο κόκκινο σημάδι που άστραφτε εκτυφλωτικά κι έκανε την πλαγιά να αντιφεγγίζει κόκκινη σαν φωτιά. Ξαφνικά και ταυτόχρονα άνοιξαν οι πύλες και των δυο παλατιών και δίχως να σκεφτούν να φορέσουν τις γούνες τους για να προστατευθούν από το κρύο, ο βασιλιάς κι η βασίλισσα φορώντας μόνον το χρυσούφαντο χιτώνα τους άρχισαν να ανηφορίζουν την πλαγιά.



Με κόπους και με βάσανα έφτασαν κι οι δυο στην κορυφή. Ανάμεσά τους ένα πορφυρό τριαντάφυλλο στεκόταν αμέριμνο μέσα στην άλυκη ομορφιά του, μα κανείς απ’ τους δυο δεν το κοίταξε. Παγωμένοι απ’ το κρύο, πάλευκοι απ’ το χιόνι που στόλιζε τα μαλλιά και τους χιτώνες τους, έμειναν ασάλευτοι να κοιτάζονται στα μάτια.



Οι λεπτές νιφάδες έπεφταν ήσυχα στα βλέφαρά τους κι ύστερα γλυστρώντας στα μάγουλα έλιωναν σχηματίζοντας δάκρυα ζεστά. Άλλες νιφάδες κούρνιασαν μέσα στις βαθιές τους ρυτίδες να ξαποστάσουν και τα πρόσωπά τους άσπρισαν σαν τότε που ήταν νέοι. Τότε που το μεγάλο πάθος του έρωτά τους είχε προλάβει κιόλας να γίνει παραμύθι που διηγούνταν οι γιαγιάδες τις νύχτες στα εγγόνια τους για να κοιμηθούν. Τότε που μετά τον τρικούβερτο γάμο τους έμειναν κλεισμένοι σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες στη βασιλική κάμαρα για να ξεδιψάσουν τους πόθους τους.



Για πότε οι πόθοι τους μεταμορφώθηκαν σε άγριο μένος κανένας απ’ τους δυο δεν κατάλαβε. Για πότε βρέθηκε ένα βουνό ανάμεσά τους κανένας δεν το πήρε είδηση. Για πότε άρχισε ο ατελείωτος πόλεμος μυρωδιά δεν πήραν. Και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια ακατάπαυστης μάχης, πόση ώρα στέκονταν εκεί στην κορφή του βουνού ξυλιασμένοι απ’ το κρύο, χιονισμένοι απ’ τις νιφάδες του χιονιά, μ’ ένα πορφυρό τριαντάφυλλο ανάμεσά τους, ήταν ακόμη ένα μυστήριο στην παράξενη ζωή τους.



Τι σημασία όμως είχαν τώρα όλα αυτά; Όχι, καμιά σημαστία δεν είχαν. Τώρα ο ένας απέναντι στον άλλον θαύμαζε την ομορφιά του, τα δάκρυα των νιφάδων γίνονταν δάκρυα αληθινά που ζέσταναν τις παγωμένες καρδιές τους και πέφτοντας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου έπεσαν μαζί εκεί στην κορφή του βουνού, λευκοί πάνω στο λευκό, με το κόκκινο τριαντάφυλλο να ενώνει τις δυο καρδιές τους όπως ποτέ κανένα λουλούδι δεν μπόρεσε.

Η πλάση κοκκίνησε απ’ άκρη σ’ ακρη κι επιτέλους το παραμύθι των γιαγιάδων βρήκε το τέλος που του άξιζε…

Ο Δράκος και η νεράιδα!

Ήταν κάποτε ένας δράκος. Ποτέ δεν είχε τη συντροφιά κάποιου και περιπλανιόταν σε βουνά και σε σπηλιές. Άλλωστε τι άλλο να έκανε από το να πετά από το ένα βουνό στο άλλο πότε να συλλογίζεται για την ύπαρξή του και πότε να σκίζει τα βράχια με τα νύχια του και να φυσά φλόγες.
Μια μέρα λοιπόν μια νεράιδα ήρθε και κάθησε στη μύτη του.Ο δράκος ξαφνιάστηκε.Την κοίταξε στα μάτια και την ρώτησε:
- Δε φοβάσαι μήπως σε φάω;
- Όχι..είμαι πολύ μικρούλα για να χορτάσεις
- Δε φοβάσαι μήπως σε φυλακίσω για πάντα;
- Όχι…όποτε θέλω εξαφανίζομαι..
- Δε φοβάσαι μήπως σε αγαπήσω; Η νεράιδα σάστισε, δεν περίμενε αυτή την ερώτηση…όμως του απάντησε:
- Όχι … όλοι θέλουν κάποτε να αγαπήσουν και να αγαπηθούν ...
Ο δράκος ένιωσε έντονα την επιθυμία να την αγκαλιάσει… όμως τα νύχια του κάρφωσαν τη μικρή νεράιδα … Θέλησε να τη φιλήσει … η καυτή ανάσα του έκαψε τα φτερά της.Ο δράκος δάκρυσε…όμως τα δάκρυά του την έπνιγαν.
Η μικρή νεράιδα πέθαινε στην αγκαλιά του … του ψιθύριζε απλά το μυστικό … δε φτάνει να θέλεις να αγαπήσεις ... πρέπει και να μπορείς .

Κάποιοι είπαν....

Αν μπορείς στην πλάση τούτη να περιφρονείς τα πλούτη
κι αν οι έπαινοι των γύρω δεν σου παίρνουν το μυαλό,
αν μπορείς στην τρικυμία να κρατήσεις ψυχραιμία,
κι αν μπορείς και στους εχθρούς σου να σκορπίσεις το καλό,
αν μπορείς με μιας να παίξεις κάθε τι που ’χεις κερδίσει,
στην καταστροφή ν’ αντέξεις και να δώσεις κάποια λύση,
αν μπορείς να υποτάξεις πνεύμα, σώμα και καρδιά,
αν μπορείς όταν σε βρίζουν να μην βγάζεις τσιμουδιά,
αν μπορείς στην καταιγίδα να μη χάνεις την ελπίδα
κι αν μπορείς να συγχωρήσεις όταν σ’ έχουν αδικήσει,
αν μπορέσεις τ' όνειρό σου να μη γίνει ο όλεθρός σου,
κι αν μπορέσεις ν’ αγαπήσεις όσους σ’ έχουνε μισήσει,
αν μπορείς να είσαι ο ίδιος στην χαρά και στην οδύνη,
αν η πίστη στην ψυχή σου μπρος σε τίποτα δεν σβήνει,
αν μιλώντας με τα πλήθη τη συνείδηση δεν χάνεις,
αν μπορέσεις να χωνέψεις πως μια μέρα θα πεθάνεις,
αν ποτέ δεν σε μεθύσει του θριάμβου το κρασί,
αν στα ψέματα των άλλων δεν λες ψέματα κι εσύ,
αν μπορείς να μη θυμώνεις, αλλά μήτε και να κλαις
όταν άδικα σου λένε πως εσύ μονάχα φταις.
Αν μπορείς με ηρεμία δίχως νεύρα ή δυσφορία
και τα ίδια σου τα λόγια να τ’ ακούς παραλλαγμένα,
αν μπορείς κάθε λεπτό σου να ’ναι μια δημιουργία
και ποτέ σου να μην μένεις με τα χέρια σταυρωμένα.
Αν οι φίλοι σου κι οι εχθροί σου δεν μπορούν να σε πληγώσουν,
αν οι σχέσεις με μεγάλους τα μυαλά δεν σου σηκώνουν
αν τους πάντες λογαριάζεις μα… κανένα χωριστά,
αν μπορέσεις να φυλάξεις και τα ξένα μυστικά…
Έ! Γιε μου τότε…
Θα μπορέσεις ν’ απολαύσεις όπως πρέπει τη ζωή σου…
Θα ’σαι άνθρωπος σπουδαίος κι όλη η γη θα ’ναι δική σου!

Του Kipling R.J. (1865-1936), Βρετανός Νομπελίστας (1907), "Αν"


Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Είναι τα Ματωμένα Χώματα της Διδώ Σωτηρίου.

Για όσους το βρήκαν το ξαναβάζω για να το απολαύσουν.

Είναι τα Ματωμένα Χώματα της Διδώ Σωτηρίου.

Ένα πολύ όμορφο βιβλίο που δε χορταίνω να διαβάζω και κάθε φορά ν' ανακαλύπτω κάτι που δεν πρόσεξα την επόμενη φορά.

matxo.bmp.jpgΩς τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.

Δε θυμούμαι να μού 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα' βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα matxo.bmp.jpgτου. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.

Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:

-Σαλεύει! Είναι ζωντανό!

Μαζεύτηκαν τα αδέλφια μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του ,ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι νάχει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:

-Για εσείς !Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του , αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε - πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε ,θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένε μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.

-Να, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρέ , κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;

Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστικα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Που να' ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα ...;

Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το 'ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.

Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:

-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!

Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το' χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ' ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη , ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού , στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.

Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο , που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε , κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.

Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι:του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο , που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε.

Ενα ανεκδοτάκι!

Pink flower
Ήταν ένας τύπος, ναυαγός σε ένα νησί για κάνα δυο χρόνια. Μια μέρα βλέπει μια γυναικάρα με στολή κατάδυσης να ξεπροβάλλει από τη θάλασσα και να τον πλησιάζει με βήμα λικνιστικό. Απορημένος αυτός τρέχει κοντά της:
- "Πως βρέθηκες εσύ εδώ;"
- "Δεν μου λες παίδαρε, από πότε έχεις να καπνίσεις;"
- "Ε, δεν θα 'ναι και δυο χρόνια;"
Ανοίγει τότε αυτή μια τσέπη της στολής και του δίνει ένα πακέτο τσιγάρα.
- "Και δεν μου λες παίδαρε, από πότε έχεις να πιεις;"
- "Ε, δεν θα 'ναι και δυο χρόνια;"
Ανοίγει τότε αυτή μια άλλη τσέπη της στολής και και του δίνει ένα μπουκάλι κρασί. Αρχίζοντας να κατεβάζει το φερμουάρ της στολής:
- "Και δεν μου λες παίδαρε, από πότε έχεις να διασκεδάσεις πραγματικά;"
- "Μην μου πεις ότι έχεις εκεί μέσα μπαστούνια του γκολφ, γιατί θα τρελαθώ!!!"

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Γλώσσες επικοινωνίας!''

....''Εγώ έχω ...πέντε γλώσσες......Η πρώτη είναι το χαμόγελο...Η δεύτερη ειναι τα δάκρυα...
Η τρίτη είναι το άγγιγμα...Η τέταρτη είναι η προσευχή...Η πέμπτη είναι η αγάπη...''

Γερ.Γαβριηλία ''Η ασκητική της αγάπης''

ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες - μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα
στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και
μια λέξη : Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Ξεφυλλίζοντας το PAULO COELHO!!

Κάθε στιγμή στη ζωή μας έχουμε το ένα πόδι στο παραμύθι και το άλλο στην άβυσσο.
Οπου είναι η καρδιά σου ,εκεί ειναι και ο θησαυρός σου.Και πρέπει οπωσδήποτε
να βρεις το θησαυρό σου,για να έχουν νόημα όσα έχεις ανακαλύψει στο δρόμο σου.
Ένας πολεμιστής του φωτός χρησιμοποιεί τη μοναξιά αλλά δεν αφήνει τη μοναξιά να
τον χρησιμοποιήσει.
Όταν οι μέρες γίνονται ίδιες,θα πει ότι οι άνθρωποι έχουν πάψει να αντιλαμβάνονται
τα καλά πράγματα που παρουσιάζονται στη ζωή τους.
Πρέπει να ρισκάρουμε.Δεν κατανοούμε πραγματικά το θαύμα της ζωής αν δεν αφήσουμε να συμβεί το απρόσμενο!!

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Βάλσαμο ψυχής......

Ένα ζεστό χαμόγελο ή μια γλυκιά κουβέντα, μπορεί να γίνουν σανίδα σωτηρίας για κάποιους ανθρώπους...

Η ζωή είναι το σύνολο των στιγμών που μοιραζόμαστε με τους ανθρώπους.

Είναι ωραίο να μοιράζεσαι τα συναισθήματα με τους άλλους...Τα συνασισθήματα είναι το νέκταρ της ζωής...

...Ο χρόνος φεύγει πολύ γρήγορα...και η ζωή χάνεται σε μια στιγμή...

Ποιο το όφελος λοιπόν, να θυμώνουμε με τους ανθρώπους....γιατί δεν αφήνουμε το καλο να κυριαρχήσει μέσα στην καρδιά μας;;;

...Πόσο, μα πόσο πολύ βοηθιόμαστε και' μεις οι ίδιοι, όταν δίνουμε αγάπη στους άλλους;;;

Κάποιοι ίσως έχουν περισσότερη ανάγκη να γευτούν αγάπη..

Πόσες φορές και 'μεις οι ίδιοι λιγοψυχούμε σε κάποιες δύσκολες καταστάσεις της ζωής και νιώθουμε την ανάγκη από ένα ζεστό χαμόγελο...

Πόσες φορές νιώσαμε την επιθυμία μιας εγκάρδιας αγκαλιάς....και πόση δύναμη παίρνουμε όταν μας δώσουν αυτά τα δώρα..

...Ας μην είμαστε λοιπόν τόσο εγωϊστές...και όταν μας δίνεται η ευκαιρία, ας χαρίζουμε λίγη ελπίδα και πνοή ζωής σταυς άλλους όταν το έχουν ανάγκη...

Είναι τόσο απλό...πάντα ήταν απλή η αγάπη...

Ας δώσουμε λίγη αγάπη και τότε θα νιώσουμε πολύ πλούσιοι μέσα στην καρδιά μας...

Είναι το βάλσαμο για το δικό μας ψυχικό πόνο....



ΑΝ


Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Απόσπασμα από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «οι γειτονιές του κόσμου»

Απόσπασμα από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου
«οι γειτονιές του κόσμου»
Είσαι όλη από αφρό
Είσαι όλη από αφρούς λεπτούς ανάλαφρους
Και σε διαβαίνουν τα φιλιά και σε ποτίζουν οι μέρες
Η κίνησή μου, το άγχος μου κρέμουνται απ’ το βλέμμα σου.
Κούπα από αχούς και φυλακισμένα αστέρια.
Είμαι κουρασμένος... όλα τα φύλλα πέφτουν, πεθαίνουν.
Πέφτουν, πεθαίνουν τα πουλιά. Πέφτουν, πεθαίνουν οι ζωές.
Κουρασμένος, είμαι κουρασμένος. Έλα, πόθησέ με, δόνησέ με.
Ώ, φτωχή μου αυταπάτη, αναμμένη μου γιρλάντα!
Η αγωνία πέφτει, πεθαίνει. Πέφτει, πεθαίνει ο πόθος.
Πέφτουν, πεθαίνουν οι φλόγες στην ατέλειωτη νύχτα.

Καμίνι από φώτα, περιστέρι από ξανθή άργιλο,
απελευθέρωσέ με απ’ αυτή την νύχτα που μ’ ακολουθάει επίμονα
και μ’ εκμηδενίζει।

Βύθισέ με μεσ’ την φωληά του ίλιγγου και της θωπείας.
Πόθησέ με, κράτησέ με.
Η μέθη στην ανθισμένη σκιά των ματιών σου,
οι πτώσεις, οι θρίαμβοι, τα πηδήματα του πυρετού.
Αγάπε με, αγάπε με, αγάπε με.
Όρθιος σου το κραυγάζω! Θέλε με.
Σπάζω την φωνή μου φωνάζοντάς σε και κάνω κύκλους φωτιάς
Μεσ’ τη γεμάτη αστέρια και λαγωνικά νύχτα.
Σπάζω την φωνή μου και κραυγάζω. Γυναίκα αγάπα με, θέλε με.
Η φωνή μου καίει στους ανέμους, η φωνή μου πέφτει και πεθαίνει.

Κουρασμένος. Είμαι κατάκοπος. Φύγε. Απομακρύνσου. Σβύσου.
Μη φυλακίζεις το στέρφο κεφάλι μου μεσ’ τα χέρια σου.
Να μου διαβαίνουν στο μέτωπο τα μαστίγια του πάγου.
Να μαστιγώνεται η ανησυχία μου με τους ανέμους του Ατλαντικού.
Φύγε. Απομακρύνσου. Σβύσου Η ψυχή μου πρέπει να είναι μόνη.
Πρέπει να σταυρωθεί, να γίνει ψίχουλα, να στροβιλισθεί
ν' αναποδογυριστεί, να μολυνθεί μόνη,
ανοιχτή στην παλίρροια των θρήνων,
καθώς φλογίζεται στον κυκλώνα των ορμών,
ορθωμένη ανάμεσα στους λόφους και τα πουλιά,
να εκμηδενιστεί, να εξολοθρευτεί μοναχή εγκαταλειμμένη και απομόναχη
σαν ένας φάρος τρομάρας

''ΑΣΚΗΤΙΚΗ ''- Νίκος Καζαντζάκης !

MySave.in
"Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή. ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι΄ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία. β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο. Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει. Σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές. Μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου. Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει. φυτά, ζώα, ανθρώπους. στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ΄ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές. και με τ΄ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη."

"Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου. Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος. Τ΄ άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα. Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται."

"Με αντρεία, με σκληρότητα στερέωσε απάνω στο σαλευόμενο χάος το καταστρόγγυλο, το καταφώτιστο αλώνι του νου, ν΄ αλωνίσεις, να λιχνίσεις, σα νοικοκύρης, τα σύμπαντα. Καθαρά να ξεχωρίσεις κι ηρωικά να δεχτείς τις πικρές γόνιμες τούτες, ανθρώπινες, σάρκα από τη σάρκα μας, αλήθειες: α) Ο νους του ανθρώπου φαινόμενα μονάχα μπορεί να συλλάβει, ποτέ την ουσία. β) κι όχι όλα τα φαινόμενα, παρά μονάχα τα φαινόμενα της ύλης. γ) κι ακόμα στενώτερα: όχι καν τα φαινόμενα τούτα της ύλης, παρά μονάχα τους μεταξύ τους συνειρμούς. δ) κι οι συνειρμοί τούτοι δεν είναι πραγματικοί, ανεξάρτητοι από τον άνθρωπο. είναι κι αυτοί γεννήματα του ανθρώπου. ε) και δεν είναι οι μόνοι δυνατοί ανθρώπινοι. παρά μονάχα οι πιο βολικοί για τις πραχτικές και νοητικές του ανάγκες. Μέσα στα σύνορα τούτα, ο νους είναι ο νόμιμος απόλυτος μονάρχης. Καμιά άλλη εξουσία στο βασίλειο του δεν υπάρχει. Αναγνωρίζω τα σύνορα τούτα, τα δέχουμαι μ΄ εγκαρτέρηση, γενναιότητα κι αγάπη, κι αγωνίζουμαι μέσα στην περιοχή τους άνετα σα να ΄μουν ελεύτερος."

"Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ΄ έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Να χαράξει στους τοίχους ρητά ηρωικά, να ζωγραφίσει στις αλυσίδες του φτερούγες ελευτερίας. Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουκράζεται στον αγέρα. κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες. Και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες. Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος. Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα. Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία. Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα."

"Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα. Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί. Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του προπάππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο. Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα. Κυλιούμαι μια στιγμή στον αγέρα, πνέω, χτυπάει η καρδιά μου, ο νους μου φέγγει, και ξαφνικά η γης ανοίγει και χάνουμαι. Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρέματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν.
Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: "Είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης. "Να ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος!"
Κι η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: "Κάθουμαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα. δέχουμαι το σπόρο ακίνητηκαι τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη. "Και λαχταρώ να γυρίσω πίσω, να κατεβώ στο ζώο, να κατεβώ πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω."Κρατώ, σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει. μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα!"
Αφουκράζουμαι τις δυο φωνές τους. Δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι. Ένας χορός των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου. Ένας αντίχορος της απάρνησης των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου."

"Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ. Πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου. Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη. Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου. Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου. Δεν είσαι ένας. Είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου."

"Ανατριχιάζει η θάλασσα, σκίζεται σε δυο, κι ανεβαίνει από το λασπερό βυθό της ένα λιμασμένο, ανήσυχο, αόμματο σκουλήκι. Νικήθηκε το βάρος, ανασηκώθηκε η πλάκα του θανάτου, προβαίνουν γιομάτα έρωτα και πείνα οι στρατιές τα δέντρα και τα ζώα. Κοιτώ τη Γης με το λασπωμένο μυαλό της κι ανατριχιάζω ξαναζώντας τον κίντυνο. Μπορούσα να βουλιάξω, να χαθώ μέσα στις ρίζες τούτες που πίνουν μ΄ ευδαιμονία τη λάσπη. Μπορούσα να πλαντάξω μέσα στο χοντρό τούτο μυριοζάρωτο τομάρι. ή να σπαράζω αιώνια μέσα στο αιματερό σκοτεινό καύκαλο του παμπάλαιου πρόγονου. Μα γλίτωσα. Πέρασα τα παχιόφλουδα φυτά, πέρασα τα ψάρια, τα πουλιά, τα θεριά, τους πιθήκους. Έκαμα τον άνθρωπο."

το δυσκολότερο απ' όλα..........

MySave.in
Πολύ δύσκολο να αναγκάζεις τον εαυτό σου να μιλάς.
Πιο δύσκολο είναι να αναγκάζεις τον εαυτό σου να σιωπάς.
Ενώ πιο δύσκολο είναι να αναγκάζεις τον εαυτό σου να σκέφτεσαι.
Αλλά το δυσκολότερο απ' όλα είναι να αναγκάζεις τον εαυτό σου να νιώθεις.


Απο τον Β. Σουχομλίνσκι

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Δ Ε Ι Τ ΕΕΕΕΕΕΕ!!!!!!!!

Μερικά ρητά που αν τα εφαρμόσουμε σίγουρα θα καλυτερεύσουμε τη ζωή μας…


Μερικά ρητά που αν τα εφαρμόσουμε σίγουρα θα καλυτερεύσουμε τη ζωή μας…
1. Ο χρόνος που χάσαμε κάνοντας κάτι που μας αρέσει δεν μπορεί να θεωρηθεί χαμένος χρόνος.
2. Η αποτυχία είναι μία καλή ευκαιρία να προσπαθήσω πάλι. Αυτή τη φορά πιο έξυπνα.
3. Τα καλύτερα στη ζωή μας φτιάχτηκαν για να τα μοιραζόμαστε.
4. Ο καλύτερος τρόπος για να προβλέψουμε το μέλλον είναι να το δημιουργήσουμε.
Parrots from !       Eric - PD Cpt.-Thx Mystical to !'!'!' Dr.H.Ilham Patu,SpBS !'!'!'
5. Όσο περισσότερο περιμένουμε το μέλλον, τόσο μικρότερο θα είναι.
6. Μπορούμε να κάνεις οτιδήποτε αλλά όχι τα πάντα.
7. Δεν ξέρουμε ποτέ πόσο δυνατοί είμαστε αν δεν έρθει ένα εμπόδιο για να χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη αυτή.
8. Δεν θυμόμαστε ημέρες αλλά στιγμές.
9. Ποτέ να μη ζούμε για το αύριο. Κάνουμε ότι πρέπει σήμερα κιόλας.
Parrots from Can R to !'!'!' Dr.H.Ilham Patu,SpBS !'!'!'
10. Ο κόσμος μας είναι ένα βιβλίο και όσοι δεν ταξιδεύουμε έχουμε διαβάσει μόνο 1 σελίδα.
11. Τα καλύτερα όνειρα συμβαίνουν όταν είμαστε ξυπνητοί.
12. Πότε δεν θα καταφέρουμε να διασχίσουμε τον ωκεανό, αν δεν έχουμε τη δύναμη να αποχωριστούμε τη στεριά.
Parrots from Can R to !'!'!' Dr.H.Ilham Patu,SpBS !'!'!'
13. Αν ακούσουμε μία φωνή από μέσα μας να λέει ότι δεν είμαστε ικανοί να κάνουμε κάτι, τότε το κάνουμε! Προσπάθούμε να σβήσουμε αυτή τη φωνή.
14. Ο κόσμος μας είναι απλώς ένας καμβάς της φαντασίας μας.
15. Μόνο αυτοί που θα ρισκάρουμε να πάνε μακριά, θα δούμε τελικά μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε..........!!!!!!!!

ΑΝΕΚΔΟΤΟ!( Ο καλύτερος εραστής του κόσμου)

Επιτέλους βρέθηκε η απάντηση στο ερώτημα:
Ποιός είναι ο καλύτερος εραστής του κόσμου;

Πολύ απλά "O Ύπνος".
Γιατί;

Έχουμε και λέμε:
-Τους παίρνει όλους!!!
-Σε παίρνει κάθε μέρα!!!
-Μπορεί να σε πάρει πάνω από 1 φορά την μέρα!!!
-Σε παίρνει για πολλές ώρες!!!
-Του αρέσουν τα ομαδικά
(μας πήρε ο ύπνος όλους μαζί)!!!
-Δεν τον ενοχλεί το μέρος
(με παίρνει ο ύπνος όπου να 'ναι)!!!
-Αν δεν σε πάρει στεναχωριέσαι
(Δεν με παίρνει ο ύπνος)!!!
-Έχει ιαματικές ικανότητες
(με πήρε ο ύπνος και συνήλθα)!!!
-Είναι ύπουλος
(μόλις έκλεισα τα μάτια με πήρε ο ύπνος)!!!
-Ανυπομονείς να σε πάρει
(Πότε θα με πάρει ο ύπνος)!!!
-Αν σε πάρει για πολλές ώρες είσαι πιασμένος!!!
-Σε παίρνει όποτε θέλεις!!!
-Πολλές φορές μας προτρέπουν να τον πάρουμε
(ξάπλωσε να σε πάρειο ύπνος)!! !
-Ζηλεύουμε αν τον παίρνουν μόνο οι άλλοι
(σε πήρε ο ύπνος, και τον πήρα και εγώ λιγάκι)!!!

ΑΝΕΚΔΟΤΑΚΙΑ!!!!

Φιλίες γυναικών

Μια γυναίκα γυρίζει στο σπίτι της το πρωί και όταν ο
άντρας της την ρωτάει που ήταν όλη την νύχτα εκείνη
του απαντάει ότι κοιμήθηκε στο σπίτι της καλύτερής της
φίλης.
Ο άντρας τηλεφωνάει σε 10 από τις καλές φίλες της
γυναίκας του και καμία δεν του επιβεβαιώνει οτι την
προηγούμενη η γυναίκα του κοιμήθηκε εκεί.


Φιλίες αντρών

Ένας άντρας γυρίζει στο σπίτι του το πρωί και όταν η
γυναίκα του τον ρωτάει που ήταν όλη την νύχτα εκείνος
της απαντάει ότι κοιμήθηκε στο σπίτι του καλύτερού του
φίλου.
Η γυναίκα τηλεφωνάει σε 10 από τους καλούς  φίλους του
άντρα της και οι 8 της επιβεβαιώνουν οτι κοιμήθηκε
σπίτι τους.
Οι 2 επιμένουν οτι ο άντρας της είναι ακόμα εκεί!!!  
***************************************************
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ  ΞΑΝΘΙΑΣ !!!!Ημέρα 1η
------------
Αγαπημένο μου ημερολόγιο.

Όλα είναι πακεταρισμένα για την κρουαζιέρα.
Τα πιο σέξι φορέματά μου και τα είδη μακιγιάζ.

Έχω εξουθενωθεί!


Ημέρα 2η
------------
Όλη μέρα στη θάλασσα, ήταν υπέροχα, είδα φάλαινες
και δελφίνια!

Γνώρισα και τον Καπετάνιο σήμερα - φαίνεται πολύ
καλός άνθρωπος.


Ημέρα 3η
------------
Σήμερα ήμουν στην πισίνα. Έκανα βόλτα στο κατάστρωμα
κι έπαιξα γκολφ.
Ο Καπετάνιος με προσκάλεσε στο τραπέζι του για φαγητό.
Αισθάνθηκα μεγάλη τιμή και πέρασα υπέροχα.
Eίναι πολύ ελκυστικός και περιποιητικός.


Ημέρα 4η
------------
Κέρδισα 8000 στο καζίνο του πλοίου!

Ο Καπετάνιος μου ζήτησε να φάω μαζί του στην καμπίνα του.
Είχαμε ένα πολυτελές δείπνο με χαβιάρι και σαμπάνια.

Μου ζήτησε να περάσω τη νύχτα μαζί του, αλλά αρνήθηκα.
Του είπα ότι δεν μπορώ να φανώ άπιστη στον άντρα μου.


Ημέρα 5η
------------
Στην πισίνα και σήμερα. Κάηκα απ' τον ήλιο, κι ύστερα πήγα
στο πιάνο μπαρ για ποτό την υπόλοιπη μέρα.

Ο Καπετάνιος με είδε και με κέρασε αρκετά ποτά.
Στ' αλήθεια είναι γοητευτικός. Και πάλι μου ζήτησε να πάω
στην καμπίνα του το βράδυ...

Αρνήθηκα ξανά. Μου είπε ότι αν δεν του δώσω
αυτό που θέλει από μένα, θα βυθίσει το πλοίο.

Σοκαρίστηκα.


Ημέρα 6η
------------
Σήμερα έσωσα 1600 ζωές.

Δυο φορές...

Συνολικές προβολές σελίδας

Ο Καιρός.

....για να δούμε τι θα δούμε στην Τ.V.......

me